Μπορεί η δυτική συμμαχία να έχασε έδαφος μετά την ήττα και την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, όμως ανασυντάσσει δυνάμεις και ετοιμάζεται για τις νέες επιθετικές της ενέργειες σε όλο τον πλανήτη. Στα πλαίσια αυτά έρχεται και η υπογραφή της «Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας» μεταξύ Ελλάδας – ΗΠΑ που προβλέπει την αναβάθμιση, την επέκταση και ενίσχυση του στρατιωτικού αποτυπώματος των ΗΠΑ στη χώρα μας. Από την Αλεξανδρούπολη μέχρι τη Σούδα, όλη η χώρα μετατρέπεται σε πολεμικό προγεφύρωμα των ΗΠΑ. Με τη Συμφωνία αυτή παραχωρούνται στρατόπεδα, αεροδρόμια και λιμάνια στην υπηρεσία των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Το μοντέλο της Αλεξανδρούπολης, όπου οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν λιμενικές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις ως σταθμούς για την ανάπτυξή τους στα Βαλκάνια και την Αν. Ευρώπη -στα πλαίσια της περικύκλωσης της Ρωσίας- αναμένεται να επεκταθεί με τη συμφωνία για νέες βάσεις σε Καβάλα και Ξάνθη. Το 4ο Σώμα Στρατού που περιλαμβάνει τις μονάδες της Θράκης, ίσως το πιο νευραλγικό τμήμα των ενόπλων δυνάμεων της χώρας μας, μετατρέπεται σε προσάρτημα των ΗΠΑ. Το Λιτόχωρο, η Λάρισα και η ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Θεσσαλίας έχει ήδη μετατραπεί σε μια απέραντη αμερικανοΝΑΤΟική βάση. Στο Στεφανοβίκειο (πεζοναύτες, ελικόπτερα), στο λιμάνι του Βόλου (υποδομές για μετακίνηση στρατευμάτων και πολεμικού υλικού), στη Νέα Αγχίαλο ανέγερση νέας πτέρυγας για τη “φιλοξενία” Αμερικανών πιλότων. Η βάση της Σούδας επεκτείνεται και αναβαθμίζεται.
Αυτή τη Συμφωνία που προετοίμασε ο ΣΥΡΙΖΑ, την αναβαθμίζει και την επεκτείνει τώρα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Με την νέα Συμφωνία περνάμε σε μια νέα εποχή, όπου οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ θα συνυπάρχουν με τμήματα των αντίστοιχων ελληνικών, σε ένα πολυπλόκαμο δίκτυο, συνεργασίας, συλλειτουργίας και εξυπηρετήσεων σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Η κυβέρνηση μάλιστα παζαρεύει την ανανέωση της Ελληνοαμερικανικής Συμφωνίας για τις Βάσεις, με διαρροές για «εμπόδια» που οφείλονται στην «απροθυμία» των ΗΠΑ να εγκαταστήσουν βάση στα «αμφισβητούμενα ύδατα», στην καρδιά δηλαδή του Αιγαίου, όπως ζητάει η κυβέρνηση, υπολογίζοντας και τις αντιδράσεις της Τουρκίας.
Η ελληνική μεγαλοαστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό φαντασιώνονται πως στα πλαίσια της μετατροπής της χώρας μας σε «μεντεσέ» -κατά την αλήστου μνήμης φράση του Αμερικανού πρέσβη Πάιατ- θα έχει έναν ιδιαίτερο περιφερειακό ρόλο. Σπεύδει γι’ αυτό να δέσει τη χώρα χειροπόδαρα στο αμερικανοΝΑΤΟικό άρμα. Μάλιστα ο πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, «βασιλικότερος του βασιλέως», όλο το τελευταίο διάστημα επαναλαμβάνει ότι οδεύουμε σε 5ετή ανανέωση, ενώ ο εκπρόσωπος του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ έκανε λόγο για την «πιθανή αναβάθμιση της Συμφωνίας» και ότι «μια νέα επικαιροποίηση θα συμπεριλαμβάνει την επ’ αόριστον χρονική παράταση της Συμφωνίας». Μέχρι τώρα η Συμφωνία είχε ετήσια διάρκεια. Παρότι ανανεωνόταν κάθε χρόνο, χωρίς προσκόμματα από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι ΗΠΑ δυσανασχετούσαν γιατί δεν εξυπηρετούσε τον μακροπρόθεσμο προγραμματισμό μεγάλων έργων στις Βάσεις.
Με τα διαρκή «πηγαινέλα» Αμερικάνων γερουσιαστών, με την ανακήρυξη του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ Μπομπ Μενέντες σε μέγα φιλέλληνα, η ελληνική πλευρά, μετά το «Ελλάς – Γαλλία – Συμμαχία», δημιουργεί μια φαντασμαγορία ελληνοαμερικάνικης φιλίας. Δίνει «γη και ύδωρ» σαν αντάλλαγμα για μια δήλωση στήριξης, αναμένοντας ότι σε περιόδους έντασης θα λειτουργήσει σαν βαλβίδα εκτόνωσης για να αποφευχθεί μια στρατιωτική σύγκρουση με τη γείτονα χώρα, όπως έγινε το 1996, με την κρίση στα Ίμια και το «ευχαριστώ τους Αμερικάνους» του Σημίτη.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να παρουσιάσει την εν λόγω Συμφωνία ως δήθεν «ασπίδα» απέναντι στην προκλητικότητα της τουρκικής αστικής τάξης, όταν η πραγματικότητα δείχνει πως τέτοιες «δεσμεύσεις» γίνονται «φτερό στον άνεμο» των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, όπως άλλωστε αποδεικνύει και η περίπτωση της στάσης Πόντιου Πιλάτου των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στα Ελληνοτουρκικά και η προκλητική αφωνία ή η προσχηματική αντίδραση των «συμμάχων» μας στην ανοιχτή αμφισβήτηση της Κυπριακής ΑΟΖ από την Τουρκία. Για να μη ξεχνάμε τη στάση του ΝΑΤΟ στην εισβολή και κατοχή της Κύπρου ή στο πρόσφατο ξεπούλημα των Κούρδων από τους Αμερικάνους.
Στην πράξη, η Ελλάδα συνεχίζει να χρησιμοποιείται από τη Δύση ως ένα μοχλός πίεσης και παζαριού με την Τουρκία και τον Ερντογάν. Πρόθεση είναι να συγκρατηθούν οι φυγόκεντρες τάσεις και να παραμείνει η Άγκυρα στο δυτικό στρατόπεδο. Η ιστορία έχει δείξει ότι αν τα συμφέροντα για τους ιμπεριαλιστές αλλάξουν, τότε αλλάζουν και οι συμμαχίες.
Εκείνο που προκύπτει μέσα από τη Συμφωνία αυτή είναι ότι χαλκεύονται νέα δεσμά για τη χώρα μας, βαθαίνουν οι σχέσεις υποτέλειας και εξάρτησης για τη χώρα μας, που καθίσταται ο πρόθυμος σύμμαχος ΗΠΑ για επέκταση του αμερικάνικών δυνάμεων στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, σε μια εποχή ανατροπής συσχετισμών στην ευρύτερη περιοχή.
Η προθυμία αυτή εκφράζεται ήδη με τα 4 δισ. (2% του ΑΕΠ) που η χώρα μας -από τις λίγες- δίνει κάθε χρόνο για τους ΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς, τη στιγμή που για Παιδεία-Υγεία «δεν υπάρχει φράγκο», με την υπογραφή τής καθ’ υπαγόρευση των ΗΠΑ Συμφωνίας των Πρεσπών, με την εδραίωση του σχήματος 3+1, του άξονα Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ που προωθούν οι ΗΠΑ, που φτάνει μέχρι την αποστολή από τη χώρα μας μιας πυροβολαρχίας του αντιαεροπορικού συστήματος Patriot στη Σαουδική Αραβία, τη συμμετοχή της σε άλλες ΝΑΤΟικές πολεμικές αποστολές και την υλοποίηση κάθε άλλης επιθυμίας των ΗΠΑ.
Όλες αυτές οι διομολογήσεις και οι Συμφωνίες προς τους ιμπεριαλιστές μετατρέπουν τη χώρα μας σε πολεμικό προγεφύρωμα, την εμπλέκουν όλο και περισσότερο στο κουβάρι των οξύτατων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, σε ένα ατελείωτο κυνήγι εξοπλισμών, καθιστώντας την και στόχο αντιποίνων, αυξάνουν τους κινδύνους για το λαό μας και για τους λαούς της ευρύτερης περιοχής. Και είναι ακόμη σίγουρο, όπως έδειξε η πρόσφατη ιστορία της χώρας μας (1940-49, 1967, Κύπρος), ότι όλες αυτές οι στρατιωτικές υποδομές δεν έχουν κανέναν αμυντικό χαρακτήρα και θα χρησιμοποιηθούν ενάντια στο λαϊκό κίνημα της χώρας μας, όταν αμφισβητήσει την αστική κυριαρχία και τους «προστάτες» της και διεκδικήσει την ανεξαρτησία του από αυτούς.
Και παρά τους «αστερίσκους», για αντιπολιτευτικούς λόγους από το ΣΥΡΙΖΑ, για το κόστος ή την πατρότητα των Συμφωνιών αυτών, εκείνο που προκύπτει είναι η εκκωφαντική ομοφωνία όλων των αστικών κομμάτων σε αυτές τις στρατηγικές επιλογές. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις φιλοφρονήσεις του Αλ. Τσίπρα για τον «διαβολικά καλό» Τραμπ τη μέρα που έπεφταν οι τζίφρες για τη «Στρατηγική Συνεργασία», αυτή που σήμερα περνάει στην επόμενη φάση της από την κυβέρνηση της ΝΔ.
Αξιοσημείωτη πάντως είναι και η θέση του ΚΚΕ που βλέπει τη Συμφωνία αυτή σαν προσπάθεια των επιχειρηματικών ομίλων και της αστικής τάξης να αναβαθμιστεί γεωστρατηγικά, υποτιμώντας το βάθεμα των σχέσεων υποτέλειας, της εξάρτησης και την περαιτέρω φαλκίδευση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της χώρας μας.
Η καταγγελία της Συμφωνίας αυτής, μέσα από την ανάπτυξη ενός αντιϊμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού κινήματος, πρέπει να συνδυάζεται με το αίτημα να φύγουν ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – Βάσεις – ΕΕ από τη χώρα μας, με το αίτημα για την απεμπλοκή της Ελλάδας από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και πολέμους, για καμιά συμμετοχή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων σε ιμπεριαλιστικές αποστολές στο εξωτερικό, σε στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια σε άλλους λαούς, για την ανατροπή της διπλής κυριαρχίας αστικής τάξης-ιμπεριαλισμού, για Εθνική Ανεξαρτησία και Σοσιαλισμό, για την αλληλεγγύη, την ειρήνη και τη φιλία των λαών.