Με αφορμή την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής και την είσοδο στις Ανώτατες Σχολές υποψηφίων με βαθμολογία που δεν ξεπερνάει το 4, το 5 ή το 6 στην κλίμακα του 20, κάποιοι βρίσκουν και πάλι την ευκαιρία να ξεσκονίσουν τα γνωστά ρεφρέν τους! “Εισαγωγή με… 4 στα ΑΕΙ“, “Χιλιάδες υποψήφιοι στα πανεπιστήμια με βαθμούς κάτω από τη βάση“, είναι οι κεντρικοί τίτλοι ενός μεγάλου τμήματος του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου, ενώ η υπουργός Παιδείας Κεραμέως, αναφερόμενη στο συγκεκριμένο φαινόμενο το οποίο επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, εμφανίστηκε προβληματισμένη και προανήγγειλε ότι θα υπάρχουν «παρεμβάσεις» από την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, προκειμένου να σταματήσει το φαινόμενο, χωρίς όμως να προσδιορίσει το χρόνο.
«Έχουμε πει ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να θεσμοθετήσει μία ελάχιστη βάση εισαγωγής. Αυτό που έχουμε προτείνει και θα θέσουμε, είναι να ορίσει η πολιτεία μία ελάχιστη βάση εισαγωγής και κάθε ίδρυμα να έχει τη δυνατότητα να ορίσει τη δική του βάση πάνω από αυτή τη βάση», σημείωσε ακόμη η Κεραμέως.
Υποκαθιστώντας την αναζήτηση των αιτίων από τη διαπίστωση των αποτελεσμάτων, το Υπουργείο Παιδείας κινητοποιεί τις συνήθεις κοινοτοπίες με τις οποίες τρέφεται η κοινή γνώμη, σερβίροντάς της το «αυτονόητο»: Επιτέλους δεν μπορεί κανείς να εισάγεται με «λευκή κόλλα»!
Κανένας, φυσικά, δεν μπορεί να αισθάνεται ευχαριστημένος με το γεγονός της πρόσβασης στις Ανώτατες Σχολές υποψηφίων που δεν μπορούν να γράψουν περισσότερο από 4, ακόμη και 5 μονάδες στην κλίμακα του 20.
Αλλά οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε, ξύνοντας το λούστρο του επίσημου λόγου, ότι η παλιότερη ρύθμιση της βάσης του 10 δεν αποτέλεσε παρά μια ταξική φραγή, αλλά και έναν παραπλανητικό επίδεσμο στο χαραγμένο σώμα του σχολείου της ακριβοπληρωμένης αμάθειας.
Το γεγονός ότι οι βαθμολογικές επιδόσεις βρίσκονται σε ευθεία εξάρτηση της δυσκολίας ή της ευκολίας των θεμάτων και ότι ο θεματοθέτης μπορεί να δημιουργεί άλλοτε πληθωρισμό άριστων βαθμολογιών και άλλοτε εκατόμβες βαθμολογιών κάτω από τη βάση, δεν φαίνεται να απασχολεί την πολιτική ηγεσία.
Παράλληλα, το γεγονός ότι οι Πανελλαδικές Εξετάσεις είναι διαγωνισμός που έχει αποκλειστικό σκοπό να κατατάξει τους υποψηφίους σε μια σειρά ώστε να εισαχθούν όσοι προβλέπονται, έμεινε στην αφάνεια.
Ο βασικός προσανατολισμός της κυβέρνησης είναι η μείωση των εισακτέων, η πριμοδότηση της ιδιωτικής Ανώτατης Εκπαίδευσης και η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου πανεπιστημίου. Η επαναφορά της βάσης του 10 θα παίξει το ρόλο του τροχονόμου της εισόδου στα πανεπιστήμια, εξοστρακίζοντας, με εργαλείο το βαθμό δυσκολίας των θεμάτων, χιλιάδες υποψήφιους ενώ την ίδια στιγμή η ανακοίνωσή του Υπουργείου για ισότητα ευκαιριών θα μοιάζει με την ψευτοευγένεια μιας πρόσκλησης σε ανεπιθύμητους καλεσμένους, όταν υπάρχει η βεβαιότητα πως οι συνθήκες θα τους αποτρέψουν από το να τη δεχτούν. Βεβαίως, δημιουργεί και μια έτοιμη πελατεία στην ιδιωτική εκπαίδευση που καραδοκεί και δεν ενδιαφέρεται για τη βαθμολογία του υποψηφίου παρά μόνο για τα δίδακτρα.
Η «κατασκευή» των επιδόσεων
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι βαθμολογίες που συγκεντρώνουν οι υποψήφιοι κάθε χρόνο είναι σε ένα τμήμα τους «κατασκευή». Το πρόβλημα του μεγάλου ποσοστού μαθητών που βαθμολογούνται κάτω από τη βάση (1 στους 3 ή 4) δεν είναι πρόβλημα κυρίως των μαθητών, αλλά του εξεταστικού συστήματος που λειτουργεί σαν εκπαιδευτική ΥΠΕΔΑ.
Με άλλα λόγια, τα υψηλά ποσοστά αποτυχίας είναι τεχνητή απόρροια των λεγόμενων διαβαθμισμένων θεμάτων που λειτουργούν σαν «έξυπνες βόμβες» στην κατανομή της αποτυχίας/επιτυχίας.
Με λίγα λόγια, το ΥΠΑΙΘ με βάση τον βαθμό δυσκολίας/ευκολίας των θεμάτων μοιάζει με τον υδραυλικό που κρατάει στο χέρι του τον διακόπτη και κανονίζει ανάλογα με τις επιλογές του τη ροή του νερού. Άλλοτε με εύκολα θέματα έχει μόλις 3.000 υποψηφίους με βαθμολογία κάτω από τη βάση (2.000), άλλοτε με δυσκολότερα έχει πάνω από 30.000.
Να το πούμε αλλιώς: Τα θέματα των εξετάσεων υποτάσσονται στη λογική να χωριστούν οι μαθητές σε κατηγορίες έτσι ώστε να «χωράνε» στην προσφορά θέσεων εισακτέων. Ακόμη, υποτάσσονται στη λογική τις κίνησης των βάσεων. Το κύριο ζήτημα είναι τόσοι να πάρουν 18-20, τόσοι 12-15, τόσοι να πέσουν κάτω από τη βάση κ.λπ.
Με θέματα σωστά ή λάθος, εύκολα ή υπερ-φυσικά, σύμφωνα ή όχι με τους διακηρυγμένους στόχους των αναλυτικών προγραμμάτων, θεωρητικά ή πρακτικά, έξυπνα ή ηλίθια, πονηρά ή παπαγαλίστικα, για το ΥΠΑΙΘ ο πραγματικός στόχος των εξετάσεων είναι «να παρουσιάζουν οι επιδόσεις των υποψηφίων ορθολογική κλιμάκωση στη διάκριση άριστα, καλά, μέτρια, έτσι ώστε η κλιμάκωση αυτή να βοηθήσει να γίνει πιο αντικειμενική η επιλογή όσων θα εισαχθούν στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση».
Πίσω από τις βάσεις
Οι πανελλαδικές εξετάσεις ήταν πάντα ένας μηχανισμός παραεκπαίδευσης της Παιδείας. Αρκεί να δει κανείς τον κεντρικό ρόλο που παίζουν στον καθορισμό της διδακτέας ύλης, αδιαφορώντας για ό,τι δεν σχετίζεται με τις εξετάσεις.
Αυτή η γραμμή καθορίζει και τη στάση που οφείλουν να τηρήσουν μαθητές και καθηγητές στο σχολικό μάθημα. Αντί της προαγωγής της κρίσης, της εμβάθυνσης, της γενίκευσης, της ανακάλυψης της ομορφιάς, η αξιολόγηση που αναμένεται οδηγεί στην απομνημόνευση τύπων και μεθοδολογιών, στην προπόνηση και όχι στην επιστημονική μελέτη.
Η κίνηση των βάσεων και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων καλύπτουν το γεγονός ότι το σχολικό σύστημα δεν κάνει τον κόπο να βρει τις μεθόδους και τις τεχνικές που θα μεταδώσουν σε όλους τους μαθητές τις γνώσεις που εξετάζει και βαθμολογεί, με αποτέλεσμα να ευνοεί τους ήδη ευνοημένους, αυτούς που έχουν τη μορφωτική και οικονομική υποστήριξη από την οικογένεια.
Όλο και περισσότεροι μαθητές, ακόμη και από αυτούς που πανηγυρίζουν την είσοδό τους σε κάποια σχολή της επιλογής τους ή σε κάποια άλλη, αδυνατούν να κατανοήσουν το νόημα των κειμένων που διαβάζουν και, βεβαίως, αδυνατούν να διατυπώσουν τις απόψεις τους. Γιατί την ίδια ώρα που το εκπαιδευτικό μας σύστημα μετατρέπει τον μαθητή σε αγχώδη μοριοσυλλέκτη, απονεκρώνει κάθε διάθεση για μάθηση, κάθε περιέργεια και ανησυχία, αφοπλίζει κάθε διαδικασία εμβάθυνσης, κατανόησης, αμφιβολίας, αμφισβήτησης, εξαφανίζοντας το γιατί και το διότι, καταστρέφοντας κάθε δυνατότητα για συλλογική αφήγηση, συνολική εικόνα της φύσης, της κοινωνίας. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που εδώ και πολλά χρόνια ως «καλό» σχολείο προβάλλεται εκείνο που μιμείται καλύτερα το φροντιστήριο.
Αυτό δηλαδή που, αντί να οργανώνει επιστημονικά τη γνώση, ως σύστημα ερμηνείας της πραγματικότητας και πολύτιμο εφόδιο για τη ζωή, τυποποιεί, συσκευάζει και παραδίδει αποσπασματικές γνώσεις, ως εμπόρευμα για κατανάλωση στις εξετάσεις, ενώ την ίδια ώρα ρίχνει το κύριο βάρος στην αναζήτηση μεθόδων, ευκολιών, «κόλπων», σχηματοποιήσεων. Την ίδια ώρα η φτώχεια και η ανεργία από τη μια, στις οποίες έχει καταδικαστεί από τις μνημονιακές πολιτικές ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, και το άνυδρο τοπίο στην αγορά εργασίας από την άλλη, λιπαίνουν το έδαφος της παραίτησης για μεγάλα τμήματα μαθητών.
Η εκπαιδευτική ανισότητα φαίνεται να έχει όχι μόνο κοινωνικά αίτια αλλά και θεμελιώδη κοινωνική λειτουργία, καθώς η εκπαίδευση στην κοινωνία των ανισοτήτων καλείται να συμβάλει αποφασιστικά στη διευρυμένη αναπαραγωγή των φορέων που θα καταλάβουν τις διάφορες θέσεις του καταμερισμού εργασίας, καθώς και στην κατανομή τους στις θέσεις αυτές.