Κοντεύει μισός αιώνας από την εισβολή των τούρκικων στρατευμάτων στην Κύπρο: Στις 20 Ιούλη του 1974 ξεκινούσε, με έρεισμα το οργανωμένο από τη στρατιωτικοφασιστική χούντα της Αθήνας πραξικόπημα της 15ης Ιούλη 1974, που ανέτρεψε τον Πρόεδρο της Κύπρου Μακάριο, η πρώτη φάση της τούρκικης στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο, ο «Αττίλας 1», η οποία θα ολοκληρωθεί με τη δεύτερη φάση της, τον «Αττίλα 2», που άρχισε στις 14 Αυγούστου 1974.

Η τούρκικη στρατιωτική εισβολή άφησε πίσω της 5.000 νεκρούς, 220.000 πρόσφυγες και 1619 αγνοούμενους, ενώ συνοδεύτηκε και από άλλες παρανομίες και εγκλήματα. Όπως η μονομερής ανακήρυξη τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους στη Βόρεια Κύπρο το 1983 και ο εποικισμός (έγκλημα πολέμου σύμφωνα με τον ΟΗΕ ), που έχει φτάσει σήμερα στο σημείο ο αριθμός των Τούρκων εποίκων στο βόρειο μέρος της Κύπρου να είναι σχεδόν ισάριθμος του τουρκοκυπριακού πληθυσμού.

Πέντε δεκαετίες τώρα το 37% της Κυπριακής Μεγαλονήσου παραμένει υπό τούρκικη στρατιωτική κατοχή και η ντε φάκτο διχοτόμησή της διαιωνίζεται. Όλες οι πολιτικές κινήσεις και «πρωτοβουλίες» που προωθήθηκαν ή και αναπτύσσονται, με την επικεφαλίδα των «σχεδίων επίλυσης του Κυπριακού», όχι μόνο δεν αποτέλεσαν σχέδια για την αποχώρηση των τούρκικων στρατευμάτων, την παύση της τούρκικης στρατιωτικής κατοχής και της αποκατάστασης της Κύπρου σαν ένα ενιαίο, κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, αλλά το αντίθετο, όλα βγαλμένα από τα ιμπεριαλιστικά μαγειρεία του αμερικάνικου και βρετανικού ιμπεριαλισμού ώθησαν και ωθούν στην παγιοποίηση και νομιμοποίηση της διαίρεσης της Κύπρου, με την «ομοσπονδοποίησή» της και, ταυτόχρονα, τη διατήρησή της κάτω από τον έλεγχο των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Το τραγικό είναι ότι με ευθύνη των κυβερνήσεων της Κύπρου και της Ελλάδας και παρά τις αντιστάσεις που εκδηλώνει ο λαός της Κύπρου στα διχοτομικά ιμπεριαλιστικά σχέδια, όπως όταν το 2004 καταψήφισε με συντριπτικό ποσοστό το διχοτομικό – νεοαποικιακό σχέδιο Ανάν, η υπόθεση της Κύπρου, μέσα από την πολιτική των «τετελεσμένων», που ακολουθεί η Τουρκία με την ιμπεριαλιστική ανοχή κάλυψη ή και ενθάρρυνση, εγκλωβίζεται σε όλο και δυσχερέστερους όρους.

Ποιος έχει δημιουργήσει και διαιωνίζει το Κυπριακό πρόβλημα;

Το χουντικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, που άνοιξε την Κυπριακή τραγωδία, και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο αποτέλεσαν ένα «ενιαίο πακέτο» μέσα στην αμερικάνικη ιμπεριαλιστική πολιτική που υλοποιούσε ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, Χ.Κίσινγκερ. Παρ’ όλο που ο «φάκελος της Κύπρου», δεκαετίες τώρα στην ελληνική και στην κυπριακή Βουλή παρέμεινε στα σκοτεινά, με προφανή σκοπιμότητα να συγκαλυφθούν οι υπεύθυνοι, πολλά στοιχεία και μαρτυρίες τις δεκαετίες που πέρασαν αποκάλυψαν τον καθοδηγητικό ρόλο που έπαιξε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός στην πρόκληση της τραγωδίας της Κύπρου: Από τη μια, ενθαρρύνοντας τη στρατιωτική χούντα της Ελλάδας να προχωρήσει στην πραξικοπηματική ανατροπή του «ενοχλητικού» Προέδρου της Κύπρου, που κινούνταν τότε στο πλαίσιο της πολιτικής τού τότε διεθνούς «κινήματος των αδεσμεύτων». Από την άλλη, δίνοντας πράσινο φως στην Άγκυρα για να εισβάλουν τα τούρκικα στρατεύματα στην Κύπρο. Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση της Ουάσιγκτον επεδίωξε να βάλει πιο γερό πόδι στην Κύπρο, που η στρατηγική γεωπολιτική της θέση από χρόνια ήταν στόχος της αμερικανικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής τόσο για τις επιχειρήσεις της στη Μέση Ανατολή και στις πετρελαιοπαραγωγές αραβικές χώρες και τον έλεγχο των διαδρόμων της ανατολικής Μεσογείου προς τη Μαύρη Θάλασσα και το Σουέζ, όσο και για τον ανταγωνισμό της με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, την τότε δεύτερη υπερδύναμη, τη ρεβιζιονιστική Σοβιετική Ένωση, αλλά και τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, που είχε ήδη βάσεις στην Κύπρο.

Οι βλέψεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την Κύπρο και οι συνακόλουθες επεμβατικές δραστηριότητες ήταν και είναι η κύρια πηγή του Κυπριακού προβλήματος, στο πλαίσιο των οποίων εκδηλώθηκαν και εκδηλώνονται και οι αντιδραστικές πολιτικές και παρεμβάσεις των αστικών τάξεων της Τουρκίας και της Ελλάδας στην Κύπρο και πιο έντονα η επεκτατική πολιτική της Τουρκίας.

Οι διαφορές των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων ποτέ δεν υπήρξαν γενεσιουργός αιτία του Κυπριακού προβλήματος. Άλλωστε, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι για χρόνια συμβίωναν ειρηνικά. Οι αντιθέσεις που υποδαυλίσθηκαν για να γίνουν συγκρούσεις «μεταξύ δύο κοινοτήτων» ήταν δάκτυλος των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, του βρετανικού ιμπεριαλισμού κατ’ αρχήν αλλά και του εισερχόμενου -μεταπολεμικά- στη διεκδίκηση της Κύπρου αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, οι οποίες, αξιοποιώντας αντιδραστικές-εθνικιστικές δυνάμεις σε Κύπρο, Ελλάδα, Τουρκία, προσπάθησαν να αποδυναμώσουν τον αντιιμπεριαλιστικό – αντιαποικιακό κυπριακό αγώνα με στόχο να αποτρέψουν την Κύπρο να γίνει πραγματικά ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος και να διατηρήσουν τον έλεγχο, τη δυνατότητα επέμβασής τους σ’ αυτήν και την πρόσδεσή της στο ιμπεριαλιστικό άρμα τους.

Έτσι η δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας, αν και καρπός του αντιαποικιακού αγώνα του κυπριακού λαού, πραγματοποιήθηκε με ένα περιεχόμενο συμφωνιών (Ζυρίχης-Λονδίνου) που αντιστοιχούσε σε μια τυπική και όχι πραγματική ανεξαρτησία της Κύπρου (βρετανικές βάσεις στο κυπριακό έδαφος, «εγγυήτριες δυνάμεις» η Βρετανία, η Τουρκία, και η Ελλάδα με στρατιωτικές δυνάμεις στην Κύπρο κ.α.) και πρόβλεπε κρατική διάρθρωση και λειτουργία που σύντομα φάνηκε «δυσλειτουργική» και αποδείχθηκε λαβή για τη συνέχιση των ξένων επεμβάσεων στην Κύπρο και την υποκίνηση οξυμμένων αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό της. Πάνω σ’ αυτό το έδαφος που έστρωσαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με τη συνεργασία των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας, θα εξακολουθήσουν να χώνουν τα χέρια τους στην Κυπριακή Δημοκρατία και να την εκβιάζουν, με τις ΗΠΑ να επιδιώκουν την «καντονοποίησή» της, τη ΝΑΤΟποίησή της (αμερικάνικο σχέδιο Άτσεσον κλπ.). Κλιμάκωση αυτής της πολιτικής βαθύτερης υπόσκαψης της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου υπήρξε το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και η τούρκικη εισβολή.

Πάνω σ’ αυτό το έγκλημα που συντελέσθηκε σε βάρος μιας χώρας, μέλους του ΟΗΕ, που πριν προλάβει να συμπληρώσει τα 15 χρόνια της σαν κυρίαρχο κράτος δέχτηκε στρατιωτική επίθεση και το βόρειο μέρος της μπήκε κάτω από ξένη στρατιωτική κατοχή, εξακολουθεί για σαρανταεννέα χρόνια μια διελκυστίνδα διπλωματικής δραστηριότητας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με την εμπλοκή και των κυβερνήσεων Κύπρου, Τουρκίας και Ελλάδας, που επιβάλλει ένα καθεστώς αδιάκοπων επεμβάσεων και πιέσεών τους στην Κύπρο και συντηρεί τον ντεφάκτο διαμελισμό της. Βασική επιδίωξή της είναι να θαφτεί πως το Κυπριακό πρόβλημα είναι πρόβλημα, πρώτα απ’ όλα, ξένης στρατιωτικής εισβολής και στρατιωτικής κατοχής και η όποια «λύση» να δοθεί με τη μετατροπή της Κύπρου σε ένα τύποις κρατικό μόρφωμα που θα την κρατά διχοτομημένη και υπό την άμεση κηδεμονία των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Μια σειρά σχέδια («δέσμες ιδεών» Ντε Κουεγιάρ, του Γκάλι, Ανάν κ.α) αυτό επιβεβαίωσαν επανειλημμένα. Με πιο χαρακτηριστικό το σχέδιο Ανάν, το «διεθνές» σχέδιο «επίλυσης» του Κυπριακού «υπό την αιγίδα του ΟΗΕ», το οποίο ήθελε να κάνει την Κύπρο συνομόσπονδο κράτος με δύο ομόσπονδα κράτη με τις διαφορές τους να κρίνονται από Ανώτατο Δικαστήριο, που θα έχει και ξένους δικαστές(!), με τις βρετανικές βάσεις και τις «εγγυήτριες δυνάμεις» (Μ.Βρετανία,Τουρκία, Ελλάδα) να διατηρούνται, με τον τουρκικό στρατό και Τούρκους έποικους να μένουν στο νησί κ.α.

Προς αυτή την κατεύθυνση συνεχίζονται οι δυτικές ιμπεριαλιστικές πιέσεις οι οποίες, τώρα, εντείνονται κάτω και από τα νέα δεδομένα, που δημιούργησαν η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στον υποθαλάσσιο πλούτο της ΑΟΖ της Κύπρου, η πυρετώδης επεμβατική δραστηριότητα του αμερικάνικου και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στο τόξο από το Ιράν και τη Συρία ως τη Βόρεια Αφρική, η όξυνση του ανταγωνισμού τους με τη Ρωσία και Κίνα. Οι πιέσεις έχουν γίνει ασφυκτικές μετά το μεγάλο οικονομικό πλήγμα που δέχθηκε η Κύπρος με την κατάρρευση τραπεζών της, τη μνημονιακή υποδούλωση που έσπευσε να της επιβάλει η ΕΕ, την αδυναμία στην οποία έχει περιέλθει από την ισχυρή οικονομική εξασθένισή της και την εκμεταλλεύονται οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για να την αναγκάσουν να υποταχθεί σε μια διχοτομική «λύση» του Κυπριακού. Τελευταίος σταθμός των πολυδαίδαλων διπλωματικών συνομιλιών αποτέλεσε το ναυάγιο του Κραν Μοντανά τον Ιούλη του 2017 και οι «συνέπειές» που το ακολούθησαν. Της τουρκικής γραμμής διαπραγμάτευσης στη βάση της ανοιχτά διχοτομικής λύσης των δύο κρατών (έναντι της επιβεβλημένης από τον ΟΗΕ Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας). Ταυτόχρονα η Άγκυρα άνοιξε την περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου διευρύνοντας παραπέρα τα κατοχικά της τετελεσμένα.

Με την πολιτική της ξένης ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και υποτέλειας των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Κύπρου, η Κυπριακή υπόθεση βολοδέρνει για δεκαετίες μέσα στο κύκλο των ανταγωνισμών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό να θέλει να βάλει την Κύπρο στο ΝΑΤΟ, με την ΕΕ να ενισχύει και αυτή τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό έλεγχο στην Κύπρο, μετά την ένταξή της στην ΕΕ και ιδιαίτερα μετά το κραχ της κυπριακής οικονομίας και την υπαγωγή της στο γερμανικό μνημονιακό ζυγό, με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό να διατηρεί τις στρατιωτικές βάσεις της στο κυπριακό έδαφος και να είναι «εγγυήτρια δύναμη» με δυνατότητα και στρατιωτικής επέμβασης στη Κύπρο, με τον ρώσικο ιμπεριαλισμό να προσπαθεί να διατηρήσει και να διευρύνει και αυτός τις προσβάσεις του στην Κύπρο (με σοβαρό μοχλό τον επιδιαιτητικό του ρόλο στο ΣΑ του ΟΗΕ και επιπλέον κρίσιμη πτυχή για την ενίσχυση αυτών των προσβάσεων τα ρώσικα κεφάλαια στις κυπριακές Τράπεζες, που η ΕΕ με το μνημόνιο στην Κύπρο έβαλε στόχο να τα αρπάξει), εκμεταλλευόμενη την πολιτική των κυπριακών κυβερνήσεων που, από παλιότερα, διαμορφώνουν σχέσεις και με τη Ρωσία. Ο αμερικανικός νόμος East Med Act, που εγκρίθηκε το Δεκέμβρη του 2019, για την «προώθηση των συνεταιρισμών ασφάλειας και ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο» και την προώθηση της τριμερούς συνεργασίας 3+1 (Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ) έθεσε στο στόχαστρο τη Ρωσία και τη στρατηγική επιλογή της Ουάσιγκτον να περιορίσει τον ρόλο της Μόσχας στην περιοχή. Άνοιξε επίσης το δρόμο για την άρση του αμερικανικού εμπάργκο όπλων στη Λευκωσία.

Η τακτική των κυβερνήσεων της Τουρκίας και η πολιτική των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου

Η Τουρκία από την περίοδο του 1950-1960, όταν με τα σχέδια του βρετανικού και αμερικάνικου ιμπεριαλισμού για την Κύπρο της δόθηκε πεδίο και στήριξη για να παρεμβαίνει στην Κύπρο, εφάρμοσε μια πολιτική που απέβλεπε όλο και περισσότερο στην ανάμιξή της στις υποθέσεις της Κύπρου, με στόχο, χρησιμοποιώντας και το τουρκοκυπριακό στοιχείο, να επεκτείνει την επιρροή της στο νησί και όπως αποδείχθηκε, μετά τη στρατιωτική εισβολή του 1974, να προχωρήσει μέχρι και σε καταχτητική επιχείρηση. Είναι η περίοδος που ο τούρκικος επεκτατισμός, έχοντας βάλει υπό στρατιωτική κατοχή τη Βόρεια Κύπρο, αναπτύσσει, παράλληλα, διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας και στο Αιγαίο, βλέποντας τις ελληνικές κυβερνήσεις να κινούνται, κάτω από την πίεση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, ενδοτικά, και τις ΗΠΑ να ευνοούν αυτές τις κινήσεις του, στα πλαίσια του ανταγωνισμού τους με την μπρεζνιεφική Σοβιετική Ένωση.

Από τη στιγμή που η Τουρκία έθεσε υπό την κατοχή της τη Βόρεια Κύπρο, και έχοντας τις πλάτες των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, κατεύθυνε όλη την πολιτική της στο να επιβάλει αυτή την εξέλιξη ως «τετελεσμένη», με διπλωματικούς χειρισμούς που απέβλεπαν στη μακροχρόνια παράταση αυτής της κατάστασης, στη μετάλλαξη του Κυπριακού προβλήματος από πρόβλημα εισβολής και κατοχής ενός ανεξάρτητου κράτους σε αποκλειστικό πρόβλημα «πολιτικής ισότητας» των Τουρκοκυπρίων. Διαπραγματεύεται – και με τον εκβιασμό του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους που ανακήρυξε – για μια διχοτομική «λύση» με βάση τα «τετελεσμένα» της στρατιωτικής εισβολής και κατοχής. Ουσιαστικά, για μια «λύση» νομιμοποίησης ενός ξεχωριστού κράτους Τουρκοκυπρίων και Τούρκων εποίκων, με τη συνέχιση της παρουσίας τούρκικων στρατευμάτων στο κυπριακό έδαφος.

Η γραμμή των τούρκικων κυβερνήσεων είναι γραμμή ότι σε κάθε γύρο διαπραγματεύσεων, από τους πολλούς που έχει κάνει στα 49 χρόνια, ό,τι αποσπά στην κατεύθυνση που θέλει να το θεωρεί κεκτημένο και στους επόμενους γύρους να διευρύνει παραπέρα τις απαιτήσεις της, εκμεταλλευόμενη τις ιμπεριαλιστικές ευμένειες προς την πολιτική της αλλά και την εξαρχής συμβιβαστική και υποχωρητική στάση των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Κύπρου. Γραμμή της είναι, επίσης, να αδρανοποιήσει και να ακυρώσει ψηφίσματα του ΟΗΕ για την Κύπρο, ειδικά του πρώτου διαστήματος μετά τη στρατιωτική εισβολή στο έδαφός της, που θεωρεί ότι περιέχουν όρους και «αρχές λύσης» που εμποδίζουν αυτά που διεκδικεί για την Κύπρο. Είναι πολύ εύγλωττη, απ’ αυτή την άποψη δήλωση προηγούμενου εκπροσώπου της τουρκοκυπριακής πλευράς ότι «τα ψηφίσματα του ΟΗΕ δεν είναι ευαγγέλια» και ότι «μπορούν να αλλάζουν». Γραμμή της είναι, τέλος, και η επιμονή σε εκτόξευση απειλών και σε εκβιασμούς, πολύ περισσότερο όταν έχει και πρόσθετα «κίνητρα», όπως η διεκδίκηση της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων στο θαλάσσιο χώρο της κυριαρχίας της Κύπρου, που θέλει μερίδιό τους και «συνδιαχείριση» και προσπαθεί, γι’ αυτό, να φτιάξει «νέα τετελεσμένα» μιλώντας για «ΑΟΖ του τουρκοκυπριακού κράτους» και για «δικαιώματα της Τουρκίας», ενώ σταδιακά στη συνέχεια αμφισβήτησε και την ίδια την κυπριακή υφαλοκρηπίδα, πραγματοποιώντας προκλητικά γεωτρήσεις και στα νότια του νησιού ή απαγορεύοντας με την ισχύ των φρεγατών της τις ερευνητικές δραστηριότητες (ΕΝΙ) σε αδειοδοτημένες από τη Λευκωσία θαλάσσιες περιοχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει αναφορά της Άγκυρας για τη Μεσόγειο, χωρίς να περιλαμβάνει την υπεράσπιση των τουρκικών συμφερόντων στην περιοχή και των αδελφών τους της λεγόμενης Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου.

★★★

Αν η πίεση των τούρκικων κυβερνήσεων βρίσκει έδαφος δεν οφείλεται μόνο στο ότι και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις πριμοδοτούν διχοτομικού τύπου «λύσεις» για την Κύπρο που ευνοούν τις επιδιώξεις τους, αλλά και γιατί οι κυβερνήσεις της Κύπρου και της Ελλάδας ακολουθούν μια πολιτική ενδοτική και συμβιβαστική απέναντι στη συνδυασμένη ιμπεριαλιστική και τούρκικη πίεση και ακόμα χειρότερα αναζητούν «λύσεις» μέσα από τα κανάλια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που είναι αυτά, ακριβώς, που δρομολόγησαν την τραγωδία της Κύπρου και λειτουργούν με σχέδια να μην αποκατασταθεί το ενιαίο της Κύπρου και να αποψιλωθεί κάθε ανεξαρτησία της.

Ο δρόμος του συμβιβασμού και του ενδοτισμού ήταν ο δρόμος που, κατά κανόνα, βάδισαν και βαδίζουν οι κυβερνήσεις της Κύπρου, με τη συνηγορία ακόμα και τις «νουθεσίες» των ελληνικών κυβερνήσεων να κινηθούν σε τέτοια κατεύθυνση. Ο συμβιβασμός σημάδεψε την κυπριακή κυβερνητική πολιτική ακόμα από τις «συμφωνίες υψηλού επιπέδου» Μακάριου-Ντενκτάς το 1977 και, στη συνέχεια, τις συμφωνίες Κυπριανού-Ντενκτάς το 1979, μέσα από τις οποίες έγινε αποδεκτή η θέση για «διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία». Με την αποδοχή αυτής της θέσης άνοιξε η πόρτα της ομοσπονδιοποίησης της Κύπρου που επιδίωκε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, μέσα από την οποία μπορούσαν να περάσουν πιο εύκολα τα διχοτομικά σχέδια. Και δεν ήταν μόνο οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που ήθελαν, ενέργησαν και άσκησαν πίεση για να γίνει συμφωνία αυτή η θέση μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της τουρκοκυπριακής πλευράς. Ήταν και η τότε ρεβιζιονιστική Σοβιετική Ένωση, που δια του υπουργού Εξωτερικών της Γκρομίκο, είχε ταχθεί υπέρ μιας λύσης «Ομοσπονδίας» στην Κύπρο, θέση που υιοθέτησε από τον καιρό εκείνο και το ΚΚΕ στη χώρα μας.

Η «διζωνική, δικοινοτική Ομοσπονδία», πέρα ότι αφεαυτής βάζει διαχωρισμούς μέσα στον πληθυσμό της Κύπρου που δεν υπήρχαν στην προγενέστερη ενιαία Κυπριακή Δημοκρατία, στην πραγματικότητα, έγινε η πλατφόρμα ενταφιασμού της πραγματικά ενιαίας, κυρίαρχης και ανεξάρτητης Κύπρου πάνω στην οποία, με τις εκδοχές της και τις ερμηνείες της, ξεκίνησε ένας διπλωματικός χαρτοπόλεμος σχεδίων και ατέρμονων συνομιλιών μέσα από τα οποία επιχειρούνταν και επιχειρείται η αναβάθμιση του «προέδρου του ψευδοκράτους» σε «ισότιμο εταίρο» της κυπριακής κυβέρνησης και να φτιαχτούν με ονομασίες όπως «δύο ξεχωριστές οντότητες», «δύο ομόσπονδα κρατίδια», «δύο συνιστώσες πολιτείες», «δύο συνιστώντα κράτη» κ.α. δύο ξεχωριστά, στην ουσία, κράτη – το ελληνοκυπριακό και το τουρκοκυπριακό – «σε συσκευασία του ενός», όπως έχει ειρωνικά γραφτεί.

Αν αυτός υπήρξε ο βασικός συμβιβασμός των κυπριακών και ελληνικών κυβερνήσεων δεν ήταν και ο μοναδικός, καθώς το πνεύμα υποχωρητικότητας εισχώρησε σε όλους τους τομείς των διαπραγματεύσεων: μέχρι του σημείου να παζαρεύει η ελληνοκυπριακή πλευρά πόσο έδαφος της Κύπρου θα παραμείνει υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση (ξεκινώντας π.χ. από 20% το 1975 και φτάνοντας μέχρι το 28% τη δεκαετία του 1990!). Μέχρι του σημείου με το σχέδιο Ανάν, που υποστήριξαν, να δέχονται μέρος του στρατού κατοχής στην Κύπρο και χιλιάδες Τούρκοι έποικοι να μείνουν στο έδαφός της. Μέχρι του σημείου να δέχονται, με το ίδιο σχέδιο, την «Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία» να κηδεμονεύεται από ξένους δικαστές στην επίλυση των εσωτερικών ζητημάτων της κ.α.

Αν αυτή ήταν η μία όψη της πολιτικής των κυβερνήσεων της Κύπρου και της Ελλάδας, η άλλη ήταν το «ψάξιμο λύσεων» και «στήριξης» για το Κυπριακό στην ιμπεριαλιστική διπλωματία και μέσα από ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. ΄Η ακόμα, όπως το έχει διατυπώσει εύσχημα, ο πρώην πρόεδρος του ΑΚΕΛ, Δ.Χριστόφιας, στην «οικοδόμηση σχέσεων με τους σημαντικούς διεθνείς παίκτες», με μια «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική», η οποία δεν είναι τίποτα άλλο από μια πολιτική πολλαπλών ιμπεριαλιστικών εξαρτήσεων, όπως αυτές των κυπριακών κυβερνήσεων από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, αλλά και τη Ρωσία.

Έτσι, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ διατυμπανίστηκε ότι θα «προστάτευε» την Κύπρο από την τούρκικη απειλή και ότι θα έβαζε σε λεωφόρο «δίκαιης λύσης» την Κυπριακή υπόθεση που, τάχα, θα διευκολύνονταν από το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» που θα αποκτούσε. Μόνο που η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ έθεσε την κυπριακή κυβέρνηση και την ελληνοκυπριακή πλευρά κάτω από νέες πιέσεις και εκβιασμούς του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών να βρεθεί «λύση» στο Κυπριακό, με τους διχοτομικούς όρους που υπαγόρευαν οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Οι συνέπειες της ένταξής της φάνηκαν με δραματικότερο τρόπο όταν η ΕΕ – όπως ωμά το περιέγραψε εκ των υστέρων ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γιούνκερ – «σαν γκάγκστερ και συμμορίτης» επιτέθηκε οικονομικά στην Κύπρο και της πέρασε πριν δέκα χρόνια τη θηλιά του μνημονίου στο λαιμό της, φέρνοντάς την σε δεινή θέση και κάνοντάς την στόχο νέων ιμπεριαλιστικών και τουρκικών πιέσεων και εκβιασμών που ποντάρουν στην αδυναμία της και το «στρίμωγμά» της για να την κάνουν να υποκύψει σε ακόμα χειρότερη – ανοικτά διχοτομική «λύση» του προβλήματός της.

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η πολιτική δημιουργίας άξονα Ισραήλ – Κύπρου – Ελλάδας που εξαρτά την Κύπρο ακόμα περισσότερο από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και, βασικά, τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό κάνοντάς την πιο ευάλωτη στις υπαγορεύσεις του.

Η αναζήτηση λύσεων και βοήθειας στην ιμπεριαλιστική πολιτική δεν μπορεί να παράγει, ωστόσο, τίποτα άλλο εκτός από σχέδια εκτρώματα σαν το διχοτομικό σχέδιο Ανάν, που ματαιώθηκε μόνο χάρη στη θαρραλέα ετυμηγορία του κυπριακού λαού, καθώς τα βασικά κόμματα της Κύπρου, πρώτα απ’ όλα το ΔΗΣΥ και η ηγεσία του ΑΚΕΛ, όπως, επίσης, η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, το αποδέχτηκαν. Δεν μπορεί να έχει άλλη συνέπεια παρά από αυτή που εισέπραξε η κυπριακή κυβέρνηση, όταν η ΕΕ της έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό με το μνημόνιο. Για να το ξεφύγει, στα πλαίσια της «πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής», στράφηκε για οικονομική βοήθεια στον ρώσικο ιμπεριαλισμό, απ’ όπου πήρε την απάντηση ότι πρέπει να δεχθεί ένα αντίστοιχο «ρώσικο μνημόνιο».

Το Κυπριακό σε νέα κρίσιμη φάση

Η πολιτική της προσαρμογής στα «τετελεσμένα», του ενδοτισμού απέναντι στις τουρκικές και ιμπεριαλιστικές πιέσεις και της εξάρτησης των λύσεων από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχει σαν αποτέλεσμα τη διαρκή επαναφορά διχοτομικών σχεδίων και, τελικά, το βάλτωμα της Κυπριακής υπόθεσης. Αν αυτό επιβεβαιώνεται μισό αιώνα, επαναλαμβάνεται με την αδιαφορία των εταίρων της ΕΕ έστω και να αναφερθούν στο δίκαιο της κυπριακής υπόθεσης. Πιο ωμά μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ ανέχονται την τουρκική ουδετερότητα απέναντι στη Ρωσία, πιέζουν τη κατεχόμενη Κύπρο ακόμα και για την αποστολή όπλων ρωσικής κατασκευής στην Ουκρανία. Ο Ερντογάν απαιτεί στο Βίλνιους την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής ενταξιακής του πορείας την ώρα που δεν αναγνωρίζει καν σαν κράτος-μέλος της ΕΕ την Κυπριακή Δημοκρατία. Η Άγκυρα έχοντας «κατοχυρώσει» την πολιτική ισότητα των δύο οντοτήτων στο νησί διεκδικεί (θέτοντάς το σαν προϋπόθεση για την επανεκκίνηση διαπραγματεύσεων) και την κυριαρχική και διεθνή ισότητά τους δηλαδή την τυπική αναγνώριση δύο κρατών.

Με αφορμή το πρόσφατο ψήφισμα του ΣΑ του ΟΗΕ για το Κυπριακό το υπουργείο Εξωτερικών της κατοχικής Τουρκίας σημειώνει: «Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συνεχίζει να επιμένει σε ένα μοντέλο διευθέτησης από το οποίο η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει αποσύρει ανοιχτά την υποστήριξή της και το οποίο έχει δοκιμαστεί και έχει αποτύχει πολλές φορές…

Καλούμε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και τη διεθνή κοινότητα να λάβουν υπόψη το γεγονός ότι υπάρχουν δύο χωριστοί λαοί και δύο χωριστά κράτη στο νησί της Κύπρου και να επιβεβαιώσουν τα εγγενή δικαιώματα του τουρκοκυπριακού λαού, δηλαδή την κυριαρχική του ισότητα και την ισότητα σε διεθνές καθεστώς.

Υπογραμμίζουμε ότι αυτό αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη κάθε νέας διαπραγματευτικής διαδικασίας για την επίλυση του Κυπριακού».

Την προετοιμασία γενικότερων διευθετήσεων στην περιοχή προαναγγέλλουν και οι δηλώσεις Γκουτιέρες που με δοσμένες τις παραπάνω τουρκικές θέσεις ουσιαστικά απευθύνονται πιεστικά προς τη Λευκωσία για νέες υποχωρήσεις. Μετά την έκθεση της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, ο ΓΓ καλεί τους ηγέτες των δύο πλευρών να αναλάβουν επείγουσα δράση για να αντιμετωπίσουν, όπως αναφέρει, τη δυσπιστία μεταξύ τους.

«Καθώς ο χρόνος δουλεύει κατά μιας αμοιβαία αποδεκτής πολιτικής διευθέτησης στην Κύπρο, καλώ τις δύο πλευρές να δημιουργήσουν χώρο για ουσιαστικό διάλογο, για να στείλουν ένα σαφές και ξεκάθαρο μήνυμα ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά».

Όσον αφορά στα Βαρώσια, ο Γκουτιέρες επανέλαβε την ανησυχία του για τυχόν νέες εξελίξεις στην περιφραγμένη περιοχή των Βαρωσίων και την έλλειψη ανταπόκρισης στην έκκληση του ΣΑ για ανατροπή των ενεργειών που έγιναν μετά την ανακοίνωση της μερικής επαναλειτουργίας της περιφραγμένης πόλης τον Οκτώβριο του 2020.

Από την άλλη μεριά η Λευκωσία, μετά την εκλογή Χριστοδουλίδη, στρέφει τις προσδοκίες της στην ενεργοποίηση του «ενδιαφέροντος» και της εμπλοκής στο Κυπριακό στην ΕΕ. Πράγμα που προς το παρόν αρνείται κατηγορηματικά η Άγκυρα.

Είναι ενδεικτικό το ποιοι εξακολουθούν να εκπροσωπούν τον κυπριακό λαό και να διαπραγματεύονται για τα δίκαιά του το ότι στην επέτειο του πραξικοπήματος ένας υπουργός της κυπριακής κυβέρνησης, η ηγεσία του ΔΗΣΥ και εκπρόσωπος της “Χρυσής Αυγής” της Κύπρου τίμησαν τους καταδρομείς που συμμετείχαν στο πραξικόπημα. Δια του Υπουργού Μεταφορών Αλέξη Βαφεάδη, εκπροσωπήθηκε η Κυβέρνηση της Κύπρου στο τρισάγιο που τελέστηκε στους τάφους των καταδρομέων, ανήμερα του πραξικοπήματος, προκαλώντας την αντίδραση των κομμάτων της συμπολίτευσης, του ΔΗΚΟ, της ΕΔΕΚ και της ΔΗΠΑ. Οι καταδρομείς έχασαν τις ζωές τους στη διάρκεια της επιχείρησης ενάντια στον Μακάριο, εκτελώντας εντολές των χουντικών αξιωματικών για την κατάληψη του Προεδρικού Μεγάρου. Στο τρισάγιο παρέστησαν και κατάθεσαν στεφάνι, ο αναπληρωτής πρόεδρος του ΔΗΣΥ, Δίπλαρος εκ μέρους της πρόεδρου του ΔΗΣΥ Αννίτας Δημητρίου, ο βουλευτής του ΕΛΑΜ, Λίνος Παπαγιάννης, ο τέως πρόεδρος του ΔΗΣΥ, Αβέρωφ Νεοφύτου κ.α.

Είμαι εδώ για να ενώσω τον κυπριακό λαό, ώστε να πορευτούμε μαζί για να πετύχουμε τον στόχο της επανένωσης της πατρίδας μας, είπε σήμερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Χριστοδουλίδης, μετά την καταγγελία του ΓΓ του ΑΚΕΛ, Στεφάνου.

★★★

Το Κυπριακό πρόβλημα δεν πρόκειται να μπει σε ρότα πραγματικής επίλυσής του αν δεν αντιμετωπισθεί σαν πρόβλημα στρατιωτικής εισβολής, κατοχής και ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων σε μια ανεξάρτητη χώρα.

Χωρίς μια πολιτική που να επιδιώκει σταθερά στον στόχο της ενιαίας, κυρίαρχης και ανεξάρτητης Κύπρου, μέσα από μια μεγάλη προσπάθεια ανατροπής της πολιτικής των «τετελεσμένων» που θα στηριχθεί στην αντιιμπεριαλιστική κινητοποίηση του κυπριακού λαού και στην παράλληλη αντιιμπεριαλιστική κινητοποίηση του ελληνικού και τούρκικου λαού και γενικότερα στη διεθνή αντιιμπεριαλιστική κινητοποίηση για τον αγώνα του κυπριακού λαού να απαλλαγεί από την τούρκικη στρατιωτική κατοχή, για να αποκρουσθούν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην Κύπρο και να αποτραπούν τα διχοτομικά σχέδια.

Ο κυπριακός λαός θα βγει από την τραγωδία που τον βύθισαν μόνο αν στραφεί ενωμένος ενάντια σε εκείνες τις πολιτικές που τη γέννησαν και τη διατηρούν. Ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και την ΕΕ, χωρίς να εξαρτάται από κανένα ξένο δυνάστη. Για την αποχώρηση των τούρκικων στρατευμάτων κατοχής, τη διάλυση του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους, την άρση του εποικισμού, την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους, την κατάργηση του καθεστώτος των «εγγυητριών δυνάμεων» και την απομάκρυνση των βρετανικών βάσεων και των ελλαδικών και τούρκικων στρατιωτικών δυνάμεων. Ενάντια στην πολιτική της ξένης εξάρτησης ή πολυεξάρτησης των κυβερνήσεων της Κύπρου, για την έξοδο της Κύπρου από την ΕΕ.

Όσο και αν υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες σε έναν τέτοιο αγώνα, όσο και αν ο αγώνας αυτός επιχειρείται από τους απολογητές του ενδοτισμού να εμφανισθεί σαν «ανεδαφικός», είναι ο μόνος που μπορεί να βγάλει την Κύπρο από το τέλμα, όπου την έχουν ρίξει η πολιτική των κομμάτων του συμβιβασμού με τα «τετελεσμένα», της υποταγής και της υποτέλειας στην ιμπεριαλιστική πολιτική.
Ο λαός της Κύπρου θέλει να αντισταθεί και αντιστέκεται, όπως έδειξε το ηχηρό του ΟΧΙ στο διχοτομικό ιμπεριαλιστικό σχέδιο Ανάν, 30 χρόνια μετά την τούρκικη στρατιωτική εισβολή, παρ’ όλο που οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ρίχτηκαν επάνω του και του άσκησαν ασφυκτικές πιέσεις και εκβιασμούς για το «ναι» και οι ηγεσίες των κυρίαρχων κυπριακών κόμματων δήλωσαν υποταγή. Ωστόσο, για να ξετυλίξει και δυναμώσει τον αγώνα του για μια Κύπρο ενιαία, κυρίαρχη και ανεξάρτητη, έχει ανάγκη από μια πραγματικά δημοκρατική – αντιιμπεριαλιστική πολιτική που να τον εκφράσει και να τον οργανώσει και, βέβαια, από μια πραγματικά αριστερή πολιτική, από ένα πραγματικό κομμουνιστικό κόμμα που θα μπορέσει να καθοδηγήσει αυτό τον αγώνα του.