Σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την έναρξη του νέου μακελειού από το Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, με την ολόπλευρη στήριξη από ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, που ακόμα και σήμερα συνεχίζουν τη στήριξή τους, οικονομική, πολιτική, στρατιωτική, τα «τύμπανα πολέμου» ηχούν όλο και πιο δυνατά στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Επιθέσεις, τελεσίγραφα, απειλές και στρατιωτική κινητικότητα από το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ αυξάνουν τους κινδύνους για μια σφοδρή περιφερειακή σύγκρουση με ολέθριες συνέπειες για τους λαούς.
Οι κίνδυνοι ανάφλεξης στην ευρύτερη Μέση Ανατολή αυξάνονται ολοένα και περισσότερο, μετά και την απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να εγκρίνει σχέδια επίθεσης διαρκείας και σε διαφορετικές φάσεις κατά σιιτικών φιλο-ιρανικών πολιτοφυλακών σε Συρία και Ιράκ, ως αντίποινα για τον θάνατο 3 στρατιωτικών στην Ιορδανία, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, στις 28/1 και τον τραυματισμό άλλων 40.
Με βάση αυτή την απόφαση, μπαράζ αεροπορικών επιθέσεων σε Συρία και Ιράκ πραγματοποίησαν οι ΗΠΑ, εναντίον περίπου 85 στόχων που κατά την Ουάσιγκτον χρησιμοποιούνταν από το Ιράν και από «συνδεδεμένες πολιτοφυλακές», προχωρώντας έτσι σε νέο βήμα κλιμάκωσης των επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή και ρίχνοντας νέο «λάδι στη φωτιά» του πολέμου στην ευρύτερη περιοχή.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έσπευσε μάλιστα να ανακοινώσει ότι τα χτυπήματα θα συνεχιστούν, ενώ ταυτόχρονα οι ΗΠΑ και η Βρετανία, με τη βοήθεια συμμάχων τους, προχώρησαν σε νέες επιθέσεις εναντίον της Υεμένης, πλήττοντας δεκάδες στόχους των Χούθι.
Μετά τις επιθέσεις των ΗΠΑ σε Συρία και Ιράκ, ο αμερικανός σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τζέικ Σάλιβαν, προειδοποίησε ότι το επόμενο διάστημα θα ακολουθήσουν κι άλλες επιθέσεις αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για αμερικανικές επιθέσεις και στο Ιράν, ενώ επεσήμανε: «Πρέπει να προετοιμαστούμε για κάθε ενδεχόμενο. Σε ό,τι αφορά την Τεχεράνη, θα έλεγα ότι αν επιλέξει να ανταποδώσει άμεσα εναντίον των ΗΠΑ, θα υπάρξει σθεναρή αντίδραση από εμάς».
Από την πλευρά του ο αμερικανός ΥΠΕΞ, Μπλίνκεν, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που έδωσε μαζί με το γγ του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, προειδοποίησε ότι η κατάσταση στη Μέση Ανατολή είναι το ίδιο επικίνδυνα οξυμένη όσο και το 1973, εκτιμώντας ότι «δεν έχουμε δει κατάσταση τόσο επικίνδυνη όσο αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα στην περιοχή τουλάχιστον από το 1973, μπορεί και από ακόμα πιο πριν. Αυτό είναι το περιβάλλον στο οποίο επιχειρούμε». Οι ΗΠΑ βέβαια παίζουν σημαντικό ρόλο στη μεγάλη όξυνση στη Μέση Ανατολή, με την υποστήριξή τους στο μακελειό στη Γάζα από το Ισραήλ και με τις συνολικότερες κινήσεις τους, για τη διασφάλιση των αμερικανικών συμφερόντων έναντι ανταγωνιστικών ιμπεριαλιστικών κέντρων.
Σε αυτό το φόντο, ο αμερικανός ΥΠΕΞ, Μπλίνκεν, πραγματοποίησε νέα περιοδεία στη Μέση Ανατολή, σε Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Αίγυπτο και Ισραήλ, κάνοντας την αρχή από τη Σαουδική Αραβία. Ο Μπλίνκεν και ο διάδοχος Μπιν Σαλμάν συζήτησαν τις διεργασίες και διαβουλεύσεις για εκεχειρία και απελευθέρωση ομήρων που κρατούνται στη Γάζα, την «επόμενη μέρα» στα παλαιστινιακά εδάφη και την πιθανή συμβολή της Σαουδικής Αραβίας στην «ανοικοδόμηση» της περιοχής που ισοπεδώνει ο ισραηλινός στρατός.
Εν τω μεταξύ, έντονες ήταν οι αντιδράσεις από Ιράν και Ιράκ, αλλά και από Ρωσία και Κίνα, στις αμερικανικές επιδρομές σε Ιράκ και Συρία. Στο Ιράκ, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε πως τα αμερικανικά πλήγματα στη χώρα εναντίον ένοπλων «φιλοϊρανικών ομάδων» προκάλεσαν τουλάχιστον «23 νεκρούς, μεταξύ τους και αμάχους». Με τα πλήγματα αυτά «η ασφάλεια του Ιράκ και της περιοχής βρίσκεται στο χείλος της αβύσσου», υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση του κυβερνητικού εκπροσώπου, στην οποία χαρακτηρίζονται «ψευδείς ισχυρισμοί» τα περί «προηγούμενου συντονισμού» με την Ουάσιγκτον για τα πλήγματα αυτά.
Στο Ιράν, το υπουργείο εξωτερικών, καταδίκασε τις αμερικανικές επιθέσεις σε Συρία και Ιράκ, κάνοντας λόγο για παραβίαση «της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας και των δύο χωρών». Πρόσθεσε ότι οι επιθέσεις αυτές αποτελούν «μια παρακινδυνευμένη ενέργεια και άλλο ένα στρατηγικό λάθος εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών, που θα έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα το να αυξηθούν η ένταση και η αστάθεια στην περιοχή».
Στο μεταξύ η Ρωσία και η Κίνα, επιδιώκοντας σταθερά να αναβαθμίσουν το ρόλο τους στη Μέση Ανατολή, και ως πιθανοί «διαμεσολαβητές», ζήτησαν «αποκλιμάκωση της έντασης», ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω επικίνδυνη όξυνση των συγκρούσεων, τοποθετούμενες ενάντια σε ενδεχόμενα αντίποινα από τις ΗΠΑ για τις επιθέσεις που δέχονται δυνάμεις τους στην περιοχή. «Δεν θεωρούμε καλοδεχούμενη οποιαδήποτε ενέργεια που οδηγεί σε αποσταθεροποίηση στην περιοχή και οξύνει την ένταση, κυρίως με φόντο το αυξημένο ενδεχόμενο σύγκρουσης», δήλωσε από τη Μόσχα ο Πεσκόφ, εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, για να προσθέσει: «Δεν θεωρούμε καλοδεχούμενη επίσης τη συνέχιση τέτοιων ενεργειών, ανεξαρτήτως τού από πού προέρχονται. Το επίπεδο έντασης είναι υψηλό τώρα και πρέπει να κάνουμε βήματα προς αποκλιμάκωση. Αυτό θα αποτρέψει την εξάπλωση της σύγκρουσης».
Το υπουργείο εξωτερικών της Κίνας σχολίασε: «Ελπίζουμε ότι όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές θα επιδείξουν ηρεμία και αυτοσυγκράτηση, προκειμένου να αποφύγουν να βρεθούν παγιδευμένες σε έναν φαύλο κύκλο αντιποίνων και να κλιμακώσουν περαιτέρω τις περιφερειακές εντάσεις».