Σε συζήτηση του είχε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με νέους στο Πλαίσιο του 12ου Πανοράματος Επιχειρηματικότητας και Σταδιοδρομίας, δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι «η Ελλάδα μπορεί να προσφέρει συνολικά καλές δουλειές, καλές απολαβές και ένα εξαιρετικό περιβάλλον στο οποίο να εργάζεται κανείς αλλά και να ζει».
Είναι φανερό ότι ο συλλογισμός που ακολουθεί ο πρωθυπουργός εσκεμμένα δεν περιλαμβάνει καθόλου τρέχοντα οικονομικά στοιχεία.
Σε αυτό το σημείο, έχει ίσως ενδιαφέρον να περάσουμε στον αντίποδα και να σταθούμε στα βασικά συμπεράσματα της ετήσιας έκθεσης 2022 για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση, που δημοσίευσε πρόσφατα το Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε., τα οποία αποτυπώνουν την εν λόγω «ποιότητα ζωής» πολύ γλαφυρά.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία και μετρήσεις, το χρέος της χώρας διογκώθηκε κατά το 2021: συγκεκριμένα, ανήλθε στα 353,4 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 12.256 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2020, με την Ελλάδα να έχει πλέον το τρίτο υψηλότερο καθαρό εξωτερικό χρέος στην ΕΕ. Συγχρόνως, μεταξύ των 19 κρατών-μελών της Ευρωζώνης, η Ελλάδα κατέγραψε το 2021 το τρίτο υψηλότερο ποσοστό πληρωμών για τόκους της Γενικής Κυβέρνησης στα συνολικά έσοδά της από άμεσους φόρους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές. Ως απότοκο αυτού, οι κοινωνικές παροχές μειώθηκαν 6,9% σε σχέση με το 2019 (η μεγαλύτερη πτώση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης), γεγονός κραυγαλέο δεδομένων των ειδικών συνθηκών της πανδημίας και της ακρίβειας.
Η έκθεση παρουσιάζει μια εξίσου μαύρη εικόνα και στα εργασιακά. Η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων ολοένα και μειώνεται λόγω πληθωρισμού και ακρίβειας, για να φτάσει η μείωση στο 18% τον περασμένο Απρίλιο! Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης έχει ήδη απωλέσει το 28% (!)της αγοραστικής του δύναμης. Σχετικά με τις αμοιβές, είναι εμφανής πλέον η εκμετάλλευση των μερικώς απασχολούμενων εργαζομένων (απασχολούνται σε ποσοστό 76% του χρόνου εργασίας των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, αλλά αμείβονται μόλις με το 38% της αμοιβής των τελευταίων), ενώ η θέση των εργαζομένων γυναικών παραμένει δυσχερής – για την ίδια ώρα εργασίας με τους άνδρες, λαμβάνουν το 84% της αμοιβής αυτών.
Τέλος, ζοφερή καταγράφεται και η πραγματικότητα για το σύνολο των εργαζομένων της χώρας, καθώς μόνο ένα μικρό ποσοστό τους καλύπτεται από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2021 υπογράφηκαν μόλις 34 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας, που δυνητικά καλύπτουν περίπου 625.000 άτομα, δηλαδή το 27% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων. Οι υπόλοιποι προφανώς αρκούνται σε επιχειρησιακές συμβάσεις και ατομικές συμφωνίες, που ήταν άλλωστε και η μόνιμη επωδός του νόμου Χατζηδάκη.
Κάπως έτσι καταγράφονται με επίσημα στοιχεία οι επιπτώσεις της πανδημίας και της ακρίβειας στην αγορά εργασίας, η πλήρης οικονομική και κοινωνική αστάθεια, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης και η δραματική συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου της πλειονότητας των Ελλήνων, πράγμα που γνωρίζουν καλά και βιώνουν καθημερινά οι λαϊκές τάξεις.
Τα όσα ισχυρίζεται ο θρασύτατος Κυρ. Μητσοτάκης αποτελούν μια εξοργιστική αντιστροφή της δραματικής κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία έχει οδηγήσει η κυβέρνησή του τους εργαζόμενους και τον ελληνικό λαό.