Γερμανική παραφωνία η επίσκεψη Σολτς και οι συναλλαγές του με το Πεκίνο
Την πρώτη επίσκεψη Ευρωπαίου ηγέτη στο Πεκίνο, μετά την ολοκλήρωση του 20ού συνεδρίου του ΚΚ Κίνας, πραγματοποίησε ο Γερμανός Καγκελάριος, Όλαφ Σολτς. Σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ ΗΠΑ και Πεκίνου και στο φόντο του πολέμου στην Ουκρανία, η επίσκεψη προκάλεσε ενδοκυβερνητικές τριβές στο Βερολίνο.
Η Γερμανίδα ΥΠΕΞ και ηγέτης των αμερικανόφιλων Πρασίνων, Αναλένα Μπέρμποκ, δεν έκρυψε την δυσαρέσκειά της για την επίσκεψη του Σολτς στην Κίνα. Κατά την επίσημη παρουσία της στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν σημείωσε ότι «ο καγκελάριος επέλεξε ο ίδιος τη στιγμή του ταξιδιού του». Τον κάλεσε να υπερασπιστεί στο Πεκίνο «τη νέα στρατηγική της Γερμανίας έναντι της Κίνας, με έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα και στον αθέμιτο ανταγωνισμό στο εμπόριο».
Η Κίνα ήταν το 2021 ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, με αξία εμπορικών συναλλαγών 246 δισ. ευρώ, ενώ ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας και των χημικών προχωρούν σε νέες μεγάλες επενδύσεις στην Κίνα.
Είχε προηγηθεί σφοδρή αντιπαράθεση εντός του γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού, Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων – Φιλελευθέρων, σχετικά με τη συμμετοχή της κινεζικής COSCO σε έναν τερματικό σταθμό του λιμανιού του Αμβούργου. Μετά από εντάσεις και παζάρια η COSCO απέσπασε το 24,9% έναντι του 35% που προβλέπονταν αρχικά.
Στο ζήτημα παρενέβησαν «με δυναμικό τρόπο» και οι ΗΠΑ ξεκαθαρίζοντας στη Γερμανία «ότι η Κίνα δε θα πρέπει να έχει ένα ποσοστό άσκησης ελέγχου», όπως δήλωσε υψηλόβαθμος αξιωματούχος του αμερικανικού ΥΠΕΞ. Δηλαδή ένα ποσοστό κάτω από 25%, όπως και τελικά έγινε. Αντιδρώντας σε αυτή την ωμή παρέμβαση των Αμερικανών το κινεζικό ΥΠΕΞ έκανε λόγο για «διπλωματία εξαναγκασμού» σε «ένα ζήτημα μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών».
Για την επίσκεψη Σολτς είχε εκφράσει τη δυσαρέσκειά του και το Παρίσι, καθώς το Βερολίνο είχε απορρίψει πρόταση της γαλλικής πλευράς για κοινή γαλλογερμανική επίσκεψη στο Πεκίνο. Με την ευκαιρία, παρέμβαση έκανε και ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζ. Μπορέλ, σχολιάζοντας ότι «προς το παρόν, πολλά κράτη – μέλη έχουν μια ισχυρή οικονομική σχέση με την Κίνα και δεν νομίζω ότι μπορούμε να βάλουμε την Κίνα και τη Ρωσία στο ίδιο επίπεδο». Αν και αναγνώρισε ότι η Κίνα «γίνεται πολύ πιο αποφασιστική, βρίσκεται πολύ περισσότερο σε μια αυτοδύναμη πορεία» και γι’ αυτό «θέλουμε να μειώσουμε την εξάρτησή μας, θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τις ευπάθειές μας, να ενισχύσουμε την αντοχή μας».
Αυτό το περιβάλλον ανταγωνισμού και συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών και τις δυσκολίες που προκαλεί η όξυνση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού αποτύπωσαν και οι δηλώσεις των δύο ηγετών μετά τη συνάντησή τους.
Ο Κινέζος Πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, εκτίμησε ότι η επίσκεψη του Γερμανού ηγέτη θα ενισχύσει περαιτέρω την «αμοιβαία κατανόηση» μεταξύ των δύο πλευρών και θα εμβαθύνει τη διμερή συνεργασία η οποία συμπληρώνει τα 50 χρόνια. Επεσήμανε δε ότι οι δύο χώρες πρέπει να αυξήσουν τη συνεργασία τους σε αυτήν την «περίοδο αλλαγών και αναταραχής», για το καλό της «παγκόσμιας ειρήνης». Καθώς η τάση «αποσύνδεσης» των οικονομιών των ΗΠΑ και των συμμάχων τους από το Πεκίνο θα επικρατεί όλο και περισσότερο, αυξάνοντας τις δυσκολίες στις σχέσεις των δύο χωρών, τόνισε ότι όσο οι δύο πλευρές ακολουθούν τις αρχές του αμοιβαίου σεβασμού και αναζητούν κοινό έδαφος, διατηρώντας τις διαφορές τους, οι σχέσεις θα προχωρούν στη σωστή κατεύθυνση.
Ο Γερμανός Καγκελάριος από τη μεριά του υπερασπίστηκε την παρουσία του στο Πεκίνο. Σε συνέντευξή του με τον Κινέζο πρωθυπουργό, Λι Κετσιάνγκ, δήλωσε πως «είναι καλό και σωστό που βρίσκομαι στην Κίνα». Για να ανταποδώσει ο Λι συγχαίροντάς τον «εκ μέρους της κινεζικής κυβέρνησης» για το ταξίδι του στην Κίνα.
Αναγνωρίζοντας το διαφορετικό παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον στο οποίο πραγματοποιείται η επίσκεψή του σε σχέση με αυτές της προκατόχου του, Μέρκελ, είπε ότι οι διμερείς οικονομικές σχέσεις έγιναν πρόσφατα «πιο δύσκολες», γιατί στο Πεκίνο υπάρχει τάση για «αυτονομία και πιο περιορισμένους οικονομικούς δεσμούς» και «αυτά πρέπει να συζητηθούν». Επιπλέον ο Σολτς προειδοποίησε ότι πρέπει να υπάρχουν «ίσοι όροι ανταγωνισμού» για τις γερμανικές εταιρείες στην Κίνα. «Όλα όσα επιτρέπεται να κάνουν οι κινεζικές εταιρείες στη Γερμανία πρέπει να επιτρέπονται και στις γερμανικές εταιρείες στην Κίνα», είπε.
Επίσης τόνισε με νόημα ότι δεν θέλει να αφήσει εκτός συζήτησης «θέματα στα οποία έχουμε διαφορετική οπτική». Όπως το ζήτημα της Ταϊβάν και η κατάσταση στην επαρχία Σιντζιάνγκ που χρησιμοποιείται υποκριτικά απ’ τη Δύση για να εγείρονται κατηγορίες για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απ’ το Πεκίνο. Στη συγκεκριμένη επαρχία παράγεται το 1/5 της παγκόσμιας παραγωγής βαμβακιού. Σε ό,τι αφορά την Ταϊβάν ξεκαθάρισε πως είναι κατά μιας στρατιωτικής επέμβασης και πως οποιαδήποτε αλλαγή στο status quo θα πρέπει να είναι «μόνο ειρηνική και με αμοιβαία συμφωνία». Προσθέτοντας με νόημα πως η «Κίνα έχει ιδιαίτερη ευθύνη εκεί».
Πηγή της γερμανικής κυβέρνησης υπογράμμισε επίσης ότι παρά τις «διαφορές απόψεων», ο Σολτς διαβεβαίωσε για την πρόθεσή του να «αναπτυχθεί περαιτέρω» η διμερής οικονομική συνεργασία, σε ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή και η διατροφική ασφάλεια.
Ενδιαφέρουσες ήταν οι συγκλίνουσες τοποθετήσεις σχετικά με την Ουκρανία. Ο Σολτς ζήτησε από τον Σι να χρησιμοποιήσει η Κίνα την επιρροή της στη Μόσχα, προκειμένου να τερματιστεί ο πόλεμος. Από τη μεριά του ο Σι δήλωσε πως υποστηρίζει τη Γερμανία και την Ευρώπη στη διευκόλυνση των ειρηνευτικών συνομιλιών και στην οικοδόμηση μιας «βιώσιμης αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ευρώπη». Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν στο να κατέβουν οι τόνοι σχετικά με την απειλή χρήσης πυρηνικών.
Αίσθηση προκάλεσε η «έντονη» προτροπή του Κινέζου πρωθυπουργού προς τη Ρωσία και τους Δυτικούς να «κινηθούν και οι δύο πλευρές σε ειρηνευτικές συνομιλίες». «Δεν θέλουμε να κλονιστεί η περιφερειακή σταθερότητα, να αποσταθεροποιηθούν οι διεθνείς αλυσίδες παραγωγής και εφοδιασμού», πρόσθεσε.
Μία μέρα πριν την επίσκεψη Σολτς στο Πεκίνο, ο Γερμανός Πρόεδρος, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, πραγματοποίησε επίσκεψη στο Τόκιο, όπου συνάντησε τον Ιάπωνα πρωθυπουργό Φούμιο Κισίντα. Σύμφωνα με αξιωματούχο της γερμανικής κυβέρνησης αποφασίστηκε «η έναρξη διαπραγματεύσεων με στόχο τη δημιουργία νομικού πλαισίου που θα διευκολύνει κοινές δράσεις των Δυνάμεων Αυτοάμυνας της Ιαπωνίας και του γερμανικού στρατού».
Σι Τζινπίνγκ:
Η Κίνα θα εστιάσει στην προετοιμασία για πόλεμο
Η Κίνα θα ενισχύσει τώρα πλήρως τη στρατιωτική εκπαίδευση και προετοιμασία για οποιονδήποτε πόλεμο, δήλωσε ο Κινέζος πρόεδρος, σύμφωνα με το κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο CCTV.
Τη δήλωση αυτή έκανε κατά την επιθεώρηση του κέντρου διοίκησης της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής. Τόνισε ακόμη ότι η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων οφείλει να ακολουθήσει τη στρατηγική που χάραξε το 20ό συνέδριο του ΚΚ Κίνας και να αναλάβει συγκεκριμένες δράσεις για τον εκσυγχρονισμό της εθνικής άμυνας.
Επισημαίνοντας τις αλλαγές που συντελούνται σε διεθνές επίπεδο, τόνισε ότι η εθνική ασφάλεια της Κίνας βρίσκεται αντιμέτωπη με αυξημένη αστάθεια και αβεβαιότητα .
Στρατηγικά βομβαρδιστικά Β-52 εγκαθιστούν μόνιμα στην Αυστραλία οι ΗΠΑ
Σύμφωνα με το Reuters, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ θα εγκαταστήσει στην Αυστραλία μόνιμα ως έξι στρατηγικά βομβαρδιστικά Β-52 που μπορούν να μεταφέρουν πυρηνικά όπλα. Αυτό θα γίνει σε ειδικές εγκαταστάσεις στην απομακρυσμένη βάση Τίνταλ στις βόρειες περιοχές της Αυστραλίας, 300 χιλιόμετρα μακριά από το Ντάργουιν, προκειμένου τα αεροσκάφη να βρίσκονται σε προκεχωρημένη θέση σε περίπτωση σύρραξης με την Κίνα.
Ακόμη, σύμφωνα με την αυστραλιανή δημόσια ραδιοτηλεόραση ABC, οι ΗΠΑ προχωρούν σε επέκταση της μεγαλύτερης, εκτός της επικράτειάς τους, αμερικανικής κατασκοπευτικής βάσης, Πάιν Γκαπ.
Άμεση ήταν η αντίδραση της Κίνας, με το Πεκίνο να προειδοποιεί για «κούρσα εξοπλισμών» που υπονομεύει την «περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα».
«Ψήνεται» ένταξη της Ιαπωνίας στην AUKUS;
Θέμα χρόνου φαίνεται πως είναι η ένταξη της Ιαπωνίας στην AUKUS η οποία έτσι θα μετονομαστεί σε JAUKUS. Σε πρόσφατο άρθρο του περιοδικού Foreign Affairs για το θέμα, υπογραμμίζεται ότι «εν μέσω αυξανόμενων εντάσεων με την Κίνα», η μεγαλύτερη, μέχρι τώρα, αύξηση των αμυντικών δαπανών του Τόκιο ήταν «υπενθύμιση ότι οι πολιτικές και οι φιλοδοξίες, στην τεχνολογία και την ασφάλεια, της Ιαπωνίας ευθυγραμμίζονται όλο και περισσότερο με αυτές της Αυστραλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών», μέλη του AUKUS.