Η ακρίβεια στα είδη πρώτης ανάγκης καθώς και οι αυξήσεις στην ενέργεια έχουν καταστήσει την καθημερινότητα των λαϊκών οικογενειών έναν «άλυτο γρίφο». Ποια ανάγκη να πρωτο-καλύψει κανείς, ποιον λογαριασμό να πρωτο-πληρώσει. Γιατί όλα σίγουρα δεν μπορεί.
Στα κρεοπωλεία οι τιμές στο χοιρινό κρέας έχουν αυξηθεί πάνω από 30%, τα αρνάκια πωλούνται από 6,50 ευρώ έως 7 ευρώ το κιλό, όταν πέρσι ήταν 5,30 – 5,80 ευρώ. Αυτές οι αυξήσεις σημειώνονται μάλιστα, πριν ακόμη ανακοινωθούν τα επίσημα στοιχεία πληθωρισμού των πρώτων μηνών του έτους. Οι μέχρις ώρας αυξήσεις που καταγράφονται στις τιμές του κρέατος, των γαλακτοκομικών και των οπωροκηπευτικών, οφείλονται στην αλματώδη άνοδο των τιμών στην ενέργεια και κατ’ επέκταση σε ζωοτροφές, λιπάσματα και συνολικά στην αύξηση του κόστους παραγωγής. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τις προβλέψεις των αρτοποιών, η τιμή της φρατζόλας ψωμιού θα ξεπεράσει το 1 ευρώ. Ενώ παράλληλα, το αυξημένο κόστος υλικών όπως το ηλιέλαιο, το ελαιόλαδο, οι μαργαρίνες, τα βούτυρα, η ζάχαρη, το κακάο και πάνω απ’ όλα της ενέργειας (αέριο και ηλεκτρικό ρεύμα), είναι πέρα από δεδομένο ότι θα οδηγήσει σε αύξηση κατά τουλάχιστον 15% στα παντός είδους αρτοπαρασκευάσματα, που έχουν ως βάση το μαλακό αλεύρι. Ταυτόχρονα βέβαια, τι να πει κανείς για τις ραγδαίες αυξήσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπα τα λαϊκά νοικοκυριά στους λογαριασμούς ρεύματος, φυσικού αερίου ή όπως και για τις αλλεπάλληλες αυξήσεις στις τιμές βενζίνης και πετρελαίου τόσο κίνησης, όσο και θέρμανσης.
Μπροστά στο αδιέξοδο διαχείρισης και κυρίως κάλυψης των οικονομικών τους αναγκών και υποχρεώσεων, τα νοικοκυριά έρχονται αντιμέτωπα με την επιβεβλημένη επιλογή μη πληρωμής κάποιων από αυτές. Και είναι επιβεβλημένη καθώς η διογκούμενη και παρατεταμένη ακρίβεια όλων των βασικών αγαθών, που σημειώθηκε από το προηγούμενο διάστημα ως συνέπεια της πανδημίας, επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο μετά και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Έτσι, ξεκίνησε μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από αλυσιδωτές αντιδράσεις και παράπλευρες απώλειες αυτής της δραματικής επιδείνωσης του οικονομικού επιπέδου των λαϊκών νοικοκυριών, μέσα στην οποία βάζουν πλέον προτεραιότητες για το ποιες ανάγκες και υποχρεώσεις θα καλύψουν, αφού είναι αδύνατον να καλυφθούν όλες, μπαίνοντας επί της ουσίας μέσα σε έναν φαύλο κύκλο απλήρωτων οφειλών οι οποίες θα συσσωρεύονται και σφίγγουν τη θηλιά γύρω από τον λαιμό κάθε οφειλέτη.
Όπως προκύπτει από επίσημα στοιχεία, μόνο τον Ιανουάριο 2022 και πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα συνολικά ληξιπρόθεσμα χρέη (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) προς την Εφορία αυξήθηκαν σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2021 κατά 1,56 δισ. ευρώ, ενώ το πλήθος των οφειλετών διογκώθηκε κατά 53.042. Επίσης, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, ο αριθμός οφειλετών Ιανουαρίου 2022 ήταν 4.049.913 φυσικά και νομικά πρόσωπα έναντι 3.996.871 τον Δεκέμβριο του 2021, ενώ ανάλογη εικόνα επικρατεί και στον ΕΦΚΑ, όπου χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες αναβάλλουν την πληρωμή των εισφορών. Ενδεικτικό ακόμη της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά είναι ότι ο απλήρωτος ΦΠΑ Ιανουαρίου 2022 αυξήθηκε κατά 21,7% και οι φόροι στην περιουσία (ΕΝΦΙΑ) κατά 7%.
Με βάση τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, συνολικά οι οφειλές στο Δημόσιο (Εφορία και ΕΦΚΑ) έχουν πλέον εκτοξευθεί στα 87 δισ. ευρώ (το συνολικό ληξιπρόθεσμο χρέος είναι 112 δισ. ευρώ αλλά τα 25 δισ. θεωρούνται ανεπίδεκτα είσπραξης καθώς εταιρείες έχουν χρεοκοπήσει).
Δεν χωράει αμφιβολία ότι τόσο οι απλήρωτοι φόροι, όσο και οι οφειλές του ΕΝΦΙΑ θα οδηγήσουν μελλοντικά σε κατασχέσεις λογαριασμών και πλειστηριασμούς περιουσιακών στοιχείων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία και τη ζωή όσων θα τις υποστούν.