Ενώ οδεύουμε χρονικά προς την κατάθεση του κυβερνητικού νομοσχεδίου με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Για την Προστασία της Εργασίας», η δημοσιοποίησή του αποκαλύπτει τον απώτερο στόχο της κυβέρνησης για την απόλυτη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και την κατάργηση της πενθήμερης-οκτάωρης εργασίας.
Σχετικά με τον χρόνο εργασίας των εργαζομένων, ημερήσιο και εβδομαδιαίο, ενώ στο άρθρο 54 οι συντάκτες του νομοσχεδίου γράφουν ότι «καθιερώνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους κλάδους εργασίας και σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας η 8ωρη ημερήσια, η 40ωρη εβδομαδιαία και η 5θήμερη εργασία», έρχονται στα αμέσως επόμενα άρθρα να τα ανατρέψουν όλα αυτά, δείχνοντας ότι η κυβερνητική εξαπάτηση φτάνει μέχρι και μέσα στα νομοθετικά κείμενα.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 56 για τους μερικώς απασχολούμενους το νομοσχέδιο επαναλαμβάνει την εξής παράδοξη πρόταση, ψηφισμένη ήδη από τον πατέρα Μητσοτάκη με τον νόμο 1892/1990: «Αν παραστεί ανάγκη για πρόσθετη εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη». Για να απορρίψει κανείς, δηλαδή, την πρόσθετη εργασία, πρέπει να αποδείξει ότι …δεν είναι κακόπιστος! Εδώ, μέσα από διφορούμενες διατυπώσεις περί «ανάγκης για πρόσθετη εργασία» και «καλής πίστης», προβάλλει ξεκάθαρα η περίπτωση της καταναγκαστικής πρόσθετης εργασίας.
Λίγο πιο κάτω, μια νέα προσθήκη στον νόμο του 1990 οδηγεί τους εργαζόμενους σε ωράρια-λάστιχο: «Η πρόσθετη εργασία μπορεί να παρασχεθεί, εφόσον συμφωνεί ο εργαζόμενος, και κατά ωράριο που δεν είναι συνεχόμενο σε σχέση με το συμφωνημένο ωράριο της ίδιας ημέρας». Δηλαδή καθιερώνει το σπαστό ωράριο στις υπερωρίες, ενώ παράλληλα ενσωματώνει τη διάταξη του Ν.4635/2019 σύμφωνα με την οποία η αμοιβή για κάθε επιπλέον ώρα προσαυξάνεται κατά 12%, αισθητά χαμηλότερα από το ποσοστό προσαύξησης στις υπερωρίες της πλήρους απασχόλησης (20% στην 9η ώρα και 40% σε κάθε επόμενη ώρα).
Στη συνέχεια, το άρθρο 57 αποδομεί βήμα βήμα το εργασιακό ωράριο όπως ίσχυε μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι στην 8ωρη απασχόληση, η 9η ώρα λογίζεται ως υπερεργασία και αμείβεται με ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20%, ενώ κάθε επιπλέον ώρα πέραν αυτής θεωρείται υπερωρία. Και συνεχίζει: «Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακώς δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας, και έως 3 (τρεις) ώρες ημερησίως, και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν πενήντα (150) ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%)». Με άλλα λόγια, διαφαίνεται το ενδεχόμενο οι εργαζόμενοι να εξαναγκάζονται σε 11ωρη ή 12ωρη εργασία ημερησίως (8 ώρες πλήρους απασχόλησης, 9η ώρα υπερεργασίας και έως 3 ώρες υπερωρίας). Αξίζει να υπενθυμίσουμε εδώ ότι το όριο των υπερωριών στη βιομηχανία μέχρι το 2019 ήταν 60 ετησίως, για να γίνουν αμέσως μετά, με την πίεση του ΣΕΒ και την πρόθυμη ανταπόκριση της κυβερνησης Μητσοτάκη, 90 και να φτάσουν με τον παρόν νομοσχέδιο τις 150 ώρες, δηλαδή στον υπερδιπλασιασμό του ορίου υπερωριών μέσα σε 2 χρόνια, γεγονός που ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό τους μεγαλοεπιχειρηματίες και εξουθενώνει σε εξίσου μεγάλο βαθμό τους εργαζόμενους.
Ωστόσο, στις παρακάτω γραμμές, η διάταξη αποδεικνύει ότι τελικά δεν ισχύει ούτε αυτό το όριο των 150 ωρών υπερωρίας, με αποτέλεσμα η 40ωρη εβδομαδιαία εργασία να μπορεί να φτάσει εύκολα τις 60 ή παραπάνω ώρες: «Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δύναται να χορηγείται κατά περίπτωση άδεια υπερωριακής απασχόλησης των μισθωτών όλων των επιχειρήσεων και εργασιών εν γένει, επιπλέον των επιτρεπόμενων ανωτάτων ορίων υπερωριακής απασχόλησης ετησίως της παρ. 3, σε περιπτώσεις επείγουσας φύσης εργασίας, η εκτέλεση της οποίας κρίνεται απολύτως επιβεβλημένη και δεν επιδέχεται αναβολή». Μια διατύπωση που επιδέχεται πολλών ερμηνειών και εφαρμογών και αφήνει για μία ακόμα φορά τους εργαζόμενους έκθετους στις ανάγκες και τις αυθαιρεσίες του εργοδότη. Η μόνη «δικλείδα ασφαλείας» -αν μπορεί κανείς να την πει έτσι- στη συγκεκριμένη διάταξη είναι η οδηγία της ΕΕ, που αναφέρει ότι στο 24ωρο οι 11 ώρες πρέπει να είναι της ανάπαυσης, υπονοώντας ότι οι υπόλοιπες μπορούν να δοθούν στη δουλειά (!).
Το άρθρο 58 επαναλαμβάνει τη διάταξη του πατέρα Μητσοτάκη (ν. 1892/1990), που μιλά για 9ωρη ή 10ωρη ημερήσια απασχόληση, προσθέτοντας μια ουσιώδη διαφορά: κάθε διευθέτηση του χρόνου εργασίας θα γίνεται με ατομική συμφωνία «κατόπιν αιτήματος του εργαζομένου» και όχι με συλλογική σύμβαση. Στην αμέσως επόμενη πρόταση συναντάμε μια «αντίφαση»: «Σε κάθε περίπτωση, απαγορεύεται η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για τον λόγο ότι ο εργαζόμενος αρνήθηκε πρόταση του εργοδότη για συμφωνία διευθέτησης». Μια «αντίφαση» που προδίδει ακριβώς ότι η διευθέτηση του χρόνου εργασίας δεν θα είναι προϊόν «αιτήματος του εργαζόμενου» αλλά απαίτηση του εργοδότη. Είναι προφανές ότι το νομοσχέδιο προωθεί ως μόνη δυνατότητα τις ατομικές συμφωνίες, που θα γίνονται κάτω από τις πιέσεις των εργοδοτών και απέναντι σε εργαζόμενους που θα διαπραγματεύονται μόνοι και απομονωμένοι.
Σε ό,τι αφορά στην Κυριακάτικη αργία και τις λοιπές αργίες, στο άρθρο 62 αναφέρονται οι κατηγορίες επαγγελμάτων που εξαιρούνται από την υποχρεωτική ανάπαυση αυτές τις μέρες, προσθέτοντας στους ήδη γνωστούς κλάδους όλους όσοι σήκωσαν το βάρος της οικονομικής δραστηριότητας κατά την περίοδο της πανδημίας και της απαγόρευσης κυκλοφορίας: την ηλεκτρονική πώληση και τη διανομή εμπορευμάτων, την εφοδιαστική αλυσίδα (logistics), τις υπηρεσίες επιχειρήσεων όπως πληροφορικής, λογιστικής, προμηθειών κ.ά., τα κέντρα δεδομένων και ψηφιοποίησης, τα τηλεφωνικά κέντρα εξυπηρέτησης πελατών, τις μεταλλευτικές δραστηριότητες, τις υπηρεσίες φύλαξης, καθαριότητας, μηχανογράφησης, γραμματείας. Συνεπώς, το 6ήμερο, η Κυριακάτικη και οι λοιπές αργίες πλέον καταργούνται για δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους.
Με περιτύλιγμα διατάξεις για την «εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στο χώρο εργασίας», για την «ισότητα των φύλων» και για τις γονικές άδειες και άλλες παρόμοιες δημαγωγικού τύπου ρυθμίσεις, το κυβερνητικό νομοσχέδιο καταφέρει μία άνευ προηγουμένου επίθεση στο δικαίωμα στην 8ωρη – 5ήμερη εργασία. Με ένα νομοσχέδιο νομιμοποιούνται όλες οι υπερβάσεις και παραβάσεις που σημειώνονται τα τελευταία χρόνια και δη τον τελευταίο καιρό κατά του εργασιακού ωραρίου. Πλέον όλα προσαρμόζονται στις βουλές της εργοδοσίας με στόχο την αύξηση των κερδών τους αλλά και τη δημιουργία εργαζομένων χωρίς ωράριο, χωρίς δικαιώματα, χωρίς αξιοπρέπεια. Οι εργαζόμενοι οδηγούνται στην «νόμιμη» 12ωρη εργασία, χωρίς αργίες, χωρίς συλλογικές διαπραγματεύσεις. Οι εργαζόμενοι ζουν στον 21ο αιώνα και οδηγούνται σε συνθήκες εργασίας του 19ου αιώνα!