Στο Σαρµ Ελ Σέιχ, σε ένα μικρό παράδεισο στην Ερυθρά θάλασσα, σε ένα από τα πιο δημοφιλή παραθεριστικά θέρετρα της Αιγύπτου και στην ταχύτερα αναπτυσσόμενη περιοχή της χώρας, διεξάγεται από τις 6 έως τις 18 Νοεμβρίου η 27η Διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα (COP27). Πάνω από 100 ηγέτες χωρών συμμετέχουν στη Διάσκεψη, με απόντες τους Προέδρους των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, κύριους ρυπαντές του πλανήτη.
Η Διάσκεψη λαμβάνει χώρα σε μία συγκυρία κατά την οποία αυξάνονται οι κρίσεις τις οποίες αντιμετωπίζει ο καπιταλιστικός κόσμος, η ρώσικη εισβολή και ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, οι εντεινόμενες διαφορές μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, ο ραγδαία αυξανόμενος πληθωρισμός και η απειλή ύφεσης, η οικονομική και ενεργειακή κρίση που οδηγούν τον πλανήτη να στραφεί και πάλι στα ορυκτά καύσιμα, η επισιτιστική κρίση. Όλες αυτές οι προκλήσεις κινδυνεύουν να φέρουν σε δεύτερη μοίρα την κλιματική αλλαγή, οι καταστροφικές επιπτώσεις της οποίας έγιναν έντονα αισθητές και το 2022, με καταστροφικές πλημμύρες, καύσωνες, και ξηρασία.
Ανοίγοντας τις εργασίες της Διάσκεψης, ο Γ. Γ. του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, έδωσε συνοπτικά την «εικόνα», προειδοποιώντας ότι η ανθρωπότητα «βαδίζει ολοταχώς προς μια κλιματική κόλαση»!!! Βέβαια το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν εκκλήσεις και κυρίως στις «δύο μεγάλες οικονομίες -ΗΠΑ και Κίνα- που έχουν ιδιαίτερη ευθύνη, να συμμετάσχουν στις προσπάθειες για να κάνουν αυτή τη συμφωνία πραγματικότητα», αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα και τους βασικούς ενόχους της καταστροφής του περιβάλλοντος και όχι μόνο.
Η απουσία των Προέδρων των δυο αυτών χωρών, επισφραγίζει το νέο φιάσκο που θα οδηγηθεί και η Διάσκεψη αυτή, όπως έγινε με τις προηγούμενες στο Ρίο Ντε Τζανέιρο (1992), Κοπεγχάγη (2009), Κιότο (2012), Παρίσι (2015), Γλασκόβη (2021) αλλά και ενδιάμεσα. Οι ανταγωνισμοί και τα συμφέροντα αυτών, αλλά και άλλων πλούσιων χωρών, προσδιορίζουν και τα αίτια που 30 χρόνια από τη Διάσκεψη του Ρίο, είχαμε πολλές «ευχές» και «δεσμεύσεις» χωρίς αντίκρυσμα, με λίγα -ελάχιστα ουσιαστικά- αποτελέσματα. Στη διάρκεια και της COP27 δεν αναμένεται να ληφθεί συγκεκριμένη απόφαση, με τις συζητήσεις να συνεχίζονται με ορίζοντα το 2024.
Ο φιλόδοξος στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα να μειωθούν κατά 45% ως το 2030 οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, προκειμένου να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου, σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή, φαίνεται ότι παραπέμπεται για πολύ … παραπέρα.
Ένδειξη αυτής της διολίσθησης είναι το γεγονός ότι μετά την Γλασκόβη, μόλις 29 χώρες (χωρίς ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ινδία), κατέθεσαν σχέδια για την περαιτέρω μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, αν και όλες είχαν υιοθετήσει μια «συμφωνία» που τις καλούσε να το πράξουν. Υπάκουος «πρωταγωνιστής» στην προσπάθεια αυτή η Ελλάδα, που κάλυψε ήδη τον στόχο της ΕΕ για «πράσινη ενέργεια», (κυρίως με την εισαγωγή ανεμογεννητριών από την Γερμανία) και μείωση της παραγωγής ενέργειας από τον άφθονο, φθηνό ελληνικό λιγνίτη, που αναγκάζεται τώρα, με την ουκρανική κρίση, να ξαναχρησιμοποιήσει.
Στη Γλασκόβη ήταν και η πρώτη φορά που απευθύνθηκε έκκληση στα έθνη να ξεκινήσουν τη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα. Η διατύπωση, ωστόσο, αποδυναμώθηκε την τελευταία στιγμή υπό την πίεση της Κίνας και της Ινδίας.
Στη Γλασκόβη ήταν που οι πλούσιες χώρες μπλόκαραν μια πρόταση για έναν Οργανισμό που θα χρηματοδοτεί τις απώλειες και τις ζημιές.
Πίσω βέβαια από τις κουρτίνες και αυτής της Διάσκεψης, στο επίκεντρο θα βρεθούν και θα ενταθούν οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί για τις πηγές, τους δρόμους της ενέργειας και την «πράσινη μετάβαση».
Ο «οικολόγος» Εμ. Μακρόν, Πρόεδρος της Γαλλίας, μιας χώρας που το 48% της ενέργειας παράγεται από πυρηνικούς αντιδραστήρες, ζήτησε την «άσκηση πίεσης στις πλούσιες μη ευρωπαϊκές χώρες» και κυρίως στις ΗΠΑ να καταβάλουν το «μερίδιό τους» για να βοηθηθούν οι φτωχές χώρες να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή. Αναφερόμενος στη μείωση των εκπομπών ρύπων και την «οικονομική αλληλεγγύη» είπε ότι «θα πρέπει να κάνουμε τις ΗΠΑ και την Κίνα να τηρήσουν όντως το ραντεβού».
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, εκφράζοντας κυρίως τα συμφέροντα του γερμανικού κεφαλαίου, ζήτησε την επιτάχυνση της «πράσινης μετάβασης» (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά), παρουσιάζοντάς την ως συμβολή στην ανάσχεση των τιμών της ενέργειας.
Άλλο ένα φλέγον θέμα που μετά από πολλές πιέσεις των φτωχών χωρών «κατάφερε» να μπει στην ημερήσια διάταξη της Διάσκεψης ήταν το γνωστό ζήτημα των «κλιματικών αποζημιώσεων», της παροχής δηλαδή βοήθειας από τις πλούσιες στις φτωχές χώρες, που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αν και συμβάλλουν πολύ λίγο σε αυτή. Ενδεικτικό παράδειγμα το Πακιστάν που, αν και ευθύνεται για το 0,8% των παγκόσμιων εκπομπών άνθρακα, αντιμετωπίζει ζημιές που αντιστοιχούν σε πάνω από 10% του ΑΕΠ.
Για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα αυτό, σύμφωνα με έκθεση που παρουσιάστηκε στην COP27, οι «αναπτυσσόμενες» χώρες θα χρειαστούν 2,4 τρισ. δολάρια έως το 2030 για να χρηματοδοτήσουν την «κλιματική δράση», εκ των οποίων τα μισά θα προέρχονται από εξωτερική χρηματοδότηση και τα υπόλοιπα από δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους, ανοίγοντας έτσι -αν τελικά δοθούν- τεράστια πεδία νέας κερδοφορίας, με ισχυρή κρατική ενίσχυση για τα κάθε λογής μονοπώλια.
Στο «πάρτι» αυτό θα πρωταγωνιστήσει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός που, εκτός από τα μεγάλα κοιτάσματα που διαθέτει σε πετρέλαιο και LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο), έχει καταφέρει να ελέγχει ένα τεράστιο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής υδρογονανθράκων, με μοναδικούς αντιπάλους στον χώρο τη Ρωσία και το Ιράν, με μια ΕΕ στριμωγμένη από την ενεργειακή ασφυξία που προκαλεί η ουκρανική κρίση, να αναζητεί διέξοδο στο πανάκριβο αμερικάνικο LNG και στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και με Κίνα-Ινδία να αυξάνουν τις ενεργειακές εισαγωγές τους από Ρωσία-Ιράν.
Για αυτό και σε όλες τις σχετικές διεθνείς «συμφωνίες», Γερμανία και Γαλλία βρίσκονται απέναντι στις χώρες της περίφημης «λέσχης του άνθρακα», με κύρια δύναμη τις ΗΠΑ, τις χώρες του ΟΠΕΚ αλλά και τη Ρωσία.
Φαίνεται τελικά ότι οι Συμφωνίες για την κλιματική αλλαγή είναι ιμπεριαλιστικά παζάρια που αποτυπώνουν διεθνείς και εσωτερικούς συσχετισμούς ισχύος και που αξιοποιούν την ευαισθησία και την αγωνία όλης της ανθρωπότητας για να βελτιώσουν τη θέση τους στην αγορά και να πετάξουν έξω τους ανταγωνιστές τους.
Είναι άλλωστε ποτέ δυνατόν αυτοί που ασελγούν και εγκληματούν σε βάρος της φύσης να συμφωνήσουν για να περιοριστεί η κυριαρχία και η κερδοφορία τους; Είναι δυνατόν αυτοί που προκαλούν πολέμους και σφαγές, αυτοί που έχουν στήσει τεράστια πυρηνικά οπλοστάσια να ενδιαφερθούν για την άνοδο της θερμοκρασίας της γης κατά ένα ή δύο βαθμούς;
Άλλωστε τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής τις γεύονται φτωχές και υπανάπτυκτες χώρες, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, που κατοικούν σε υποβαθμισμένες περιοχές, ευπρόσβλητοι σε φυσικές καταστροφές, υποσιτιζόμενοι ή τρεφόμενοι με φθηνές τροφές, χωρίς στοιχειώδη αγαθά και δικαιώματα, ενώ οι κεφαλαιοκράτες ζουν στις καλύτερες περιοχές, διάγοντας βίο τρυφηλό.
«Ας το πούμε ξεκάθαρα: Η ρίζα του προβλήματος είναι ο καπιταλισμός… Το πρόβλημα βρίσκεται στο μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης, στην ιδιοκτησία των φυσικών πηγών και την άνιση κατανομή του πλούτου… Τα πάντα δύνανται να εμπορευματοποιηθούν αν πρόκειται να αποφέρουν μεγαλύτερα κέρδη… Ο πλανήτης ελέγχεται από μια παγκόσμια ολιγαρχία, μια χούφτα δισεκατομμυριούχους… Είναι άδικο, ανήθικο και απαράδεκτο το ότι 26 άνθρωποι έχουν στα χέρια τους τόσο πλούτο όσο 3,8 δισεκατομμύρια…» (Από την τοποθέτηση του Έβο Μοράλες, Προέδρου της Βολιβίας, στην 74η Σύνοδο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή).
Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία η αγωνία και η ευαισθησία για το περιβάλλον και το κλίμα να μην αφεθεί να αξιοποιηθούν από τα πανίσχυρα, «πράσινα» ή μη, πλανητικά μονοπώλια και τα ιμπεριαλιστικά επιτελεία, να μην υπάρξουν αυταπάτες για τις Διασκέψεις και Συμφωνίες, που αποτυπώνουν κυρίως τους συσχετισμούς και τον άγριο ανταγωνισμό τους, αλλά το «οικολογικό» κίνημα να αποκτήσει πολιτικά χαρακτηριστικά και να συνδεθεί με το εργατικό-λαϊκό κίνημα, ενάντια στην ιμπεριαλιστική-καπιταλιστική βαρβαρότητα που γεννά και τα φαινόμενα αυτά.