Η Αμίνα, ανύπαντρη μητέρα στη Ντζαμένα (πρωτεύουσα του Τσαντ), μεγαλώνει με πολλές δυσκολίες και στερήσεις τη 15χρονη μοναχοκόρη της Μαρία, μαθήτρια στο γυμνάσιο της περιοχής. Βασική πηγή βιοπορισμού, το εμπόριο των καλαθιών που η Αμίνα κατασκευάζει από σύρματα τα οποία βγάζει από παλιές σαμπρέλες, πρώτη ύλη που στοιχίζει πολύ παραπάνω απ’ όσο της επιτρέπει η τσέπη της. Αντιστέκεται σθεναρά παρ’ όλα αυτά στις επίμονες προτάσεις γάμου του γείτονά της και αδελφού μουσουλμάνου Μπραχίμ, τον οποίο δεν αγαπά.
Τα πράγματα δυσκολεύουν αφόρητα, όταν αποκαλύπτεται ότι η Μαρία είναι έγκυος, κι ακόμα περισσότερο, όταν η νεαρή κοπέλα εκφράζει απερίφραστα τη θέλησή της να τερματίσει μια καθ’ όλα ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, πράξη που διώκεται απ’ τον νόμο και τιμωρείται αυστηρά στο Τσαντ.
Η Αμίνα απελπίζεται σε πρώτη φάση μπροστά στο αδιέξοδο: οι ανύπαντρες μητέρες θεωρούνται μιαρές – και κοινωνικά απόβλητες στις αφρικάνικες κοινωνίες, ενώ οι ποινικά κολάσιμες αμβλώσεις που οφείλουν σε κάθε περίπτωση να γίνονται σε συνθήκες άκρας μυστικότητας, στοιχίζουν μια περιουσία, που ούτε έχει, ούτε φαίνεται πιθανό να βρει.
Για τον αφρικάνικο κινηματογράφο, μόνο οι μυημένοι σινεφίλ γνωρίζουν κάποια (λίγα) πράγματα. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, όλο και περισσότερες αφρικάνικες ταινίες βρίσκουν τον δρόμο για τα μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, ακολουθώντας τα βήματα του Σενεγαλέζου Μουσά Τουρέ [“Η Πιρόγα” (2012)], ή του πολυβραβευμένου στις Κάννες και τη Βενετία Τυνήσιου Αμπντελατίφ Κεσίς [“Κουσκούς με φρέσκο ψάρι” (2007), “Η ζωή της Αντέλ” (2013)].
Τα βραβεία δεν έχουν λείψει ούτε από τον άγνωστο ουσιαστικά στη χώρα μας, Μαχάματ Σαλέχ Χαρούν από το Τσαντ, που συμπληρώνει αισίως τρεις δεκαετίες πίσω από την κάμερα. Το 2006 η ταινία του “Darrat” (“Dry season”), απέσπασε το ειδικό βραβείο της Επιτροπής στη Βενετία, ενώ το 2010, έφυγε με το αντίστοιχο βραβείο του φεστιβάλ των Καννών για το “Ο άντρας που ούρλιαζε”.
Στο “Δεσμοί γυναικών”, ο Χαρούν καταπιάνεται με δύο θέματα ταμπού για τους αφρικάνικους πληθυσμούς: τη μητρότητα εκτός γάμου και την άμβλωση. Και τα βγάζει πέρα παλικαρίσια. Η γλώσσα του είναι όσο χρειάζεται λιτή, πυκνή και αφαιρετική, ο ρεαλισμός του βαθύτατα ανθρωποκεντρικός, τα πλάνα του καίρια κι αισθητικά αψεγάδιαστα, τα νοήματα καθαρά και αβίαστα, το κοινωνικό σχόλιο για την καταπίεση της πατριαρχικής εξουσίας και της θρησκοληψίας οξύ, αλλά ούτε στάλα διδακτικό. Σε πρωταγωνιστικό δε ρόλο, εκτός από τις εξαιρετικές Achouackh Abakar Souleymane και Rihane Khalil Alio, τα εξαίσια χρώματα της Αφρικής: ζωηρά πορτοκαλί και θαλασσιά, κόκκινα των αφρικάνικων μπαχαρικών, ώχρες σπάνιων αποχρώσεων που αιχμαλωτίζουν, χωρίς να μουδιάζουν το βλέμμα.
Σε συνεντεύξεις του με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας, ο Χαρούν είχε πολλά και σημαντικά να πει: «Γνωρίζω καλά ότι πρόκειται για κάτι απαγορευμένο, κι είχα ακούσει πολλές ιστορίες νέων κοριτσιών που είχαν μείνει έγκυες, κι έπρεπε να καταφύγουν στην άμβλωση. Είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο στην αντιμετώπισή του, γιατί η οικογένεια δεν συγκατανεύει στην άμβλωση, ούτε όμως θέλει να κρατήσει η έγκυος κοπέλα το παιδί. […] Χάνεις την τιμή σου. Έκανα λοιπόν μια έρευνα με γυναίκες που έχουν βρεθεί σ’ αυτήν την κατάσταση, κι έγραψα κατόπιν την ιστορία. Ορίστε, έχουμε αυτό το πράγμα που ονομάζουμε ‘πατριαρχία’, που είναι απλά η κυρίαρχη εξουσία των ανδρών οι οποίοι έχουν τα μέσα και κατασκευάζουν αυτούς τους νόμους. […] Η δίψα για εξουσία κινεί τα νήματα της πολιτικής. Ένα σύνολο κανόνων που κατατίθενται από τις Αρχές σαν απόλυτες αλήθειες. […] Αυτό οδηγεί τους θρησκευτικούς ηγέτες. Αλλά οι γυναίκες κουβαλούν και περνάνε στη συλλογική μνήμη κάτι πολύ αγριότερο από τις διαφωνίες που κυριαρχούν σε σχέση μ’ αυτές της απαγορεύσεις. Αντιλαμβάνονται στο ακέραιο την κατάστασή τους, τις δοκιμασίες που καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν, και καταφέρνουν πάντα να τα βγάζουν πέρα. […] Το σινεμά δεν μπορεί να είναι πολυτέλεια, ή μόνο ψυχαγωγία. Όχι για τους Αφρικανούς, που αντιμετωπίζουν τόσα προβλήματα, κατάλοιπα κατά κανόνα της αποικιοκρατίας. […] Οι Αφρικανοί κινηματογραφιστές έχουν καθήκον ν’ αφυπνίσουν τον κόσμο, να τον σπρώξουν να προβληματιστεί για το μέλλον της ηπείρου. Το να μπορέσει μια ταινία ν’ αλλάξει τη ροή της ιστορίας σε μια χώρα σαν το Τσαντ, μου φαίνεται θαυμαστό. […] Ο όρος “lingui”,είναι δικός μας, του Τσαντ, και σημαίνει ‘σύνδεση’. Σ’ ένα γενικότερο επίπεδο, υπονοείται η αλληλεγγύη, η αμοιβαιότητα, το να βοηθάει ο ένας τον άλλον ώστε να τα βγάζει πέρα. […] Υπάρχω επειδή υπάρχουν και άλλοι κοντά σε μένα. Αυτό είναι το “lingui”, το κοινό νήμα, ο ιερός δεσμός που συνέχει τον κοινωνικό μας ιστό. […]».
Αποτελεσματικό, και μαζί αξιοσημείωτα κομψό σινεμά κοινωνικής καταγγελίας, από έναν ευαίσθητο και θαρραλέο δημιουργό.
Βραβείο Interfedi στο φεστιβάλ του Τορόντο.