Δεν είναι λίγοι -αντίθετα μάλιστα- που συχνά αναρωτιούνται για την σαρωτική επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού στις χώρες της Δύσης και για την τακτική αλλά σημαντική υποχώρηση του κομμουνιστικού ρεύματος. Είναι αυτός ο λόγος που διανοητές του Πενταγώνου (πχ Φουκουγιάμα) μίλησαν για το τέλος της ιστορίας και άλλοι μας προτρέπουν να κάνουμε άλλες δουλειές απ’ το να θέλουμε να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό. Ναι, αυτό το σύστημα που σπέρνει θάνατο και φτώχεια, ενώ το οργανικό του παιδί, ο ιμπεριαλισμός, ισοπεδώνει χώρες και μακελεύει λαούς. Σ’ αυτή την αναζήτηση μιλάμε με πολιτικούς όρους και πολλές φορές χρησιμοποιούμε τα όπλα του αντιπάλου. Για σκεφτείτε: ένας ταξικός εργάτης, αφού ψήφισε σωστά στο σωματείο του, πάει σπίτι, βλέπει το τηλεοπτικό σκουπιδομάνι, τραγουδάει ό,τι του σερβίρουν, στέλνει τα παιδιά του στο σχολείο ή στον στρατό, όπου τους μαθαίνουν να μισούν την τάξη της οικογένειάς τους, να ντύνονται και να μιλούν όπως επιτάσσει η μόδα, να ανέχονται τις θηριωδίες του Ισραήλ και να χαίρονται που η χώρα μας αγοράζει οπλικά συστήματα. Να κάνουν bullying στο συμμαθητή τους και να βρίζουν τους μετανάστες. Ύστερα ανεβαίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ακροδεξιά.
Ας φωτίσουμε μία ιδεολογική πλευρά των πραγμάτων.
Μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο και αφού ο αντιφασισμός και η αίγλη της Σοβιετικής Ένωσης είχαν σκαρφαλώσει στα ουράνια, συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1947, στο ξενοδοχείο Μοντ-Πελερέν, δίπλα στο Παρίσι, συγκλήθηκε μία σύσκεψη δεξιών φιλελεύθερων διανοούμενων με πιο γνωστά τα ονόματα των Μίλτον Φρήμαν και Φρίντριχ Χάγιεκ. Ο στόχος της ήταν να δημιουργήσουν ομίλους φιλελεύθερης σκέψης και ν’ ανακόψουν τις σοσιαλιστικές ιδέες αλλά και το ρεύμα του αστικού κεϋνσιανισμού που ήθελε το κράτος οικονομικό παράγοντα και διαιτητή των αντιθέσεων των καπιταλιστών. Δεν έδωσε κανείς μεγάλη σημασία σ’ αυτό το think tank. Αλλά οι ιδέες του έμελλε να επηρεάσουν τα μετέπειτα γεγονότα. Οι βασικές του ιδέες, όπως ιδιωτικοποιήσεις, καθήλωση μισθών, συντριβή συνδικάτων, αυταρχισμός, βρήκαν πρόσφορο έδαφος στ’ αρπακτικά της δύσης με ορατή αιχμή τον ρηγκανοθατσερισμο στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Οι φιλελεύθεροι αστοί δεν ήθελαν απλώς να δυσφημίσουν το σοσιαλισμό (αυτό το έκανε και ο Μπρεσνιεφισμός από μόνος του με τον Γκορμπατσόφ στο τέλος του δρόμου) αλλά να πάρουν μία συνολική ρεβάνς από την αριστερά που βγήκε ενισχυμένη από τον πόλεμο. Έτσι οι αστοί άρχισαν να χτίζουν ένα ολόκληρο οπλοστάσιο έχοντας στο πλευρό τους το κράτος, τα πανίσχυρα ΜΜΕ και τους διανοούμενους που πρόθυμα έδωσαν «γη και ύδωρ». Οι νικημένοι και ξεφτιλισμένοι από τον πόλεμο σύντομα ζήτησαν εκδίκηση από τους εργάτες, τους λαούς και την αριστερά, έχοντας ένα τρομακτικό στρατό σ’ ανθρώπους και πολύ χρήμα.
Έτσι λοιπόν, η κυριαρχία της άρχουσας τάξης συμπληρώνεται και επαυξάνεται με την καταθλιπτική τυραννία των ιδεολογικών μηχανισμών και της επιβολής της αξίας πως εθνικό είναι αυτό που συμφέρει τους κρατούντες. Επομένως η αντίκρουση των όρων που θέτει η αστική κυριαρχία πρέπει να γίνει σε όλους τους τομείς. Δεν αρκεί η αναμέτρηση στο πολιτικό εποικοδόμημα. Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στα ιδεολογικά ζητήματα, στην τέχνη, στον πολιτισμό ευρύτερα, στην κριτική αναχρονιστικών θεσμών, στα ήθη, τα έθιμα (χωρίς φλυαρίες και κούφια πρωτοποριακότητα, χωρίς επιδείξεις γνώσεων και εγωισμού), αλλά πειστικά, σταθερά, επίμονα. Ο νεοφιλελευθερισμός πρέπει να ηττηθεί συνολικά γιατί εκφράζει το χθες, το παρωχημένο, το αναχρονιστικό.