Ο νόμος Χατζηδάκη εκτός από τις αντεργατικές πλευρές του έφερε στην επιφάνεια και το πρόβλημα των συνδικάτων. Μπορεί οι ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ να τα δίπλωσαν νωρίς, αλλά οι εργαζόμενοι δεν έχουν πει τον τελευταίο λόγο. Όπως λέμε «μπορεί να πέρασαν το νόμο, αλλά δε θα περάσει στην πράξη».
Κανένας πόλεμος δεν μπορεί να λήξει νικηφόρα αν η μια πλευρά δεν εξουδετερώσει εκτός από τα ιδεολογικά, ηθικά, πολιτικά όπλα του αντιπάλου και τα οργανωτικά εργαλεία του. Ένα όμως «υπερόπλο» των εργαζομένων έχει υποστεί τόνους δυσφήμησης, κυρίως από τις κυρίαρχες δυνάμεις, αλλά και από ανόητους υπεραριστερούς. Πρόκειται για τα συνδικάτα, τις ενώσεις, σωματεία, ομοσπονδίες των εργαζομένων. Τα συνδικάτα «εφευρέθηκαν» εδώ και διακόσια χρόνια, αποτελούν μετεξέλιξη και υπέρβαση των μεσαιωνικών συντεχνιών, έγιναν εργαλεία ενότητας και πάλης των εργατών σ’ όλη τη φάση του καπιταλισμού.
Το συνδικάτο (από την αρχαιοελληνική λέξη σύν-δικος, που σήμαινε τον αλληλέγγυο, τον συμπαραστάτη του εναγόμενου σε δίκη) είναι ένας θεσμός διαμεσολάβησης ανάμεσα στον μεμονωμένο εργάτη-υπάλληλο και τον εργοδότη του. Το συνδικάτο ιστορικά και συγκαιρικά κάνει τρία πράγματα. Οργανώνει τους εργάτες, αγωνίζεται για το βιοτικό τους επίπεδο, υπογράφει τη συλλογική σύμβαση που είναι η ενιαία, συλλογική πούληση της εργατικής δύναμης. Το αστικό κράτος αναγκάστηκε πολύ πρώιμα ν’ αναγνωρίσει την ύπαρξη των συνδικάτων, να συνομιλήσει μαζί τους. Μ’ αυτό τον τρόπο ο ξεχωριστός εργάτης-υπάλληλος διασφαλίζει μια πιο συλλογική, πιο ενιαία και πιο αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση και διαπραγμάτευση. Ως εκ τούτου τα συνδικάτα, όπως άλλωστε τα κόμματα, η τοπική αυτοδιοίκηση ακόμα κι ένας πολιτιστικός σύλλογος είναι μορφές διαμεσολάβησης. Ναι, διαμεσολάβησης.
Ορισμένοι σήμερα, βασικά επηρεαζόμενοι από τον αντιεξουσιαστικό-αναρχικό χώρο, μιλούν πολύ και πολύ δυνατά για την κατάργηση όλων των μορφών διαμεσολάβησης. Το άτομο είναι -τάχα- αυτεξούσιο. Ακριβώς, μα ακριβώς, το ίδιο λέει η άρχουσα τάξη και κάθε διαβασμένος ξεχωριστός καπιταλιστής. «Ο καθένας μόνος του και ο θεός για όλους». Ώστε το βασικό όπλο του εργαζόμενου, που είναι η ταξική ενότητα, η ενότητα της τάξης, να χάνεται δίνοντας τη θέση του στο ξεχωριστό άτομο, αγωνιστή, εγωιστή ή απελπισμένο. Πρόκειται για την «ύστατη» ανοησία που ειπώθηκε τα τελευταία χρόνια, κομμένη στο πατρόν του νεοφιλελευθερισμού, καραμπινάτη βλακεία του «εγώ ειμ’ εγώ» που μετανάστευσε από τα σαλόνια των αστών διανοουμένων στ’ αλώνια των φτωχών και σπάζει κόκαλα. Κάθε υπερήφανος μικροαστός μισεί τα συνδικάτα και το συλλογικό αγώνα και κάθε άνευ λόγου «εξεγερμένος» μισεί το σύμπαν ολάκερο και μέσα σ’ αυτό τον ίδιο τον εαυτό του. Πολλοί καλοπροαίρετοι αγωνιστές λένε πως μπορεί να βρεθεί έστω ένα μέτρο κοινού εδάφους με όλους αυτούς που φτύνουν ό,τι είναι συλλογικό, ταξικό, αριστερό και βγάζουν ιδεούλες βλέποντας τις ειδήσεις των 8μ.μ.· ούτε μία ίντσα κοινού εδάφους δεν μπορεί να βρεθεί, ούτε μια σπιθαμή. Διότι η συνεργασία, κάθε συνεργασία, προϋποθέτει τη συγκεκριμένη αποδοχή του άλλου και ο «στρατός των εγώ» δεν αποδέχεται τη συλλογική στάση, το κοινό βάδισμα, τη συνοδοιπορία.
Από την άλλη, τη βασική πλευρά, η συνδικαλιστική αριστοκρατία των ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ και με το δικό του τρόπο το ΠΑΜΕ, όπου ελέγχουν τα συνδικάτα, είναι οργανικό μέρος του συστήματος και του προβλήματος. Οι καρεκλοκένταυροι των συνδικάτων έχουν τόση σχέση με τα προβλήματα του κόσμου όση έχει ο ουρανός με τη γη.
Αυτό όμως δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ν’ απαρνηθούμε τη συνδικαλιστική πατρίδα των εργαζομένων, που είναι το σωματείο τους, αλλά να παλέψουμε για την άλωση του κάστρου. Ναι, εμείς αντιστρατευόμαστε αυτές τις ηγεσίες! Θέλουμε άλλα συνδικάτα. Οι εργαζόμενοι σε όλη τη χώρα θα βάλουν την τελευταία πινελιά κόντρα στο γκρίζο τοπίο που θεμελίωσε ο νόμος Χατζηδάκη.