Οι νέες αντιεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποδεικνύουν και αυτές ότι η πανδημία αποτελεί άλλοθι και όχημα για μία νέα αντιλαϊκή εφόρμηση στο λαό και τη νεολαία. Ειδικότερα, η επικείμενη κατάθεση σχεδίου νόμου από το υπουργείο Παιδείας στη Βουλή με κύριους άξονες τη θεσμοθέτηση νέων αλλαγών στον τρόπο εισαγωγής στα τριτοβάθμια ιδρύματα, τη θέσπιση του νέου ορίου σπουδών ν+½ν και τις διαγραφές φοιτητών, αλλά και τη συγκρότηση του νέου σώματος της πανεπιστημιακής αστυνομίας αποτελεί μία νέα όξυνση της επίθεσης στα μορφωτικά και δημοκρατικά δικαιώματα της νεολαίας. Το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας εντάσσεται σε μία συνολικότερη επιχείρηση διάλυσης του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, έντασης των ταξικών φραγμών, αυστηροποίησης και εντατικοποίησης των όρων σπουδών και καταστολής του φοιτητικού κινήματος.
Οι δρομολογούμενες αντιδραστικές αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έρχονται σε συνέχεια προηγούμενων αντιεκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων της δεξιάς κυβέρνησης της ΝΔ, αλλά και της ψευτοαριστερής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ παρακολουθούν όλες τις νομοθετικές πρωτοβουλίες των αντιλαϊκών κυβερνήσεων των τελευταίων χρόνων που έχουν θέσει τη δημόσια δωρεάν παιδεία “υπό διωγμό”. Η ψήφιση της διάταξης με την οποία τα πτυχία των αποφοίτων των ιδιωτικών κολεγίων ισοσκελίζονται με εκείνα των αποφοίτων οικονομικών σχολών και σχολών μηχανικών είναι αποτέλεσμα του νόμου που ψήφισε η κυβέρνηση στις αρχές του 2020 για την εξίσωση των πτυχίων και στρώνει τον δρόμο για την παραπέρα υποβάθμιση των πτυχίων των δημοσίων πανεπιστημίων. Αξίζει να αναφέρουμε χαρακτηριστικά πως η άρον άρον ψήφιση της συγκεκριμένης διάταξης (εντάχθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή σε νομοσχέδιο για τα εργασιακά!) έγινε εξαιτίας επιστολής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την οποία προειδοποιούσε πως θα υπάρξουν κυρώσεις για την Ελλάδα εάν δεν προσαρμοστεί πλήρως στην “Κοινοτική Οδηγία” για την αναγνώριση προσόντων, όπως ορίζεται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας (2007).
Η εφαρμογή της “Κοινοτικής Οδηγίας” δεν αποτελεί μόνο έκφραση της υποτέλειας και της ξενοδουλείας των εγχώριων κυβερνώντων, αλλά αποδεικνύει περίτρανα πως όλες οι επιχειρούμενες αντιδραστικές αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια έχουν ως κοινό παρονομαστή “οδηγίες” της ΕΕ και του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) που έχουν ως βασικό στόχο την εισαγωγή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στα πανεπιστήμια, τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την καπιταλιστική αγορά, την υποβάθμιση των πτυχίων και το κυνήγι “προσόντων” για την αγορά εργασίας. Η κατεύθυνση αυτή ενισχύεται ιδιαίτερα με την αξιοποίηση της πανδημίας του κορονοϊού και την αντιδραστική διαχείριση της νέας οικονομικής κρίσης από το σύνολο σχεδόν των κυβερνήσεων ανά τον κόσμο. Στη βάση αυτή, η εκπαίδευση μπαίνει στο στόχαστρο της αντιλαϊκής πολιτικής και προσωρινά “μέτρα”, όπως η τηλεκπαίδευση και η τηλεργασία, φαίνεται πως ήρθαν για να μείνουν, για το ξεθεμελίωμα μορφωτικών και εργασιακών δικαιωμάτων.
Το ν+½ν και οι διαγραφές φοιτητών
Απέναντι στο νέο αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο το φοιτητικό κίνημα καλείται να ορθώσει αντιστάσεις, ιδιαίτερα απέναντι και στα αντιδραστικά ιδεολογήματα του υπουργείου Παιδείας και της κυβέρνησης. Η θέσπιση του νέου ορίου σπουδών ν+½ν είναι ένα μέτρο ταξικό που στρέφεται απέναντι ιδιαίτερα στους εργαζόμενους φοιτητές οι οποίοι συνεχώς πολλαπλασιάζονται, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί ένα ασφυκτικό και εντατικοποιημένο περιβάλλον σπουδών. Πρόκειται για ένα μέτρο που αποσκοπεί στη μείωση των φοιτητών και των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που αποτελεί στόχο της κυβέρνησης. Ο μέσος όρος αποφοίτησης που στις περισσότερες σχολές ξεπερνάει τα 7.5 και 8 χρόνια δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι φοιτητές είναι «τεμπέληδες» ή «απείθαρχοι», όπως ισχυρίζεται η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, αλλά στο γεγονός ότι πολλοί φοιτητές εργάζονται, άλλοι αργούν να πάρουν μετεγγραφή, άλλοι σπουδάζουν εξ αποστάσεως επειδή δεν παίρνουν δωμάτιο στην εστία (μόνο το 8% των φοιτητών που δικαιούνται δωμάτιο στις εστίες γίνεται δεκτό σ’ αυτές), ενώ πολλοί είναι οι φοιτητές που αναγκάζονται να παρατήσουν τις σπουδές τους επειδή δε βλέπουν καμία εργασιακή προοπτική στο αντικείμενό τους.
Για την εξίσωση των πτυχίων
Σε ό,τι αφορά στην εξίσωση των πτυχίων των δημοσίων πανεπιστημίων με εκείνα των ιδιωτικών κολεγίων χρειάζεται επίσης να αποδομηθεί η κυβερνητική επιχειρηματολογία και να αποκαλυφθεί πως πραγματικός στόχος του μέτρου αυτού είναι η υποβάθμιση των πτυχίων, το τσάκισμα των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων και η εμπέδωση των νέων ελαστικών σχέσεων εργασίας. Το μέτρο αυτό πλήττει τον ίδιο τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Με τη διάταξη αυτή, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια αναγνωρίζονται ως ισότιμα με τα δημόσια, δηλαδή καταστρατηγείται το άρθρο 16 του Συντάγματος (που απαγορεύει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων), ενώ υποβαθμίζονται τα δημόσια πανεπιστήμια. Δεν είναι η πρώτη φορά, άλλωστε που ψηφίζονται νόμοι για την ενίσχυση των ιδιωτικών κολεγίων και την υποβάθμιση των πτυχίων και των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των ΑΕΙ. Τέλος, ανοίγει ο δρόμος για δίδακτρα και για εισαγωγή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στα δημόσια τριτοβάθμια ιδρύματα, ακριβώς για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό με τα ιδιωτικά. Από την άποψη αυτή, δεν είναι καθόλου τυχαία η γενίκευση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σε μία κατεύθυνση “αγοράς” τίτλων και πιστοποιητικών για έναν καλύτερο φάκελο “προσόντων” και “δεξιοτήτων”.
Οι επιχειρούμενες αλλαγές στον τρόπο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποσκοπούν επίσης στον αποκλεισμό χιλιάδων μαθητών από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ειδικότερα, ο ορισμός της βάσης εισαγωγής από τα ίδια τα τμήματα και τις σχολές μέσω ενός θολού υπολογισμού που θα λαμβάνει υπόψη τον “μέσο όρο του μέσου βαθμού”, που θα πολλαπλασιάζεται με έναν συντελεστή είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω, είναι σίγουρο πως θα οδηγήσει χιλιάδες παιδιά έξω από την εκπαιδευτική διαδικασία και θα μειώσει τους εισακτέους στα πανεπιστήμια, σύμφωνα και με το νεοφιλελεύθερο δόγμα της κυβέρνησης της ΝΔ πως η εκπαίδευση και τα πτυχία “δεν είναι για όλους”.
Για την πανεπιστημιακή αστυνομία
Μετά την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, η κυβέρνηση προχωρά τώρα σε νέο χτύπημα στις δημοκρατικές ελευθερίες, το συνδικαλισμό και τους φοιτητικούς συλλόγους, ενώ δημιουργεί ένα νέο αυταρχικό πλαίσιο λειτουργίας των πανεπιστημίων.
Οι προωθούμενες διατάξεις για την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας και την αυστηροποίηση του περιθαρχικού πλαισίου λειτουργίας των ΑΕΙ βάζουν στο στόχαστρο τους φοιτητικούς συλλόγους και καμία σχέση δεν έχουν τα μέτρα αυτά με κάποια γενική αντιμετώπιση της “εγκληματικότητας”, αλλά με το χτύπημα του φοιτητικού κινήματος. Η κυβέρνηση της ΝΔ πέρυσι κατάργησε το άσυλο, τώρα φέρνει και επίσημα την αστυνομία μέσα στις σχολές, για να τρομοκρατεί μόνιμα τους φοιτητές, ξυπνώντας μνήμες από τις μαύρες μέρες της χούντας. Στο ίδιο πνεύμα, ποινικοποιούνται ουσιαστικά οι δράσεις του φοιτητικού κινήματος, καθώς δράσεις κατά της “δημόσιας περιουσίας” μπορούν να νοηθούν, για παράδειγμα, οι καταλήψεις, ενώ προσβολή της “ακαδημαϊκής ελευθερίας” και της “αξιοπρέπειας των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας” μπορούν να νοηθούν οι λεκτικές αντιπαραθέσεις με καθηγητές, Πρυτάνεις ή Κοσμήτορες στα πλαίσια παραστάσεων διαμαρτυρίας. Ακόμη και η ελευθερία διακίνησης των ιδεών χτυπιέται, καθώς ως “φθορά δημόσιας περιουσίας” μπορούν να νοηθούν οι αφισοκολλήσεις και η αναγραφή συνθημάτων. Αυτή ακριβώς την πολιτική και συνδικαλιστική δράση έχουν στόχο αυτά τα μέτρα. Η παρουσία ενός σώματος-παρακλαδιού της Ελληνικής Αστυνομίας μέσα στις σχολές, καθώς και η ενεργή παρουσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη σε αυτούς τους σχεδιασμούς, μαρτυρούν τον κατασταλτικό χαρακτήρα αυτών των μέτρων. Περίτρανη απόδειξη για τις στοχεύσεις των μέτρων αυτών αποτέλεσε η βίαιη αστυνομική επιχείρηση στις 30/12 στη ΦΕΠΑ.
Γιατί τώρα; Η κυβέρνηση δεν επέλεξε καθόλου τυχαία τη συγκεκριμένη περίοδο για να φέρει σε διαβούλευση το νέο της αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο. Αποτελεί το λιγότερο πρόκληση για το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας η ίδια κυβέρνηση που καλεί διαρκώς απ’ την αρχή της πανδημίας τον κόσμο να «μένει σπίτι», καλλιεργώντας ταυτόχρονα ένα κλίμα φόβου, εγκλεισμού και αστυνομοκρατίας, να επιλέγει σκόπιμα τώρα να χτυπήσει τη δημόσια δωρεάν παιδεία. Τώρα που με το μέτρο της απαγόρευσης της κυκλοφορίας έχει βάλει στο γύψο το δικαίωμα του λαού να διαδηλώνει, το δικαίωμα των μαθητών, των φοιτητών και των εκπαιδευτικών να αποφασίζουν συλλογικά μέσα από τα συνδικαλιστικά τους όργανα. Τώρα, που τα σχολεία και τα πανεπιστήμια είναι κλειστά και δεν υπάρχει η αντικειμενική δυνατότητα άμεσης αντίδρασης από τον εκπαιδευτικό κόσμο. Ακριβώς την ίδια κατάσταση εκμεταλλεύονται μια σειρά πρυτανείες και διοικήσεις σχολών για να περάσουν τώρα νέες αντιδραστικές αλλαγές στα προγράμματα σπουδών.
Η τηλεκπαίδευση είναι μέτρο ταξικού αποκλεισμού
Την ίδια στιγμή, η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως περηφανεύεται που «το 96% των προπτυχιακών μαθημάτων διδάσκεται κανονικά» μέσω της λεγόμενης «τηλεκπαίδευσης». Τι κι αν χιλιάδες φοιτητές δεν έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και στο διαδίκτυο, τι κι αν η καθηγητική αυθαιρεσία χτυπάει επίπεδα-ρεκόρ, με απουσίες, με τρίωρες και δίωρες διαλέξεις σε συγκεκριμένες ώρες και ημερομηνίες, ακόμη κι αν αυτές συμπίπτουν με άλλες, ακόμη κι αν υπάρχουν τεχνικά προβλήματα και δεν μπορούν όλοι οι φοιτητές να συνδεθούν και να παρακολουθήσουν. Τι κι αν η αυτονόητη μείωση της ύλης που διεκδικεί το φοιτητικό κίνημα έχει πάει περίπατο και οι φοιτητές πρέπει να αρκεστούν στο διαδικτυακό μάθημα, με χίλια-δυο τεχνικά προβλήματα και κυρίως, με τον βαθιά ταξικό αποκλεισμό πολλών εξ αυτών.
Έχει σημασία να αναφερθεί η στάση των πρυτανικών αρχών των πανεπιστημίων, καθώς οι τελευταίες μέσα από τη Σύνοδό τους, πέρα από τη διαφωνία τους με την εξίσωση των πτυχίων, συνηγόρησαν τόσο στο νέο τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ, όσο και στην ίδρυση της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Η στάση αυτή των πρυτανικών αρχών αποκαλύπτει στα μάτια των φοιτητών τον αντιδραστικό ρόλο που παίζουν μια σειρά πρυτανείες και διοικήσεις σχολών, αλλά και τη βαθιά ρεφορμιστική λογική των δυνάμεων των ΕΑΑΚ και του ΜΑΣ, που θεωρούν πως αποτελεί βασικό καθήκον του φοιτητικού κινήματος να “εκβιάσει” τις διοικητικές αρχές των πανεπιστημίων και να δώσει “μάχες” στις αίθουσες των συγκλήτων, των κοσμητόρων και των προέδρων των τμημάτων. Η στάση των δυνάμεων αυτών, στην οποία θα αναφερθούμε και παρακάτω, καλλιεργεί αυταπάτες για τον ρόλο των πρυτανικών αρχών και αποδυναμώνει την αυτοτελή δράση και ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος. Αυτό δε σημαίνει πως δεν μπορεί ή δεν πρέπει να υπάρξει συμπόρευση των φοιτητών με άλλα κομμάτια της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά δεν μπορεί αυτό να αποτελεί ούτε προϋπόθεση, ούτε πολύ περισσότερο προϊόν εκβιασμού και τραμπούκικων ενεργειών ομάδων των ΕΑΑΚ.
ΔΑΠ-ΠΑΣΠ-Blocο απέναντι στους φοιτητικούς αγώνες
Απέναντι στη νέα αντιεκπαιδευτική επίθεση, οι φοιτητές δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τις δυνάμεις της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ, ούτε από το Bloco (ΣΥΡΙΖΑ). Η μεν ΔΑΠ βλέπει στα μέτρα αυτά τη “δικαίωση των αιτημάτων της”, χαιρετίζοντας και σιγοντάροντας τις δρομολογούμενες αντιδραστικές αλλαγές. Η φοιτητική παράταξη της ΝΔ για μια ακόμη φορά αποδεικνύει πως βρίσκεται απέναντι στο φοιτητικό κίνημα και τις διεκδικήσεις του, πως συντάσσεται με τα ιδεολογήματα που συκοφαντούν τη δημόσια εκπαίδευση, πως αποτελεί το μακρύ χέρι των κυβερνητικών σχεδιασμών μέσα στις σχολές, Από την άλλη, οι δυνάμεις της ΠΑΣΠ και της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ (Bloco), ανεξάρτητα από τις αντιπολιτευτικές τους κορώνες, αποτελούν δυνάμεις που πρόσφατα και στο παρελθόν στήριξαν πολλές αντιεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και δεν μπορούν να αποτελέσουν στήριγμα των αγώνων του φοιτητικού κινήματος. Η αποκάλυψη του χαρακτήρα και της πολιτικής φυσιογνωμίας των δυνάμεων αυτών που είναι ξένες και εχθρικές προς το φοιτητικό κίνημα αποτελεί κρίσιμο ζήτημα, ιδιαίτερα για την απόκρουση των κυβερνητικών (πρώην και νυν) επιχειρημάτων, αλλά κυρίως για τον απεγκλωβισμό χιλιάδων φοιτητών που βρίσκονται κάτω από την επιρροή τους.
Αν θεωρείται λίγο-πολύ δεδομένο πως οι παραπάνω δυνάμεις αποτελούν την ηχώ της κυβερνητικής πολιτικής μέσα στους συλλόγους, θεωρούμε πως από την άλλη, έχει μια ιδιαίτερη σημασία να δούμε πώς στέκονται δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά και με τον ρεφορμιστικό προσανατολισμό τους οδηγούν τους φοιτητικούς αγώνες στην ηττοπάθεια και τη μοιρολατρία.
ΜΑΣ/ΚΝΕ: Συμφιλιωτισμός με την κυβερνητική πολιτική
Οι δυνάμεις της ΚΝΕ στις σχολές, ακολουθώντας τη συνολικότερη γραμμή σύμπλευσης με την κυβερνητική “εθνική συναίνεση” του ΚΚΕ, όλο αυτό το διάστημα βάζουν σοβαρά αναχώματα στην ανάπτυξη της πάλης των φοιτητικών συλλόγων. Σε πρώτη φάση, το ΜΑΣ αποδέχτηκε την τηλεκπαίδευση, προτείνοντας μόνο “διορθωτικές παρεμβάσεις”, όπως το να δοθεί “όλος ο απαραίτητος υλικοτεχνικός εξοπλισμός”. Με τον τρόπο αυτό, η ΚΝΕ αποδέχτηκε όχι μόνο την τηλεκπαίδευση που αποτελεί μία αντιδραστική υποβάθμιση των σπουδών που αποκλείει χιλιάδες φοιτητές από την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά στάθηκε απέναντι στο δίκαιο αίτημα και την αγωνία χιλιάδων φοιτητών για να ανοίξουν οι σχολές με όλα τα απαραίτητα υγειονομικά μέτρα προστασίας. Από την άποψη αυτή, αποτελεί κραυγαλέα αντίφαση στην τοποθέτηση της ΚΝΕ η συνύπαρξη του αιτήματος για το άνοιγμα των σχολών και η πραγματοποίηση μόνο συμβολικών κινητοποιήσεων για “λόγους υγειονομικής προστασίας”. Σε ό,τι αφορά στο ζήτημα των κινητοποιήσεων και των συλλογικών διαδικασιών των φοιτητών, η στάση των δυνάμεων της ΠΚΣ αποτελεί πραγματικό “μνημείο” ηττοπάθειας και αποδοχής της κυβερνητικής τρομοκρατίας. “Συμβολικές” κινητοποιήσεις μόνο των μελών και στελεχών της ΚΝΕ, εναντίωση σε οποιαδήποτε προσπάθεια για τη διεξαγωγή γενικών συνελεύσεων, και γενικώς μένουμε σπίτι, αλλά μένουμε …δυνατοί (!), αυτή ήταν η πολιτική του ΜΑΣ όλο αυτό το διάστημα που η κυβέρνηση χτυπούσε το φοιτητικό κίνημα.
ΕΑΑΚ: Μικροαστικός εξεγερτισμός και αθεράπευτος ρεφορμισμός
Αντίστοιχη στάση με εκείνη του ΜΑΣ έχουν κρατήσει και οι δυνάμεις της ΕΑΑΚ. Τα ΕΑΑΚ (παρά τις διαφορές που έχουν στο εσωτερικό τους), ενώ από τη μία απορρίπτουν συνολικά την τηλεκπαίδευση και καλούν τους φοιτητές να αγωνιστούν για να “ανοίξουν οι σχολές”, από την άλλη αρνούνται για “υγειονομικούς λόγους” και αυτοί να καλέσουν μαζικές φοιτητικές κινητοποιήσεις και γενικές συνελεύσεις. Ακόμα, παρά τη θετική πρωτοβουλία των δυνάμεων αυτών για να γίνουν κάποιες συγκεντρώσεις, τα ΕΑΑΚ, περιφέροντας ως σφραγίδες ορισμένους συλλόγους και εμφανίζοντας στα πανό και τις ανακοινώσεις τους το σύνολο των ΦΣ, επιχειρούν να καπελώσουν το φοιτητικό κίνημα. Παράλληλα, η απόκρυψη των καλεσμάτων των φοιτητικών συλλόγων, στους οποίους τα ίδια τα ΕΑΑΚ πρότειναν να κινητοποιηθούν και η ταυτόχρονη προβολή μόνο του παραταξιακού τους καλέσματος αποτελεί πρακτική που δεν επιτρέπει την πιο πλατιά και μαζική κάθοδο ευρύτερων φοιτητικών δυνάμεων. Τέλος, οι ξυλοδαρμοί ανάμεσα σε μέλη οργανώσεων που συμμετέχουν στα ΕΑΑΚ είναι αποτέλεσμα της πολιτικής κρίσης που διαπερνά τον χώρο αυτό τα τελευταία χρόνια και αποτελεί μια πρακτική εντελώς ξένη και εχθρική προς το ήθος και τους αγώνες της αριστεράς, ενώ δίνει άλλοθι σε αντιδραστικές απόψεις μέσα κι έξω απ’ τις σχολές.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως και οι δύο δυνάμεις, παρά τις ηχηρές και πομπώδεις φράσεις, έχουν μπει σε μια διαδικασία ανταγωνισμού μεταξύ τους για το ποιος θα συγκεντρώσει περισσότερες ηλεκτρονικές υπογραφές ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία, που στην πραγματικότητα λειτουργεί ως υποκατάστατο του μαζικού κινήματος και καταδεικνύει την έλλειψη πίστης των δυνάμεων αυτών στο οργανωμένο, συλλογικό αγώνα των φοιτητών. Το δίλημμα μαζικοί αγώνες από τη μια και υποταγή από την άλλη δεν τίθεται πρώτη φορά. Τις προηγούμενες φορές, οι κυρίαρχες ρεφορμιστικές δυνάμεις μπορεί να έδειχναν το δρόμο των εκλογών, μιας “καλύτερης” κυβέρνησης, της συλλογής υπογραφών και πολλά ακόμη. Όπως λέει κι ο λαός μας, “όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει”. Σε κάθε περίπτωση η πολιτική των δυνάμεων αυτών δεν μπορεί να εμπνεύσει και να συσπειρώσει πλατιές μάζες φοιτητών, να βάλει φραγμούς στην αντιεκπαιδευτική πολιτική και τη συμβιβαστική γραμμή της μοιρολατρίας των κυρίαρχων δυνάμεων της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ.
Για τη δράση του α/α χώρου
Χρειάζεται στις συνθήκες αυτές, να δυναμώσει το μέτωπο αντιπαράθεσης και με τις δυνάμεις του α/α χώρου, οι οποίες παίζουν ιδιαίτερα επιζήμιο ρόλο. Αν και ο χώρος αυτός τελευταία έχει κάνει ιδιαίτερα ηχηρή την …απουσία του, ενέργειες και πρακτικές όπως η επίθεση στον πρύτανη του ΟΠΑ ή η αποθέωση της τυφλής μηδενιστικής δράσης και η υπονόμευση κάθε οργανωμένου αγώνα, καθώς και των ίδιων των συλλόγων, αποτελούν απόψεις και πρακτικές ξένες και εχθρικές προς το φοιτητικό κίνημα και ως τέτοιες πρέπει να ιδωθούν.
Η αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του ρεφορμισμού στο φοιτητικό κίνημα, πρέπει πάντα να λαμβάνει υπόψη πως μέσα στις γραμμές των δυνάμεων αυτών, αλλά ακόμη και μέσα στο εσωτερικό της αναρχοαυτονομίας ή “καθεστωτικών” δυνάμεων υπάρχουν αγωνιστές και φοιτητές που δεν ταυτίζονται στο σύνολό τους με την πολιτική των φορέων αυτών. Από την άποψη αυτή, χρειάζεται μια διάκριση ανάμεσα στις ηγεσίες και τα στελέχη των δυνάμεων αυτών και ανάμεσα στη βάση τους, σε φοιτητές που επηρεάζονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό από εκείνες ή τις άλλες λαθεμένες απόψεις. Για το λόγο αυτό χρειάζεται ισχυροποίηση του μετώπου της πολιτικοσυνδικαλιστικής αντιπαράθεσης από τη μια πλευρά και η πλατιά προσέγγιση αγωνιστών που ταλαντεύονται και αποδεσμεύονται από την επιρροή των παραπάνω δυνάμεων.
Η στάση της Φοιτητικής Πορείας
Η Φοιτητική Πορεία μπροστά στην οξυμένη επίθεση της κυβέρνησης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και τον φοιτητικό συνδικαλισμό, προβάλλει τη γραμμή των μαζικών αγώνων για την ανατροπή αυτής της πολιτικής. Από τις 17 Νοέμβρη και μετά, ειδικά μέσα σε αυτές τις συνθήκες απαγορεύσεων, έγινε ολοφάνερο το ποια πολιτική δημιουργεί πρόβλημα στην κυβέρνηση. Τα δημόσια καλέσματα μαζικής συμμετοχής σε διαδηλώσεις ανάγκασαν την κυβέρνηση να παρουσιάσει το σκληρό πρόσωπο της καταστολής, σε αντίθεση με τις συμβολικές “διαμαρτυρίες”, οι οποίες είτε γίνονταν ανεκτές, είτε επιβραβεύονταν κιόλας από κυβερνητικούς παράγοντες. Δεν συζητάμε καν για τις συλλογές υπογραφών, που τις ξεχνούν μέχρι και οι οργανωτές τους μερικές μέρες μετά.
Από την πρώτη στιγμή υπερασπιστήκαμε και μέχρι σήμερα συνεχίζουμε να προβάλλουμε αδιάλειπτα το αίτημα για να ανοίξουν οι σχολές με όλα τα απαραίτητα υγειονομικά μέτρα προστασίας. Στη βάση αυτή, θεωρούμε πως πρέπει συνολικά να απορριφθεί η τηλεκπαίδευση που αποκλείει χιλιάδες φοιτητές και αποτελεί υποκατάστατο της ζωντανής εκπαιδευτικής διαδικασίας. Οι δυνάμεις της Φοιτητικής Πορείας παλεύουν μέσα στους φοιτητικούς συλλόγους για να υπάρξει η μέγιστη δυνατή συσπείρωση των φοιτητών απέναντι στις νέες αντιεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Το αίτημα “Κάτω το αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο Κεραμέως” αποτελεί την αναγκαία βάση ενότητας της πλατιάς πλειοψηφίας του φοιτητικού κινήματος. Κόντρα στις διασπαστικές και διαιρετικές λογικές της “πλαισιολαγνείας” των ρεφορμιστικών δυνάμεων, η αγωνιστική συσπείρωση των φοιτητών πάνω στο συγκεκριμένο αίτημα, που αντικειμενικά ενώνει και βγάζει στους δρόμους το φοιτητικό κίνημα, μπορεί να κινητοποιήσει τις μέγιστες δυνατές φοιτητικές δυνάμεις.
Η πάλη της Φοιτητικής Πορείας αφορά στη συσπείρωση των φοιτητών πάνω στα συγκεκριμένα αγωνιστικά αιτήματα, κόντρα στη λογική των πολυσέλιδων «πλαισίων» που κατατίθενται στις συνελεύσεις, στα οποία όχι μόνο πακετάρονται η πολιτική ανάλυση, τα αιτήματα και οι μορφές πάλης, χωρίς δηλαδή να δίνεται η δυνατότητα στους φοιτητές που πχ δεν έχουν πειστεί για τη μία ή την άλλη μορφή πάλης να μην μπορούν να ψηφίσουν τα αγωνιστικά αιτήματα ή να πρέπει να συμφωνήσουν στο σύνολό της με την πολιτική ανάλυση της μιας ή της άλλης δύναμης. Σε ό, τι αφορά στο ζήτημα της πολιτικοποίησης, όπως έχουμε ξαναγράψει, κανένας φοιτητής δεν πολιτικοποιείται επειδή διάβασε ή πολύ περισσότερο επειδή ψήφισε το ένα ή το άλλο πλαίσιο, τον έναν ή τον άλλον «σχεδιασμό». Αν ήταν έτσι, μάλλον θα έπρεπε στις συνελεύσεις απλώς να διαβάζουμε και να ψηφίζουμε, αφού εν τέλει τα «πλαίσια» είναι εκείνα που υποτίθεται πως «πολιτικοποιούν». Την περίοδο των περσινών κινητοποιήσεων εκατοντάδες φοιτητές που μπήκαν στα αμφιθέατρα και κατέβηκαν στις διαδηλώσεις, πολιτικοποιήθηκαν ταχύτατα. Αυτό έγινε όχι επειδή πείστηκαν από τα πλαίσια της ΕΑΑΚ ή του ΜΑΣ, αλλά επειδή ο ίδιος ο αγώνας και η συμμετοχή πλατιών μαζών σε αυτόν είναι το μεγαλύτερο σχολείο πολιτικοποίησης. Ο κόσμος, λοιπόν, πολιτικοποιείται επειδή παλεύει και αγωνίζεται και ο ρόλος της πραγματικής αριστεράς είναι πώς θα μπορέσει με τους καλύτερους δυνατούς όρους να παρέμβει σε αυτή τη διαδικασία, να βαθύνει το περιεχόμενο των αγώνων, να τους μπολιάσει με την προοπτική της νίκης, να ξέρει πότε θα χρειαστεί να κάνει τακτικές υποχωρήσεις, πότε θα προχωρήσει σε πιο οξυμένες μορφές πάλης κλπ. Κανείς δεν μπαίνει αγωνιστής ή αριστερός μέσα στο κίνημα, παρά μόνο ατσαλώνεται μέσα στους ίδιους τους αγώνες, μέσα στην ίδια τη μαζική πάλη.