Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αφού όλο το προηγούμενο διάστημα έθεσε σε ολοκληρωτική καραντίνα την ελληνική κοινωνία, με πρόσχημα τη «μείωση της εξάπλωσης της πανδημίας», φτάνοντας ακόμη και στην απαγόρευση της κυκλοφορίας, αφού εξαπέλυσε μια συντεταγμένη επιχείρηση μαζικού φόβου και τρομοϋστερίας, τώρα -και λίγο πριν αρθούν και τα τελευταία περιοριστικά μέτρα- πραγματοποιεί αστυνομικές επιχειρήσεις στις πλατείες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι αστυνομικές επιθέσεις στην Κυψέλη, την Αγία Παρασκευή και τη Θεσσαλονίκη, όπου πραγματοποιήθηκαν προσαγωγές και συλλήψεις, καθώς και ρίψη δακρυγόνων.
Ταυτόχρονα, σε παγκόσμια κλίμακα, τα βραχιολάκια, οι κάμερες, οι αστυνομικοί έλεγχοι (ακόμη και των προσωπικών περιηγήσεων των ανθρώπων στο διαδίκτυο) δίνουν και παίρνουν. Η αξιοποίηση του κορονοϊού για την εξαπόλυση μιας νέας αντιδραστικής επίθεσης ενάντια στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των λαών αποτελεί βασική επιλογή όλων σχεδόν των κυβερνήσεων με στόχο την καθυπόταξη των εργαζόμενων, ιδιαίτερα μπροστά και στο νέο κύμα αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων που επιβάλλονται από τη μία άκρη του κόσμου μέχρι την άλλη.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως στόχος αυτών των αστυνομικών επιχειρήσεων (για τη διατήρηση του κλίματος φόβου και τρομοκρατίας) είναι η υγειονομική προστασία των πολιτών. Πρόκειται για ένα ξεδιάντροπο ψέμα και μία νέα επιχείρηση αποπροσανατολισμού του λαού, γιατί την ίδια στιγμή που ποινικοποιούν το δικαίωμα του λαού και της νεολαίας στη βόλτα και τη συνάθροιση στις πλατείες, ανοίγουν τις εκκλησίες, αφήνουν απροστάτευτο τον εργαζόμενο λαό, ανοίγουν τα σχολεία χωρίς να έχουν παρθεί τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Παράλληλα, πραγματοποιούν «φιέστες» για τα εγκαίνια της πλατείας Ομόνοιας, θεωρώντας πως ξεμπέρδεψαν με μία απλή συγγνώμη του δημάρχου Κώστα Μπακογιάννη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Και φυσικά περισσεύει η υποκρισία και τα «μεγάλα λόγια» για τα «οργανωμένα σχέδια» στη βάση των οποίων συγκεντρώνονται οι νέοι στις πλατείες, ιδιαίτερα τη στιγμή που ξεκινά το άνοιγμα των επιχειρήσεων στον κλάδο του επισιτισμού, καθώς και η τουριστική περίοδος (με ελάχιστα έως ανύπαρκτα μέτρα προστασίας), που αναμφίβολα θα επιφέρει συνωστισμό των ανθρώπων σε μικρούς χώρους. Η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για την υγεία του λαού, γιατί ήταν η ίδια μαζί με τις προηγούμενες αντιλαϊκές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα την περίοδο των μνημονίων, που άφησαν το δημόσιο σύστημα υγείας με χιλιάδες κενά, έκλεισαν νοσοκομεία και κέντρα υγείας, ενίσχυσαν τους ιδιώτες κλινικάρχες και χτύπησαν το δικαίωμα του λαού και της νεολαίας στη δημόσια και δωρεάν υγεία.
Οι αστυνομικές επιχειρήσεις στις πλατείες δεν εξυπηρετούν απολύτως κανέναν υγειονομικό στόχο. Αποτελούν συνέχεια όλης της προηγούμενης κυβερνητικής προπαγάνδας για την «ατομική ευθύνη», για να κρυφτεί πίσω από αυτήν η κρατική ευθύνη για την κατάσταση της δημόσιας υγείας, η οποία, ακόμη και σε αυτές τις έκτακτες συνθήκες, ενισχύθηκε ελάχιστα. Και αποτελούν πρόκληση οι κατασταλτικές επιθέσεις, ιδιαίτερα όταν τα ίδια κυβερνητικά στελέχη τονίζουν πως «ο περιορισμός της νόσου δεν είναι ζήτημα της αστυνομίας» ή επισημαίνουν σε όλους τους τόνους πως «πρέπει να επιστρατευτεί η πειθώ» και να «γίνονται συστάσεις». Παρόλες τις υποκριτικές δηλώσεις, η κυβερνητική πολιτική συνεχίζει να αντιμετωπίζει την πανδημία όχι με στελεχωμένα νοσοκομεία, όχι με γιατρούς και νοσηλευτές, όχι με ΜΕΘ, αλλά με αστυνομία, δακρυγόνα και πρόστιμα.
Ο στόχος των αστυνομικών επιθέσεων στη νεολαία και το λαό στις πλατείες, αλλά και η συνακόλουθη κυβερνητική προπαγάνδα είναι η γενίκευση ενός κλίματος μαζικού εκφοβισμού και τρομοϋστερίας. Είναι η όξυνση της κρατικής καταστολής και τρομοκρατίας, με σκοπό την υποταγή του λαού και της νεολαίας στην αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική. Ταυτόχρονα, με τον τρόπο αυτό, επιχειρείται ο αποπροσανατολισμός του κόσμου, καθώς με την ενεργοποίηση του κοινωνικού αυτοματισμού μέσω του διαχωρισμού της κοινωνίας σε «ανεύθυνους νεολαίους που στοιβάζονται στις πλατείες» από τη μία και στους «συνετούς πολίτες που μένουν σπίτι» από την άλλη, χτίζεται το έδαφος για την απόσπαση της λαϊκής συναίνεσης στα νέα αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα, ενώ παράλληλα συσκοτίζεται η πραγματικότητα και οι εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης για τις τραγικές ελλείψεις του δημόσιου συστήματος υγείας.