Στο τέλος μιας χρονιάς, όπου το ΓΣ της ΑΔΕΔΥ στον απόηχο των κυβερνητικών απαγορεύσεων και με ευθύνη των κυρίαρχων παρατάξεων επί της ουσίας υπολειτουργούσε, η διάλυση του ΓΣ της 6/6 ήρθε ως επιστέγασμα των πολιτικών υπονόμευσης και αποσύνθεσης που κυριαρχούν σε αυτή.
Η συνεδρίαση του ΓΣ που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, θα έπρεπε να καταλήξει σε αποφάσεις για την αντιμετώπιση του νόμου Χατζηδάκη σε μια πολύ κρίσιμη φάση, αφού η αποσπασματική εφαρμογή του ήδη προκαλεί τριγμούς. Σε μια περίοδο που η ακρίβεια, η φτώχεια και ο πόλεμος συνθέτουν εφιαλτικά σενάρια για το μέλλον του λαού και του τόπου, η ΑΔΕΔΥ όφειλε να αναλάβει πρωτοβουλίες για την προετοιμασία της αγωνιστικής αναμέτρησης με αυτή την πολιτική. Στην ημερήσια διάταξη του ΓΣ υπήρχαν και οι αναστολές-απολύσεις των χιλιάδων υγειονομικών, οι αυταρχικές απαγορεύσεις των κινητοποιήσεων και η ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης, όπως και ο νέος νόμος για την αξιολόγηση στο δημόσιο. Τελικά το ΓΣ διαλύθηκε, χωρίς να ληφθούν αποφάσεις, δίνοντας διέξοδο σε όλες τις δυνάμεις που ήθελαν να… τις αποφύγουν.
Η διάλυση προέκυψε από την υβριστική επίθεση στελέχους του ΠΑΜΕ προς τον προεδρεύοντα της ΔΗΣΥ, Μπράτη Δ., την ώρα που αυτός ήταν στο βήμα. Αν και στα πρακτικά καταγράφονται μόνο αυτά που λέγονται από μικροφώνου, ο προεδρεύων απαίτησε σταθερά την ανάκληση των υβριστικών σχολίων. Το ίδιο σταθερή και απαράδεκτη ήταν και η άρνηση των στελεχών του ΠΑΜΕ να ανακαλέσουν, με αποτέλεσμα την αποχώρηση της ΔΗΣΥ και της ΔΑΚΕ και σταδιακά των υπόλοιπων παρατάξεων του ΓΣ ελλείψει απαρτίας.
Το κλίμα δυναμιτίστηκε αναίτια και κόντρα στη ροή όλων των προηγούμενων Γενικών Συμβουλίων, στα οποία σε πολύ ήρεμο κλίμα περίσσευαν οι αβρότητες και οι φιλοφρονήσεις μεταξύ των δύο παρατάξεων. Οι οποίες πάντα, με πρόσχημα την ανάγκη της «πρόσθεσης δυνάμεων», ανέβαλαν ψηφοφορίες και αποφάσεις είτε για το νόμο Χατζηδάκη, είτε για την κήρυξη απεργιών. Αυτή τη φορά και ανεξάρτητα από προθέσεις και αφετηρίες, το ίδιο αποτέλεσμα της απραξίας και της αφωνίας επήλθε από την «σύγκρουσή» τους. Οι βασικές δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος, ανεξάρτητα από τις όποιες διαφοροποιήσεις, φέρουν ακέραια την ευθύνη και για αυτή την εξέλιξη, η οποία συνιστά σοβαρότατο υπονομευτικό χτύπημα σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή.