Το τελευταίο διάστημα αναπτύσσονται ορισμένες κινητοποιήσεις στην Αθήνα κυρίως, αλλά και σε άλλες πόλεις, που στέλνουν ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για την ανάπτυξη ενός μαζικού αγωνιστικού κινήματος που θα καταφέρει να αλλάξει τα πράγματα και να βάλει τουλάχιστον φραγμό στα βαριά αντιλαϊκά κυβερνητικά μέτρα. Οι κινητοποιήσεις αυτής της περιόδου, παρά το γεγονός ότι απέχουν πολύ απ’ τις πραγματικές ανάγκες του κινήματος, βάζουν μία σημαντική παρακαταθήκη για το μέλλον. Πόσο μάλιστα περισσότερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι πριν από μικρό σχετικά διάστημα η όποια προσπάθεια πολιτικής παρέμβασης φαινόταν αδύνατη, ήταν εξοβελιστέα μέσα στην κοινωνία και φυσικά συναντούσε τη σφοδρή κυβερνητική αντίδραση, που -με κάθε μέσο προπαγάνδας και καταστολής- επιχειρούσε να φιμώσει και να καθυποτάξει τις όποιες αντιδράσεις, εκμεταλλευόμενη το φόβο των επιπτώσεων από την υγειονομική κρίση. Όμως έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε πώς φτάσαμε μέχρι τη σημερινή κατάσταση και τη στάση των πολιτικοσυνδικαλιστικών δυνάμεων στην περίοδο αυτή.
Η κυβέρνηση με αφορμή την πανδημία εξαπολύει πρωτοφανείς επιθέσεις ενάντια στο λαό και τη νεολαία
Στη διάρκεια της 11μηνης πανδημίας η κυβέρνηση ψήφισε ένα πολύ μεγάλο πακέτο αντιδραστικών νόμων, που φυσικά καμία σχέση δεν είχαν με την υγειονομική κρίση. Η αρχή έγινε με το γνωστό -χουντικής έμπνευσης- νόμο για τις διαδηλώσεις και την συνδικαλιστική δράση, αποδεικνύοντας ότι ο πολιτικός σχεδιασμός της είχε μεγάλο χρονικό ορίζοντα και ότι οι όποιες επιλογές της ήρθαν για να μείνουν, κυρίως για τη μετά covid εποχή. Η δημιουργία ενός σκληρού αστυνομικού κράτους, η καθημερινή τρομοκρατία και ο αυταρχισμός είναι τα απαραίτητα συστατικά για να εφαρμοστεί και όλο το αντιλαϊκό οικονομικό πλαίσιο της ΝΔ, που ολοκληρώνει το αντιδραστικό πρόγραμμα που απαιτεί η ντόπια ολιγαρχία και ο ξένος παράγοντας.
Στις επιλογές αυτές η κυβέρνηση εμφανιζόταν με πολιτική ηγεμονία, αφού είχε είτε τη συμφωνία είτε την ανοχή όλων των κοινοβουλευτικών δυνάμεων και φυσικά την πλήρη υποστήριξη από τα απόλυτα χειραγωγημένα ΜΜΕ. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ -παρά τις φραστικές διαμαρτυρίες- στήριξε και συνεχίζει να στηρίζει τα κυβερνητικά μέτρα, τόσο στο επίπεδο των επιλογών για την πανδημία όσο και σε επίπεδο στρατηγικών στόχων στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική.
Στο ίδιο πνεύμα της εθνικής ομοψυχίας κινήθηκε και η ηγεσία του ΚΚΕ, που με δεκάδες δηλώσεις και πράξεις συμπαρατάχθηκε με την κυβερνητική πολιτική. Με την προμετωπίδα της «υπεύθυνης» πολιτικής δύναμης υποτάχθηκε στις όποιες κυβερνητικές επιλογές για τις κινητοποιήσεις, καταφεύγοντας σε κινητοποιήσεις συμβολικού τύπου, τη στιγμή που η κυβέρνηση σάρωνε τα πάντα με τα νομοσχέδιά της.
Αποκορύφωμα της συμβιβαστικής γραμμής της ηγεσίας του ΚΚΕ, αποτέλεσε η άρνηση των στελεχών του ΠΑΜΕ σε συνδικάτα και ομοσπονδίες να ψηφίσει τις προτάσεις που κατατέθηκαν από αγωνιστικές δυνάμεις του κινήματος για την οργάνωση διαδηλώσεων και συγκεντρώσεων. Ταυτόχρονα, με μικρές και ξαφνικές κινητοποιήσεις μερικών δεκάδων μελών του, έδινε το «αγωνιστικό παρόν» του, για να μην φαίνεται ότι βρίσκεται σε πλήρη υποταγή στην κυβερνητική πολιτική.
Σε πλήρη αποσύνθεση βρέθηκαν επίσης και όλες εκείνες οι δυνάμεις που «έψαχναν» και συνεχίζουν να ψάχνουν για οριζόντιους, διαγώνιους και κατακόρυφους συντονισμούς των διαφόρων συλλογικοτήτων και των δυνάμεων της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Οι δυνάμεις αυτές, έχοντας αποσπαστεί σχεδόν οριστικά απ’ το μαζικό κίνημα, προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα απ’ τις υποτιθέμενες κοινές δράσεις, που όμως δεν συσπειρώνουν ούτε καν τα μέλη αυτών που τις προτείνουν, ενώ αισθάνονται πλήρη αδυναμία να ερμηνεύσουν τις σημαντικές κινητοποιήσεις της τελευταίας περιόδου. (Να υπενθυμίσουμε ότι η στάση μας απέναντι στο μαζικό κίνημα ήταν και μία απ’ τις αιτίες που πρόβαλε το ΚΚΕ (μ-λ) για τη διάλυση της ΛΑ-ΑΑΣ).
Η αταλάντευτη υποστήριξη της γραμμής του μαζικού κινήματος άνοιξε το δρόμο στις κινητοποιήσεις
Σε αντίθεση με όλες τις διαλυτικές και συμβιβαστικές απόψεις που κυριάρχησαν την προηγούμενη περίοδο, η ΕΡΓΑΣ, ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ και η ΠΟΡΕΙΑ υποστήριξαν με θέρμη την ανάγκη να δοθεί η μάχη μέσα στα συνδικάτα, στους φοιτητικούς συλλόγους και τις ομοσπονδίες για την ανάπτυξη αγώνων απέναντι στην αντιλαϊκή κυβερνητική λαίλαπα. Με βασικό γνώμονα ότι μόνο μέσα απ’ το δρόμο αυτό είναι δυνατόν να αναπτυχθούν αγώνες, επιμείναμε ανυποχώρητα στη γραμμή αυτή.
Τα αρχικά διστακτικά βήματα βρήκαν στην πορεία και άλλους συμπαραστάτες, οι οποίοι ένιωθαν τον ασφυκτικό κυβερνητικό εναγκαλισμό και έψαχναν να βρουν τρόπους αντίδρασης. Έτσι με ένα μικρό αρχικό πρόπλασμα σωματείων, κυρίως στο χώρο της εκπαίδευσης, οργανώθηκαν οι πρώτες κινητοποιήσεις που σιγά-σιγά παρέσυραν και άλλα σωματεία και εργαζόμενους στην κατεύθυνση αυτή, ενώθηκαν με τα τμήματα της νεολαίας που δέχθηκαν μια πρωτοφανή επίθεση από την κυβέρνηση και τελικά οδηγηθήκαμε στις τελευταίες μαζικότατες κινητοποιήσεις.
Ορισμένα βασικά συμπεράσματα
Οι τελευταίες κινητοποιήσεις δεν είναι παρά η αρχή ενός παρατεταμένου ανυποχώρητου αγώνα που πρέπει να αναπτυχθεί, έτσι ώστε να μπει φρένο στον αυταρχικό κυβερνητικό κατήφορο. Θα είναι λοιπόν μακρύς ο δρόμος του αγώνα και γι’ αυτό χρειάζονται πολλά ακόμα βήματα για να σταθεροποιηθεί το κίνημα αυτό. Προφανώς είναι αναγκαίο στον αγώνα αυτό να μπουν και άλλα συνδικάτα και ομοσπονδίες που έχουν μαζικά χαρακτηριστικά, τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα.
Το δεύτερο σημαντικό συμπέρασμα σχετίζεται με το τι είναι στην πραγματικότητα μαζικό κίνημα. Είναι φανερό ότι υπάρχουν δυνάμεις μέσα στο χώρο που αναφέρεται στην αριστερά που δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στο συνδικαλιστικό κίνημα και γι’ αυτό -στο όνομα τού ότι οι ηγεσίες των συνδικάτων είναι «ξεπουλημένες»- πετάνε μαζί με τις ηγεσίες και το κίνημα. Οι δυνάμεις αυτές στην πραγματικότητα δεν έχουν επαφή με το μαζικό κίνημα, βλέπουν τον ίσκιο τους για μπόι, φοβούνται ουσιαστικά το μαζικό κίνημα και βρίσκονται σε πλήρη αμηχανία όταν βλέπουν μια πραγματικότητα που συνεχώς τους διαψεύδει.
Η κύρια όμως πληγή του συνδικαλιστικού και μαζικού λαϊκού κινήματος προέρχεται απ’ τις δυνάμεις του ρεφορμισμού, τις δυνάμεις του συμβιβασμού, που κάθε φορά δένονται στην ουρά του πολιτικού συστήματος, αφού παρά τις ψευτοεπαναστατικές τους κορώνες τελικά σέρνονται στην ουρά των κυβερνητικών επιλογών.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τις δυνάμεις της πραγματικής αριστεράς, είναι φανερό ότι οφείλουν να επιμείνουν αταλάντευτα στη γραμμή που έχουν χαράξει. Στην κατεύθυνση αυτή η ΕΡΓΑΣ, η ΠΟΡΕΙΑ και ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ οφείλουν να στηρίξουν με ακόμα μεγαλύτερη θέρμη τη γραμμή που μέχρι τώρα χάραξαν με σημαντική επιτυχία.