Αργήσαμε, σύντροφε. Αργήσαμε πολύ.
Πρέπει να πούμε το δικό μας τραγούδι.

Τα πάνω κάτω έχουν έρθει. Οι καιροί τρέχουν αφηνιασμένοι και χρόνος για φτιασιδώματα δεν υπάρχει. Όλα φαίνονται όπως ακριβώς είναι.
Πάρτε για παράδειγμα την κυβέρνηση του κυρΜητσοτάκη. Αφού «έβαψε» την Ελλάδα μπλε, αφού ανέβηκε πανηγυρικά στην εξουσία, υποσχέθηκε να φτιάξει το κράτος. Με την αλαζονεία, που περισσεύει στους ανόητους. Όλοι, οι προηγούμενοι κυβερνήτες, τα ίδια υπόσχονταν, να φτιάξουν το κράτος, για να λέμε και του στραβού το δίκιο. Χωρίς να κάνουν ούτε τα στοιχειώδη. Με τη διαφορά πως τότε είχαν το χρονικό περιθώριο να πλασάρουν την ανικανότητα και την αδιαφορία τους με πολύ μπλα μπλα.

Σε ένα κόσμο που περισσεύουν λεφτά για να δεκαπλασιάζει το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού την περιουσία του, αλλά δεν περισσεύουν για την υγεία του υπόλοιπου 90%, ήταν φυσικό να συμβεί και ο κοροναϊός. Και ήταν φυσικό να φτάσει και στην Ελλάδα. Ποιό κράτος; Αυτό που ανάλγητα κλείνει τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, γιατί οι δανειστές-φίλοι μας θέλουν να περικοπούν οι δημόσιες δαπάνες; Αυτό που μειώνει το προσωπικό των νοσοκομείων; Η κυβέρνηση, λέει, ιχνηλατεί τους δρόμους που πήρε ο ιός. Φήμες πως το υπουργείο Υγείας προσέλαβε με διαδικασίες ΑΣΕΠ, Ινδιάνους, της φυλής Τσερόκι, που είναι καλοί στην ιχνηλασία, αναντάμ παπαντάμ, ελέγχονται ως ψεύτικες. Επίσης, φήμες πως ο κρατικός μηχανισμός κάνει μετάνοιες και προσευχές στα εικονίσματα, να κρατήσει ο ζεστός καιρός και να τη «σκαπουλάρουμε» με λίγα θύματα, προς δόξαν των ιατρικών επιτευγμάτων του 21ου αιώνα, ελέγχονται και αυτές. Άσε που είναι και το κρουαζιερόπλοιο… Παναΐαμ!!! Όλοι τον βλέπουμε, το γυμνό βασιλιά. Είπαμε πού καιρός για φτιασίδια… Ξεκίνησε καβάλα στο άλογο και γύρισε τσαλακωμένος ο πολλά υποσχόμενος πρωθυπουργός. Ή καλύτερα, όπως το διατυπώνουν οι θυμόσοφοι Αρβανίτες: «Βάτε με κάλιι, έρδε με γκομάρ». Πήγε με άλογο, γύρισε με γαϊδούρι, δηλαδή.

Τα ΜΑΤ του στρατάρχη Χρυσοχοΐδη, αυτουνού που μέχρι τέλους Μαρτίου θα έχει… καθαρίσει τα Εξάρχεια, αποβιβάστηκαν στη Λέσβο και τη Χίο. Αλαζονική η βεβαιότητα, τού στρατάρχη, πως μπορεί να βάλει τους διαμαρτυρόμενους στη θέση τους. Κι οι νησιώτες, οι «συνέλληνες», δεν τους χειροκρότησαν, όπως μας διαβεβαίωνε, ο στρατάρχης, πως συμβαίνει πια με κυβέρνηση κυρΜητσοτάκη. Και έπεσε πέτρα πολλή. Μέχρι και ο καθρέφτης εκείνου του αυτοκινήτου, τους πέταγε πέτρες. Δεν το είδατε; Βέβαια ο τουρκόσπορος. Γι’ αυτό και τον μαύρισαν στο ξύλο. Τον καθρέφτη. Και όταν τα πράγματα φτάσαν στο απροχώρητο, άρχισαν τα φτιασιδώματα: «Τους λείπει η εκπαίδευση, είναι φρεσκοδιορισμένοι». Μα αυτή ακριβώς ήταν η εκπαίδευσή τους. Και την εφάρμοσαν κατά γράμμα. Συμπέρασμα; Πήγαν αλαζόνες γύρισαν τσαλακωμένοι.

Πιάσε ένα μετάλλιο «Βάτε με κάλιι, έρδε με γκομάρ», για το στρατάρχη.

Και τότε ήρθε ο… πόλεμος. Εχθρός; Οι απελπισμένοι της ουδέτερης ζώνης. Ουδέτερη. Τι αθώο επίθετο για μια λωρίδα γης, όπου στις πλάτες Ανθρώπων, παίζονται εγκληματικά παιχνίδια…
«Και τι να κάνουμε; μπορούμε στα χάλια μας να θρέψουμε τόσους ανθρώπους;». Ρωτάνε με αθώο ύφος τα παπαγαλάκια. Και το δηλητήριο σταλάζει στα μυαλά των ανθρώπων.

Ε! Λοιπόν:
Μαζί, δεν μπορούμε τίποτα!
Όχι δεν υπογράψαμε, μαζί, τα Δουβλίνα, τα Λονδίνα, τα Παρίσια, τα Σένγκεν, τα… που υποχρεώνουν την πτωχευμένη χώρα μας να μετατρέπεται σε απέραντο στρατόπεδο συγκέντρωσης ψυχών. Ώστε να διατηρούν την «καθαρότητά» τους οι φασιστο-αποκλίνουσες ηγέτιδες χώρες της Ευρώπης, καθώς συνεχίζουν να τρώνε σαν τα όρνια, από τις σάρκες της.

Όχι δεν υπογράψαμε, μαζί, την ένταξη στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Όλους αυτούς που σπέρνουν πολέμους, δυστυχία, φτώχεια και μετακινήσεις απελπισμένων.

Όχι δεν δώσαμε, μαζί, τη Σούδα, τον Άραξο, την Αλεξανδρούπολη, τη Λάρισα να επιχειρούν οι δολοφόνοι και ερημωτές της Μέσης Ανατολής.
Και όπως δεν «τα φάγαμε μαζί», «δεν μπορούμε μαζί», Τίποτα.
Η κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια, προσπαθούν να πείσουν πως ο εχθρός του φτωχού, είναι ο ξυπόλυτος. Ότι τέρας είναι αυτός που από τόση απελπισία, αφήνει τα χώματα του χωριού του, που εμείς ακόμα δεν μπορούμε καν να τη φανταστούμε.

Ας αναδείξουμε τα πραγματικά τέρατα που ματώνουν τον πλανήτη και ας κρατηθούμε γερά στη μεριά του Ανθρώπου.

Τάνια