Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, μπροστά στην πρωτοφανή μαζικότητα και ενότητα της μεγαλύτερης γενικής απεργίας των τελευταίων δεκαετιών, επιστρατεύει την τρομοκρατία για να κάμψει την οργή και τις αγωνιστικές διαθέσεις του λαού. Επί δύο συνεχόμενες εβδομάδες οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι έσπερναν τον πανικό μέσα από τα τηλεπαράθυρα, προδικάζοντας βίαια επεισόδια και μιλώντας για την αστυνομοκρατούμενη πρωτεύουσα με 5.000 αστυνομικούς, πολλούς από αυτούς κρυμμένους στο πλήθος των διαδηλωτών. Είναι σίγουρο πως ήταν κομμάτι των κυβερνητικών σχεδίων η εκτεταμένη ρίψη δακρυγόνων και χειροβομβίδων κρότου λάμψης, η επανεμφάνιση της Αύρας με την αξιοποίηση δύο οχημάτων αλλά και η εκτεταμένη χρήση βίας, ξυλοδαρμών, συλλήψεων και καταστροφής δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας από τις αφηνιασμένες συμμορίες των ΜΑΤ και των Δέλτα. Η κυβέρνηση επιχειρεί να αμαυρώσει τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις και να στρέψει το δημόσιο διάλογο στην κινδυνολογία για τα επεισόδια, ξεπλένοντας πλήρως την κρατική καταστολή που στρέφεται για ακόμα μια φορά με λύσσα απέναντι στον αγωνιζόμενο λαό.
Σύμμαχο σε αυτές τις απόπειρες αποπροσανατολισμού του δημόσιου διαλόγου από το κύριο, που είναι η εκκωφαντική, μαζική καταδίκη της κυβερνητικής πολιτικής, η κυβέρνηση βρίσκει ξανά στους χρήσιμους ηλίθιους, οπαδούς της «βίας», σε ομάδες του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου και οργανωμένες ομάδες οπαδών. Είναι δευτερεύουσας σημασίας αν τα επεισόδια ξεκινάνε από βαλτούς της αστυνομικής ασφάλειας ή γνήσιους υποστηρικτές της «οργανωτικής αντιπαράθεσης» με τις αστυνομικές δυνάμεις. Το κύριο είναι πως η ατομική δράση και η μηδενιστική βία αυτών των ομάδων στέκεται απέναντι και έξω από το μαζικό κίνημα, τη φυσιογνωμία και τις διαδικασίες του, είναι βούτυρο στο ψωμί της κρατικής καταστολής και προπαγάνδας που επιχειρεί να τρομοκρατήσει το λαό. Αυτό μαρτυρά άλλωστε και η αντιφατική λογική των ίδιων των υποστηρικτών των «σκληρών συγκρούσεων», όταν το κάψιμο της Μαρφίν το 2010 το αποδίδουν σε ασφαλίτες, αλλά όταν καταγγέλλονται αντίστοιχες δράσεις σήμερα μιλούν για «προβοκατορολογία».
Η ρίψη μολότοφ και η έναρξη πετροπόλεμου με τα ΜΑΤ από ομάδες που καπελώνουν τις κινητοποιήσεις, μπαινοβγαίνουν από οργανωμένα μπλοκ και αξιοποιούν τη μαζικότητα μόνο για να ικανοποιήσουν την εγωιστική τους επιθυμία για ατομική εκτόνωση, δεν ωφελεί σε τίποτα το πραγματικό κίνημα. Ίσα-ίσα, σε μια ασφυκτική συγκέντρωση, με χιλιάδες συνταξιούχους, οικογένειες και μικρά παιδιά, με την εξέδρα να διακόπτει συχνά για την εξεύρεση γιατρών προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι λιποθυμίες ανθρώπων που προκαλούνταν από το συνωστισμό, η πρόκληση της κρατικής καταστολής και η χρήση μολότοφ μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως αντικοινωνική και επικίνδυνη, ως πράξη που περιμέναμε από την κυβέρνηση η οποία δε λογαριάζει τις ζωές μας και θέλει να κάμψει το κίνημα, αλλά που είναι αδιανόητη όταν γίνεται στο όνομα του «αγώνα».
Οι πλατιές μάζες που κινητοποιήθηκαν στην πανελλαδική-πανεργατική απεργία προσπάθησαν να αποτρέψουν τα επεισόδια. Σε πολλές περιπτώσεις σε όλη τη χώρα χαρακτήρισαν αυτές τις ομάδες ως βαλτούς της κυβέρνησης χωρίς κανένα πατρονάρισμα, ακριβώς επειδή οι απλοί άνθρωποι κατανοούν ότι μόνο την κυβέρνηση εξυπηρετούν τα επεισόδια. Ο λαός δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του σε κουκουλοφόρους, τους οποίους απομόνωσε και καταδίκασε ως ξένο σώμα τόσο κατά τη διάρκεια των συγκεντρώσεων όσο και τις επόμενες ημέρες.
Μπροστά στη λαϊκή κατακραυγή, η πλειονότητα του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου στέκεται με μικροαστική υπεροψία, καταδικάζοντας τους εργαζόμενους που δεν υποστηρίζουν την επιζήμια και σεχταριστική στάση της τυφλής βίας, αποδεικνύοντας πως αυτός ο χώρος έχει αποσπαστεί πλήρως από τις λαϊκές μάζες και τις διεργασίες που συντελούνται εντός τους. Η υπεροψία αυτή είναι προκλητικό να έρχεται από έναν χώρο ο οποίος δύο χρόνια σκληρής κυβερνητικής καταστολής ήταν άφαντος, πλήρως πειθαρχημένος στις πολιτικές της καραντίνας, όταν αγωνιστές της αριστεράς και του συνδικαλιστικού κινήματος βρέθηκαν στην προμετωπίδα των αγώνων για να σπάσουν οι απαγορεύσεις συγκεντρώσεων και κυκλοφορίας. Μεγάλο κομμάτι αυτού του χώρου άλλωστε είχε μετατραπεί σε ουρά του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και με δημόσιες ανακοινώσεις εκλογικής στήριξης κατά τη μνημονιακή περίοδο. Τόση είναι η «επαναστατικότητα» και η «ταξική αναλγησία» του αναρχισμού.
Αντίστοιχα επιζήμια είναι η στάση δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά που υποθάλπει και απολογείται για αυτά τα επεισόδια και στέκονται με αμηχανία, αδυνατώντας να καταδικάσουν την επιζήμια δράση αυτών των ομάδων, δεχόμενες πιέσεις από μια θολή αίσθηση «ενότητας», όχι με το λαό, αλλά με το αντιεξουσιαστικό κίνημα.
Σε περιόδους μαζικοποίησης του λαϊκού κινήματος πάντοτε ανασύρονται ζητήματα τέτοια φύσης, και μια πραγματική αριστερά οφείλει να παίρνει ξεκάθαρη στάση. Δεν θα επιτρέψουμε να μετατραπεί το μαζικό κίνημα σε συμπλήρωμα της προβοκατόρικης και αντικοινωνικής δράσης κανενός. Αυτό εξυπηρετεί μονάχα την κυβέρνηση που θέλει να λοιδορήσει και να χτυπήσει τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις. Η άνοδος της ακροδεξιάς και το ολοένα εντεινόμενο πολεμικό κλίμα παγκοσμίως νομοτελειακά θα φέρει και περαιτέρω όξυνση της κρατικής καταστολής. Η περιφρούρηση των συγκεντρώσεων είναι ένα σημαντικό ζήτημα, όμως είναι σίγουρο πως η επιτυχημένη λαϊκή αντίσταση δεν έχει σχέση με τα επεισόδια αυθαίρετων ομάδων. Πρώτιστο μέλημα πρέπει να είναι η περιφρούρηση της μαζικότητας, και μόνο μέσα από τη διατήρηση της μαζικότητας και την απόκτηση πείρας από τις ίδιες τις μάζες μπορεί να προκύψει και η αντίστοιχη οργανωτική διαπαιδαγώγηση, που θα οδηγήσει στη νικηφόρα αντιμετώπιση της κρατικής καταστολής, αδιαχώριστο κομμάτι της οποίας αποτελεί η προβοκατόρικη βία.