Κλιμακώνει την αντιπαράθεσή του με την κυβέρνηση η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, επενδύοντας μονομερώς και δημαγωγικά στο πεδίο της δημοκρατίας, που το θεωρεί προνομιακό. Αυτό επιβεβαιώνει και ο τίτλος «η Δημοκρατία αντεπιτίθεται» της κεντρικής πολιτικής εκδήλωσης που πραγματοποίησε την Τετάρτη 1 Φλεβάρη στο Περιστέρι.
Από τον τίτλο και μόνο, που είναι κακέκτυπο της αμερικανικής προπαγάνδας, μπορεί κανείς να αντιληφθεί το πραγματικό περιεχόμενο της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική εκδήλωση πραγματοποιήθηκε ελάχιστες ημέρες μετά την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε στη Βουλή και η οποία -όπως ήταν αναμενόμενο- καταψηφίστηκε μέσα σε ένα κλίμα τεχνητής όξυνσης πολύ χαμηλού πολιτικού επιπέδου, με την κοκορομαχία ανάμεσα στη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ να δίνει και να παίρνει. Είναι ακόμα συνέχεια της δημόσιας δήλωσης πως «ο ΣΥΡΙΖΑ θα απέχει από όλες τις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες» μέχρι να στηθούν οι κάλπες, διότι -σύμφωνα με τον Τσίπρα- τα κοινοβουλευτικά όπλα έχουν εξαντληθεί. Μοναδικός αστερίσκος σε όλη αυτή την επικοινωνιακή φιέστα είναι η ψηφοφορία στο επικείμενο ν/σχ για τον αποκλεισμό των χρυσαυγιτών από τις εκλογές στην οποία θα συμμετάσχει κανονικά, ακυρώνοντας έτσι τον εαυτό του και όσα διακηρύσσει περί «εξάντλησης των κοινοβουλευτικών όπλων».
Θεωρώντας ότι έτσι μπορεί να κερδίσει προεκλογικά πόντους από ένα πλατύ αριστερό και δημοκρατικό ακροατήριο, ο Τσίπρας καταφεύγει συστηματικά ολοένα και πιο πυκνά στο αποπροσανατολιστικό δίπολο «σκοτάδι ή φως». Αναπαράγει όλο και πιο έντονα τη ρητορική περί «έκπτωτης κυβέρνησης» και της «δημοκρατικής εκτροπής» με σκοπό να εγκλωβίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στην αντιδραστική πολιτική της ΝΔ.
Με τον τρόπο που ανοίγει την αντιπαράθεση απέναντι στην κυβέρνηση, με αφορμή τις υποκλοπές, μετατρέπει το ζήτημα των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών σε ένα πεδίο μιας ρηχής, δημαγωγικής και κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στα δύο κυρίαρχα αστικά κόμματα, αποκομμένο από το λαό και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Επιπλέον, με τη γραμμή του επιδιώκει να συγκαλύψει ή ακόμα και να εξωραΐσει την πολιτική που υπηρέτησε ως κυβέρνηση την περίοδο 2015 – ’19 αλλά και από τη θέση της αντιπολίτευσης την τελευταία τετραετία.
Το καθεστώς των παρακολουθήσεων και των υποκλοπών, που εμπλέκει τα κυβερνητικά επιτελεία, το πρωθυπουργικό γραφείο του Μητσοτάκη με τα σκοτεινά δίκτυα των παρακρατικών μηχανισμών και των μυστικών υπηρεσιών, αποτελεί διαχρονικό στοιχείο της πολιτικής της παράταξης της Δεξιάς. Όσο όμως κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να το παρουσιάσει ως αποκλειστικό «προνόμιο» της ΝΔ, η πραγματικότητα τον διαψεύδει με κραυγαλέο τρόπο. Ας θυμίσουμε ότι η αποκάλυψη των υποκλοπών του Ανδρουλάκη έφερε στο φως ένα κύκλωμα παρακολουθήσεων που αφορούσε χιλιάδες πολίτες, το οποίο γιγαντώθηκε την περίοδο των μνημονίων εμπλέκοντας άμεσα και τον ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, γεγονός το οποίο ποτέ δεν αρνήθηκε. Έχει λοιπόν μεγάλο μερίδιο ευθύνης η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και αποτελεί κομμάτι του προβλήματος της καταπάτησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων -ιδιαίτερα με την εκτόξευση των παρακολουθήσεων επί των ημερών του- και όχι της λύσης του, όπως διατείνεται τώρα καιροσκοπικά μπροστά στην κάλπη.
Δεν συνιστά άραγε δημοκρατική εκτροπή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ που ως διακυβέρνηση το καλοκαίρι του 2015 έστησε το (κάλπικο) δημοψήφισμα προπαγανδίζοντας δήθεν το «ΟΧΙ», την ίδια ώρα που παζάρευε με τα ξένα αφεντικά του το τρίτο και φαρμακερό μνημόνιο; Και στον κατάλληλο χρόνο, από κοινού με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ επέβαλαν στο λαό νέες θηλιές και σωρεία αντιλαϊκών και αντιδραστικών μέτρων, αναποδογυρίζοντας το «ΟΧΙ» σε «ΝΑΙ». Με την πολιτική που επέβαλε δυσφήμισε και διέσυρε την αριστερά, τις ιδέες και τους αγώνες της, για να ξεπλύνει και να αναβαπτίσει τελικά τη ΝΔ, δικαιώνοντας τη δεξιά πολιτική, φέρνοντάς την ενισχυμένη στη θέση της κυβέρνησης.
Η δεξιά πολιτική του αυταρχισμού και της καταπάτησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων, για την πραγματική αριστερά τουλάχιστον, δεν τελειώνει μόνο στις παρακολουθήσεις και τις υποκλοπές. Συνδέεται άμεσα και άρρηκτα με την κατεδάφιση των εργατολαϊκών κατακτήσεων, τη συρρίκνωση των μισθών και των συντάξεων, το νεοφιλελεύθερο χτύπημα στη Δημόσια Δωρεάν Υγεία – Παιδεία, τα σαρωτικά πλήγματα στην κοινωνική ασφάλιση. Ας υπενθυμίσουμε λίγα μόνο από τα αναρίθμητα αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση μαζί με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ.
Συνεχίζοντας και κλιμακώνοντας την πολιτική των μνημονίων, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επέβαλε μια σαρωτική φοροληστρική πολιτική αφαίμαξης των λαϊκών εισοδημάτων, αυξάνοντας το ΦΠΑ (από το 23% στο 24%) και το φόρο εισοδήματος για μισθωτούς, συνταξιούχους και ελεύθερους επαγγελματίες. Διατήρησε στο ακέραιο το ληστρικό ΕΝΦΙΑ, που υποτίθεται πως θα καταργούσε, μείωσε στο μισό το επίδομα πετρελαίου θέρμανσης, πετσόκοψε το ΕΚΑΣ για όλους τους χαμηλοσυνταξιούχους. Αυτά και πολλά ακόμα αντιλαϊκά μέτρα είχαν ως συνέπεια τη λεηλασία των εισοδημάτων στο όνομα των πρωτογενών πλεονασμάτων που απαιτούσαν ΕΕ και ΔΝΤ. Με το ένα χέρι ψήφιζε αυτά τα μέτρα και με το άλλο, υπηρετώντας τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και στο όνομα της «ανάπτυξης», έβγαζε στο σφυρί αεροδρόμια, λιμάνια, δρόμους, τη ΔΕΗ κλπ.
Να μην ξεχάσουμε ακόμα τη βαθιά αντιδραστική τομή που έφερε με την πολιτική του ο ΣΥΡΙΖΑ ψηφίζοντας το διαβόητο νόμο «Κατρούγκαλου» που επέφερε καίριο πλήγμα στην κοινωνική ασφάλιση, μια από τις πιο θεμελιώδεις κατακτήσεις της εργατικής τάξης. Με την πολιτική του άνοιξε το δρόμο για να αλλάξει ο κοινωνικός χαρακτήρας της, έστρωσε το έδαφος για την ιδιωτικοποίησή της, αύξησε τα όρια ηλικίας σε τέτοιο επίπεδο που καταδίκασε τους εργαζόμενους να δουλεύουν ως τα βαθιά γεράματα. Τέλος, μείωσε δραματικά τις συντάξεις εξωθώντας τους απόμαχους της εργασίας στη φτώχεια και την ανέχεια, για να τους μοιράσει μετέπειτα ψίχουλα που τα βάφτισε ως «13η σύνταξη».
Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ως διακυβέρνηση αποτέλεσε μνημείο της υποτέλειας στους Ευρωπαίους και Αμερικάνους ιμπεριαλιστές. Από την επιβολή του μνημονίου ως τις «στρατηγικές συμφωνίες» που υπέγραψε με τις ΗΠΑ και από την αντιμεταναστευτική πολιτική ως τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ βάθυνε ακόμα περισσότερο το καθεστώς της εξάρτησης και της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.
Αφού λοιπόν ανέστησε και ξανάφερε δικαιωμένη τη ΝΔ στην κυβερνητική εξουσία, στη συνέχεια ευθυγραμμίστηκε και προσαρμόστηκε με την πολιτική της σε όλα τα ζητήματα την τελευταία τετραετία. Επικαλείται σήμερα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τη δημοκρατία, αλλά ως αντιπολίτευση ανέχτηκε τον πιο αντεργατικό-αντισυνδικαλιστικό νόμο «Χατζηδάκη», φτάνοντας στο σημείο να συμπλέει με τη ΝΔ ψηφίζοντας από κοινού δεκάδες άρθρα του νόμου-εκτρώματος.
Αλλά και την περίοδο της πανδημίας, την ώρα που η κυβέρνηση της ΝΔ, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της υγειονομικής απειλής, οικοδομούσε ένα ακραία αυταρχικό καθεστώς, καταπατούσε τα δημοκρατικά δικαιώματα και επέβαλε φασιστικού τύπου απαγορεύσεις, ποια ακριβώς στάση κράτησε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως δεν ανέχθηκε το σύνολο των απαγορεύσεων, αναγνωρίζοντας «λογική» πίσω από την πολιτική του βούρδουλα και της αστυνομοκρατίας που επέβαλε η ΝΔ; Μπροστά στο ξέσπασμα της πανδημίας, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πρώτη κήρυξε πως «δεν είναι ώρα αντιπολίτευσης αλλά ευθύνης» παρέχοντας με αυτό τον τρόπο πλήρη στήριξη στην κυβέρνηση της ΝΔ και τις επιλογές της.
Σήμερα, παραμονές των εκλογών, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, χρεωμένη με αυτά και άλλα τόσα πεπραγμένα, ψελλίζει γενικόλογα για τους μισθούς και τις συντάξεις, επιδίδεται σε μια δημαγωγική κούρσα παροχολογίας απέναντι στη ΝΔ. Υπόσχεται ανέξοδα αυξήσεις στον κατώτατο μισθό μερικά ευρώ παραπάνω απ’ όσα εξαγγέλλει και υπόσχεται η κυβέρνηση της ΝΔ. Μπροστά στην καλπάζουσα ακρίβεια, όχι μόνο ψηφίζει την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης, δηλαδή τα ψίχουλα που μοιράζει από το φαγοπότι του μεγάλου κεφαλαίου στις πλάτες του λαού, αλλά τάζει μια από τα ίδια χωρίς να θίξει ούτε στο ελάχιστο την ασύδοτη κερδοφορία του.
Η αναμενόμενη όξυνση της αντιπαράθεσης και η πόλωση του πολιτικού σκηνικού, οι κοκορομαχίες ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ ελάχιστη σχέση έχουν με τα πραγματικά προβλήματα του λαού και του τόπου, με τη φτώχεια και την ακρίβεια, με την καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, με το καθεστώς της εξάρτησης και της υποτέλειας. Η μεταξύ τους αντιπαράθεση θέλει να κουκουλώσει τα κοινά σημεία στα οποία συγκλίνουν οι πολιτικές τους.