Είναι απόλυτα δυνατό μία πολιτικά εσφαλμένη θέση να έχει ακτινοβολία και μεγάλη δημοφιλία. Κάτι τέτοιο συμβαίνει με την απαστράπτουσα θεωρία των «από κάτω». Σύμφωνα με αυτήν, οι «από κάτω» έχουν πάντα δίκιο και οι «από πάνω» πάντοτε άδικο. Ο αποκατισμός «έσπασε ταμεία» την περίοδο των πλατειών και υμνήθηκε με δεκάδες τρόπους, άλλοτε υστερόβουλα, άλλοτε αθώα από διάφορες οργανώσεις της αριστεράς. Μία μάλιστα από αυτές λάνσαρε περιοδικό το οποίο ονομάζει «Σοσιαλισμός από τα κάτω», σύνθημα που περιφέρει τόσο ανόητα όσο και περήφανα δεξιά κι αριστερά. Αλλά προς τι οι διθύραμβοι για «από κάτω»; Είναι αλήθεια ότι κανακεύει χιλιάδες ανθρώπους που δεν έχουν μοίρα στον ήλιο και φωνή. Είναι όμως εξίσου αλήθεια πως το σύνθημα «από κάτω» αρνείται το ρόλο της πρωτοπορίας, υπονομεύει την πρωτοπόρα και εθελοντική στράτευση, πετάει στα σκουπίδια τον στρατηγικό στόχο, την ενιαιότητα βούλησης και θέλησης.
Υπάρχουν επιτεύγματα στο χώρο της επιστήμης και της τεχνικής που έγιναν από την ομαδικότητα, τη σύμπνοια και τη συνεργασία των πολλών. Πχ τα δημοτικά τραγούδια είναι αποτέλεσμα πολλών ανθρώπων. Το ίδιο και οι κατοικίες, τα γεφύρια, ο τρύγος, ο θέρος και μια σειρά ανθρώπινες κοινωνικές δραστηριότητες, όπου γενιές επί γενεών συσσώρευσαν την εμπειρία τους για να λευτερωθούν από την ανάγκη ή καλύτερα να τη μετουσιώσουν σε δημιουργία. Μια σειρά εφευρέσεις όπως ο τροχός, η φωτιά, το σπίτι, τα ρούχα, είναι απότοκος των ανθρωπίνων δράσεων, ενδεχομένως χιλιάδων λαθών ώσπου να βρεθεί το σωστό. Η λαογραφία ως επιστήμη ασχολείται ακριβώς με αυτό που περιγράφει ο Όμηρος για τον Οδυσσέα «πολλών δ’ ανθρώπων οίδεν άστεα (πόλεις) και νόον έγνω».
Ωστόσο, εδώ στην πολιτική επιστήμη δεν μιλάμε για το πώς φτιάχνονται τα… τζάκια. Η βαθειά μελέτη του αστικού κόσμου του καπιταλισμού δε γίνεται από τα διάσπαρτα βιώματα των απλών ανθρώπων. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο δεν ήταν η συνένωση των εμπειριών εργατών. Ο Λένιν στο περίφημο “Τι να κάνουμε” -με το οποίο θέτει τις αρχές του πρωτοπόρου κόμματος της εργατικής τάξης- μας υποδείχνει με αυστηρό τρόπο τι σημαίνει η συγκέντρωση, ομογενοποίηση και δουλειά της πρωτοπορίας. Είναι άλλο πράγμα να δουλεύουμε με τον κόσμο, να μαζεύουμε σπυρί-σπυρί τις εμπειρίες του και να τις μετασχηματίζουμε σε ανώτερο επίπεδο. Δηλαδή, να μετατρέπουμε την απλή εμπειρία σε θεωρία και να την ξανακατεβάζουμε στις μάζες.
Η κοινωνία, όπως μας λέει ο Μαρξ, λύνει όσα προβλήματα μπορεί να λύσει. Δεν εκβιάζεται, ούτε υποκαθίσταται από φαντασμαγορικές ενέργειες. Οι κομμουνιστές δεν είναι πραξικοπηματίες, δε θέλουν να υποκαταστήσουν την εργατική τάξη, διδάσκονται από αυτήν αλλά ταυτόχρονα διδάσκουν με το λόγο και την πράξη τους. Όμως, ο σοσιαλισμός, τα πλάνα του, η διοίκηση, η εξωτερική πολιτική δεν είναι μέσος όρος, δε βρίσκονται στη σφαίρα του «περίπου». Στην Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, που τόσο εχθρεύονται αντιεξουσιαστές, νεοαριστεροί και τροτσκιστές, το Κομμουνιστικό Κόμμα εμπιστεύτηκε τις πολυάριθμες μάζες, τις παρακίνησε να βγουν στο προσκήνιο και να μιλήσουν για όλα και για όλους. Αλλά δεν ήταν σοσιαλισμός από τα κάτω. Ήταν η θαυμαστή συνένωση της πρωτοπορίας και της μάζας, όπως συνέβη στη δική μας εθνική αντίσταση, όπου το επαναστατικό ΚΚΕ συγχωνεύτηκε με τον ένοπλο λαό και σφυρηλάτησε τις μάζες του ΕΑΜ.
Οι κήρυκες της θεωρίας του «από κάτω» την ίδια στιγμή που σηκώνουν στα ουράνια τον κοινωνικό παρανομαστή προβαίνουν σε μια σειρά ενέργειες «ετσιθελισμού» ακόμα και με ασήμαντον αφορμή. Πρόσφατα, οι «ιερείς» των από κάτω, δηλαδή οργανώσεις που αναφέρονται στην αριστερά, ίσως και στο «Κ», έπαιξαν άγριο ξύλο μεταξύ τους για δυο τετραγωνικά μέτρα στην αντιφασιστική πορεία. Θα ήταν εξαιρετικά εύκολο και ωφέλιμη δημαγωγία να κλείνουμε σ’ όλους τους τόνους τη θεωρία των «από κάτω», όπως και άλλες δημοφιλείς προτάσεις και συνθήματα.
Αλλά οι κομμουνιστές δεν έχουν κανέναν λόγο ούτε να κρύβουν τις προθέσεις τους, ούτε να συμβιβάζονται με μισοαλήθειες που καταλήγουν ψέματα. Το από κάτω έχει αξία όταν συνδέεται με το από πάνω. Όπως σε όλες τις πραγματικές επαναστάσεις, όπου η πρωτοπόρα θεωρία συγχωνεύτηκε με τις μάζες και την ευρεσιτεχνία τους. Γι’ αυτό το λόγο συνεχίζουμε να επεξεργαζόμαστε την πολιτική θεωρία και ταυτόχρονα να αναζητούμε διαύλους επικοινωνίας με το λαό και τη νεολαία. Να ενώσουμε τη σπίθα με το μπαρούτι.
(Με αφορμή τα 200 χρόνια από την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821 θα χρειαστεί να επανέλθουμε στο ζήτημα θεωρία και πράξη).