Πάψε με ευχές να ελπίζεις
οι θεοί πως θα λυγίσουν

Αγανάκτηση και οργή, κυρίως υπόκωφες εδώ και πολύ καιρό, διακατέχουν τους ανθρώπους σε όλη τη γη. Η πείνα, οι πόλεμοι και ο αναγκαστικός ξενιτεμός εκατομμυρίων ανθρώπων, για μεγάλα τμήματα των χωρών της Αφρικής και της Ασίας. Η φτωχοποίηση, οι μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας, η ανελευθερία και η βίαιη καταστολή για τις υποτιθέμενα δημοκρατικά λειτουργούσες χώρες της ονομαζόμενης Δύσης. Αυτά τροφοδοτούν καθημερινά την αγανάκτηση και την οργή.

Οι πραγματικοί παγκόσμιοι κυβερνήτες, αναγκάζονται να απεργάζονται λύσεις που θα επιμηκύνουν την περίοδο, όπου οι αντιδράσεις δεν θα αποτελούν σοβαρή απειλή. Μέχρι οι κυβερνήτες να μην μπορούν να κυβερνήσουν και οι κυβερνώμενοι να μην θέλουν να κυβερνηθούν…
Πρώτα ανακήρυξαν τις πανανθρώπινες ιδέες της Αριστεράς, την αλληλεγγύη, την ισότητα, τη ζωή με αξιοπρέπεια ντεμοντέ, απαρχαιωμένες, εκτός συρμού, απραγματοποίητες ουτοπίες, ξύλινες. Ύστερα πιπίλησαν το μυαλό των ανθρώπων με την υπόσχεση για «Αλλαγή». Αλλαγή του απάνθρωπου καπιταλισμού σε καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Βαφτίσανε αυθαίρετα κάθε αλλαγή «πρόοδο» και καθετί νέο ή διαφορετικό σαν υπέρτερο και ανώτερο από τα προηγούμενα. Επειδή οι σαλτιμπάγκοι που αναλαμβάνουν να φτιασιδώσουν το απάνθρωπο πρόσωπο του καπιταλισμού, οι αστοί πολιτικοί, γρήγορα φθείρονται και κουράζουν το πόπολο, όλο και πιο έντονα, όλο και πιο αγχωμένα, προτείνονται σαν πρότυπα οι «νέοι» πολιτικοί που έχουν να πουν «πρωτότυπες ιδέες και συμπεριφορές». Ο δικός μας Βάρναλης, από το 1931, στην «Αληθινή απολογία του Σωκράτη», στηλιτεύει την ευκολία με την οποία, συχνά, εντυπωσιάζονται οι άνθρωποι από τους σαλτιμπάγκους: «Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά, σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών, δε θα παραξενεβόσαστε, γιατί θα πιστέβατε πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά και τρώω τις φλόγες. Κι αν ήμουνα κομπογιαννίτης να σας μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές, θα πιστέβατε, πως σε μένα χρωστάτε τη ζωή σας».
Από το 1931; Βλέπετε το «νέο» ή το «πρωτότυπο» δεν είναι πάντα πρωτότυπο και προπαντός δεν είναι «νέο». Και δεν συμβαίνει μόνο στην πολιτική αυτό. Ένα από τα χαρακτηριστικά, μάλιστα, του καιρού μας είναι αυτή η συνεχής και ακατάσχετη αναζήτηση για «πρωτοτυπία»: στη ζωγραφική, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην αρχιτεκτονική. Το καινοφανές βαφτίζεται με περισσή ευκολία «νέο», ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει να επιδείξει καμιά καινοτομία. Είναι απλώς ματαιόδοξο, ερωτευμένο με τον εαυτό του.

Είναι, άραγε, το «νέο» ο Κασσελάκης, που αναδείχτηκε βασισμένος στην παμπάλαια αρχή της διαφήμισης, του life style, της κενότητας στις πολιτικές θέσεις, κάποιες από τις οποίες είναι και αντιδραστικότατες και παλαιότατες, όπως ότι το ΝΑΤΟ είναι «ιερή συμμαχία»; Ή μήπως φαντάζει απλώς σαν νέο, επειδή οι προκάτοχοί του έχουν κάνει τις κωλοτούμπες τους, τις κυβιστήσεις επισήμως, έχουν πράξει και συναινέσει στην εξαθλίωση του λαού, ενώ αυτός δεν πρόλαβε να πράξει αναλόγως;

Είναι, άραγε, το «νέο» η ταυτόχρονη δήλωση στη ΔΕΘ Μητσοτάκη, Ανδρουλάκη και του Κασσελάκη στις εσωκομματικές φαγωμάρες, ότι απολογούνται «μόνο στο λαό»; Παμπάλαιο και αυτό με όλους ανελλιπώς τους πολιτικούς να καυχώνται για το τοιούτον τι και ο λαός, που τάχα τον έχουν κορόνα στο κεφάλι τους, να βρίσκεται στη γωνία.

Είναι, άραγε, το «νέο» ο Δούκας που ζητάει να γίνει πρόεδρος στο ΠΑΣΟΚ, γέννημα και θρέμμα του πολιτικού χώρου που αγκαλιά με τη δεξιά υπογράφανε μνημόνια πάνω στα μνημόνια, ή μήπως είναι ο Ανδρουλάκης όπου και οι δυο τους απλά δεν προλάβανε να πράξουν όλα όσα αντιλαϊκά έπραξαν οι υπόλοιποι;

Πώς λοιπόν και ποιος θα ορίσει το νέο χωρίς εισαγωγικά; Και πώς θα το αναγνωρίσουμε;
Το νέο δεν μπορεί παρά να έχει ρίζες. Παρθενογενέσεις υπάρχουν μόνο στα παραμύθια και στις θρησκείες. Δεν μπορεί να γεννηθεί «ξαφνικά». Έχει βαθιά τις ρίζες του στο παλιό και απλώνει τα κλαδιά του στο μέλλον. Δεν κατοικεί στα παλάτια και στις επαύλεις. Δεν λέει ψέμματα και δεν φτιασιδώνεται. Κατοικεί στους αγώνες, στις καρδιές και στην υψωμένη γροθιά των ανθρώπων της Αριστεράς και των κομμουνιστών.

Τάνια