Η Κίνα βρέθηκε στο επίκεντρο της Συνόδου Κορυφής των G7 που έλαβε χώρα στη μαρτυρική Χιροσίμα της Ιαπωνίας. Σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την όξυνση του ανταγωνισμού της Ουάσιγκτον και των στενών της συμμάχων, με το Πεκίνο, αλλά και τις φωνές στην Ευρώπη για «αυτονομία» μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, οι 7 ηγέτες επεδίωξαν να εμφανιστούν με μια φωνή απέναντι στον ασιατικό γίγαντα.
Με αυτά τα δεδομένα το κοινό ανακοινωθέν επιδιώκει την ισορροπία ανάμεσα στη «σκληρή» αγγλοσαξωνική γραμμή με την οποία συνάσσεται και η Ιαπωνία και στην πιο εξισορροπητική ευρωπαϊκή στάση. Απ’ τη μια κατήγγειλαν το Πεκίνο για «στρατιωτικοποίηση» της περιφέρειας Ασίας – Ειρηνικού και για «επεκτατικές θαλάσσιες διεκδικήσεις» στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, κατηγορώντας το για «εξαναγκασμό». Ζήτησαν «να μην επιδίδεται σε παρεμβατικές ενέργειες» στα εσωτερικά τους και επανέφεραν τις υποκριτικές τους «ανησυχίες» για τα ανθρώπινα δικαιώματα, στο Θιβέτ και την επαρχία Σιντζιάνγκ. Επίσης τόνισαν «τη σημασία της ειρήνης και της σταθερότητας σε όλες τις πλευρές του στενού της Ταϊβάν», την οποία συνεχώς υποδαυλίζουν με τις ενέργειές τους.
Ο Αμερικανός πρόεδρος στις δηλώσεις του ισχυρίστηκε πως τα μέλη του G7 είναι πιο ενωμένα από ποτέ για «να αντισταθούμε μαζί στον οικονομικό καταναγκασμό και να αντιμετωπίσουμε τις επιβλαβείς πρακτικές». Στο ίδιο μήκος κύματος ο Βρετανός πρωθυπουργός, Ρ. Σούνακ, ξεκαθάρισε ότι «η Κίνα συνιστά τη μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας για την παγκόσμια ασφάλεια και ευημερία. Είναι όλο και πιο αυταρχική στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό».
Είχε προηγηθεί, λίγες μέρες νωρίτερα η τοποθέτηση του Αμερικανού υπουργού Λ. Όστιν, στην Επιτροπή Πιστώσεων της Γερουσίας, όπου χαρακτήρισε την Κίνα τον «μόνο μας ανταγωνιστή με την πρόθεση αλλά και, αυξανόμενα, την ικανότητα να αναμορφώσει το διεθνές σύστημα» και η οποία «ξεκίνησε μια ιστορική στρατιωτική οικοδόμηση, μεταξύ άλλων στο Διάστημα και τον κυβερνοχώρο». Με σκοπό «να συνεχιστεί η περήφανη παράδοση της παγκόσμιας ηγεσίας των ΗΠΑ», ο Όστιν ξεκαθάρισε πως: «Η αποστολή του υπουργείου μας είναι καθαρή: Να αποτρέψουμε την επίθεση που απειλεί τα ζωτικά μας εθνικά συμφέροντα. Γι’ αυτό και επενδύουμε περισσότερο από ποτέ σε μια μεγάλη δύναμη κρούσης και ένα δόγμα μεγαλύτερης αντοχής στον Ινδο-Ειρηνικό». Για τον σκοπό αυτό στον στρατιωτικό προϋπολογισμό γίνεται αύξηση κατά 40% σε σχέση με πέρσι στα κονδύλια για την Πρωτοβουλία Αποτροπής στον Ινδο-Ειρηνικό.
Απ’ την άλλη το ανακοινωθέν διακηρύττει την ετοιμότητα των G7 να οικοδομήσουν «εποικοδομητικές και σταθερές σχέσεις με την Κίνα» επιδιώκοντας έναν ειλικρινή διάλογο. Ταυτόχρονα διευκρινίζει πως «είναι απαραίτητο να συνεργαστούμε με την Κίνα , δεδομένων του ρόλου της στη διεθνή κοινότητα και του μεγέθους της οικονομίας της, πάνω στις παγκόσμιες προκλήσεις και στους τομείς κοινού ενδιαφέροντος».
Ο Τζο Μπάιντεν, σε μια προσπάθεια να συμβιβάσει τις διαφορετικές προσεγγίσεις εντός των G7, αλλά και να κερδίσει χρόνο ώστε να οικοδομηθούν πολιτικοί, οικονομικοί και στρατιωτικοί όροι για πλήρη αποσύνδεση από την Κίνα τόνισε πως «δεν επιδιώκουμε να “αποσυνδεθούμε” από την Κίνα. Επιδιώκουμε να μειώσουμε τον κίνδυνο (“de-risk”) και να διαφοροποιήσουμε τη σχέση μας με την Κίνα». Μια τοποθέτηση που προσιδιάζει με τις ευρωπαϊκές αναλύσεις για τη σχέση με την Κίνα αλλά και που συμπυκνώνει τις δυσκολίες του εγχειρήματος της πλήρους ρήξης μαζί της. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός επιδιώκει μέσω του προπαγανδιστικού ιδεολογήματος του «μετώπου των δημοκρατιών» να συσπειρώσει χώρες σε ένα κοινό αντικινεζικό μέτωπο με σκοπό την ανάσχεση και τον περιορισμό του Πεκίνου.
Στη σύνοδο προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν εκτός από την Ε.Ε. δια του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ ακόμη οκτώ χώρες. Η Αυστραλία, η Ινδία, η Βραζιλία, η Νότια Κορέα, η Ινδονησία, οι νήσοι Κομόρες (εκπροσωπώντας την Αφρικανική Ένωση) και τα Νησιά Κουκ (ως εκπρόσωπος του Φόρουμ των Νησιών του Ειρηνικού). Παρατηρεί κανείς ότι στους καλεσμένους περιλαμβάνονται και χώρες (Ινδία, Βραζιλία, Βιετνάμ, Ινδονησία) που διατηρούν στενούς δεσμούς ή συνεργάζονται με την Κίνα σε διάφορα επίπεδα.
Στη Χιροσίμα συναντήθηκαν και οι ηγέτες του σχήματος «Quad» (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ινδία, Αυστραλία), μετά από τη ματαίωση της επίσκεψης Μπάιντεν στην Αυστραλία (όπου ήταν να διεξαχθεί η Σύνοδος) και στην Παπούα Νέα Γουινέα. Ο Αμερικανός πρόεδρος έπρεπε να επιστρέψει επειγόντως στις ΗΠΑ για να διαπραγματευτεί για το όριο χρέους με τους ρεπουμπλικάνους.
Στο τελικό ανακοινωθέν τα μέλη του Quad δήλωσαν ότι είναι «σθεναρά ενάντιοι σε αποσταθεροποιητικές ή μονομερείς ενέργειες που θα επιδιώξουν να αλλάξουν το στάτους κβο με τη βία ή τον καταναγκασμό (…) Εκφράζουμε σοβαρή ανησυχία για τη στρατιωτικοποίηση αμφισβητούμενων περιοχών, την επικίνδυνη χρήση της Ακτοφυλακής και των πολεμικών ναυτικών σκαφών, και τις προσπάθειες που εμποδίζουν τις δραστηριότητες εκμετάλλευσης εξωχώριων πόρων».
Στο περιθώριο της Συνόδου του G7, Ιαπωνία και Βρετανία υπέγραψαν τη «Συμφωνία της Χιροσίμα». Στη συμφωνία προβλέπεται η ενίσχυση της βρετανικής στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή με τον διπλασιασμό των στρατιωτικών δυνάμεων για γυμνάσια με το Τόκιο. Επίσης το 2025 θα αναπτυχθεί στον Ινδο-Ειρηνικό το βρετανικό αεροπλανοφόρο «Queen Elisabeth» μαζί με τη δύναμη κρούσης του.
Στο απόηχο της Συνόδου ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, Φούμιο Κισίντα, επιβεβαίωσε τις πληροφορίες πως «εξετάζεται» το ενδεχόμενο ανοίγματος γραφείων του ΝΑΤΟ στην Ιαπωνία, χωρίς να υπάρχει ακόμη «ειλημμένη απόφαση». Τη συζήτηση για την παγκόσμια επέκταση του ΝΑΤΟ (παγκόσμιο ΝΑΤΟ) επιβεβαίωσε και η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Λιζ Τρας, η οποία από την Ταϊβάν κάλεσε για ένα «οικονομικό ΝΑΤΟ» που θα αντιμετωπίσει την Κίνα. Δηλαδή την στρατιωτικοποίηση του οικονομικού ανταγωνισμού Δύσης – Πεκίνου.
Το Πεκίνο εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκειά του και τη σθεναρή του αντίθεση για το ανακοινωθέν των G7. Ο Κινέζος υφυπουργός Εξωτερικών, Σουν Ουεϊντόνγκ, κάλεσε τον Ιάπωνα πρεσβευτή Χιντέο Ταρούμι, για να του διαμαρτυρηθεί, ως τον εκπρόσωπο της χώρας που φιλοξένησε τη σύνοδο της G7. Δήλωσε ότι η Ιαπωνία συνεργάστηκε με τις άλλες χώρες στη σύνοδο της G7 «σε ενέργειες και κοινές ανακοινώσεις (…) με στόχο να δυσφημήσουν την Κίνα, να παρέμβουν ωμά στις κινεζικές εσωτερικές υποθέσεις, να παραβιάσουν τις βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου και το πνεύμα των τεσσάρων πολιτικών κειμένων μεταξύ της Κίνας και της Ιαπωνίας», μια αναφορά στην Κοινή Δήλωση Κίνας- Ιαπωνίας του 1972.
Στο κεντρικό της άρθρο, με τίτλο «η G7 έχει καταλήξει ένα αντικινεζικό εργαστήρι», η εφημερίδα Global Times ανέφερε ότι «οι ΗΠΑ ασκούν μεγάλες πιέσεις για να δημιουργήσουν ένα αντικινεζικό δίκτυο στον δυτικό κόσμο». «Δεν πρόκειται απλώς για κατάφωρη παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα της Κίνας και για δυσφήμησή της, αλλά και για μια απροκάλυπτη τάση για σύγκρουση μεταξύ των δύο πλευρών», πρόσθετε το άρθρο. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν οι δηλώσεις των Κινέζων πρεσβευτών σε Καναδά και Ηνωμένο Βασίλειο που «άστραψαν και βρόντηξαν» καλώντας τους G7 να εγκαταλείψουν την ψυχροπολεμική νοοτροπία και τις ιδεολογικές προκαταλήψεις.
Το ενδεχόμενο να ανοίξει γραφείο του ΝΑΤΟ στην Ιαπωνία, σχολίασε η εκπρόσωπος του κινεζικού ΥΠΕΞ, Μάο Νινγκ. Δήλωσε ότι «η περιοχή Ασίας – Ειρηνικού δεν καλωσορίζει την αντιπαράθεση μεταξύ ομάδων, δεν καλωσορίζει τη στρατιωτική αντιπαράθεση», ενώ προέτρεψε την Ιαπωνία να είναι «ιδιαίτερα προσεκτική στο θέμα της στρατιωτικής ασφάλειας», σύμφωνα και με «το ιστορικό της επιθετικότητάς της».
Αμυντική συμφωνία των ΗΠΑ με την Παπούα Νέα Γουινέα
Μετά τη Σύνοδο Κορυφής του G7 ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Αντ. Μπλίνκεν, υπέγραψε με τον πρωθυπουργό της Παπούα Νέας Γουινέας, Τζέιμς Μαράπε, «αμυντική» συμφωνία των ΗΠΑ με την νησιωτική χώρα του Ειρηνικού. Η Παπούα Νέα Γουινέα γειτονεύει με τα Νησιά Σολομώντα με τα οποία πρόσφατα η Κίνα υπέγραψε στρατιωτική συμφωνία..
Ο Μαράπε δήλωσε ότι «περνάμε από μια γενική σχέση (…) σε μια ειδική σχέση με τις ΗΠΑ». Σημείωσε πως η συμφωνία προσφέρει στις ΗΠΑ προνομιακή πρόσβαση στα ύδατα της χώρας του, με αντάλλαγμα πρόσβαση στους αμερικανικούς δορυφόρους παρακολούθησης. Ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία δεν εμποδίζει τη χώρα του να συνάψει αντίστοιχες συμφωνίες με άλλες χώρες, περιλαμβανομένης της Κίνας .
1η Σύνοδος Κορυφής Κίνας – Κεντρικής Ασίας
Την ώρα που ο Τζο Μπάιντεν συναντούσε στην Ιαπωνία τους ηγέτες των G7 ο πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίννγκ, υποδέχθηκε τους ομολόγους του από τις πέντε χώρες της κεντρικής Ασίας (Καζακστάν, Κιργιστάν, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν). Πρόκειται για την πρώτη σύνοδο των χωρών αυτών μετά την εγκαθίδρυση διπλωματικών σχέσεων με την Κίνα το 1992.
Σε μια συμβολική επιλογή, η Σύνοδος, η οποία χαρακτηρίστηκε «εξαιρετικά σημαντική» από το Πεκίνο, διεξήχθη στη μεγάλη ιστορική πόλη Σιάν (βόρεια Κίνα), το ανατολικό άκρο του αρχαίου Δρόμου του Μεταξιού που συνέδεε την Ευρώπη και την Κίνα μέσω της κεντρικής Ασίας. Ο Σι Τζινπίνγκ κάλεσε σε πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων για συνεργασία σε εμπόριο, οικονομία και βιομηχανία. Το κινεζικό εμπόριο με τις χώρες αυτές έφθασε πέρυσι συνολικά τα 70 δισ. δολάρια, αυξημένο κατά 22% σε ετήσια βάση για το πρώτο τρίμηνο του 2023. Οι χώρες αυτές κατέχουν κρίσιμης σημασίας θέση στην κινεζική πρωτοβουλία «Μία ζώνη ένας δρόμος».
Ο Κινέζος πρόεδρος τόνισε ότι «ο κόσμος χρειάζεται μια Κεντρική Ασία που θα είναι σταθερή, ευημερούσα, αρμονική και καλά συνδεδεμένη». Κάλεσε σε αντίσταση «στις εξωτερικές παρεμβάσεις» στα εσωτερικά των χωρών τους και σε τυχόν προσπάθειες να υποκινηθούν «έγχρωμες επαναστάσεις», δείχνοντας παράλληλα «μηδενική ανοχή έναντι της τρομοκρατίας, των αποσχιστικών τάσεων και του εξτρεμισμού».
Στο μεταξύ, διήμερη επίσκεψη στην Κίνα πραγματοποίησε ο Ρώσος Πρωθυπουργός, Μιχαήλ Μισούστιν, συναντώντας τον Κινέζο Πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, και τον ομόλογό του, Λι Κιανγκ. Είπε πως η «έντονη πίεση» από τη Δύση οδήγησε τις σχέσεις Ρωσίας – Κίνας σε ένα «επίπεδο άνευ προηγουμένου».