Οι πρόσφατες γερμανικές εκλογές αναδιέταξαν το πολιτικό σκηνικό στην «ατμομηχανή» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ομοσπονδιακές εκλογές σημαδεύτηκαν από την απουσία της Μέρκελ, μετά από 16 χρόνια και την πρωτιά των σοσιαλδημοκρατών του SPD, ύστερα από το 2002.
Σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα, το SPD λαμβάνει το 25,7% των ψήφων (αύξηση 5,2% σε σχέση με το 2017) και 206 έδρες (+53) σε σύνολο 735. Η Χριστιανική Ένωση CDU/CSU καταβαραθρώθηκε στο 24,1% (-8,9%), πέφτοντας κάτω από το 30% για πρώτη φορά μετά από 72 χρόνια και 196 έδρες (-50). Σημαντική άνοδο κατέγραψαν οι Πράσινοι, με 14,8% (από 8,9%) και 118 έδρες (+51) καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση. Μικρή άνοδο είχαν οι φιλελεύθεροι του FDP με 11,5% (από 10,7%) και 92 έδρες (+12), ενώ η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) είδε τα ποσοστά της να μειώνονται σε 10,3% (από 12,6%) και 83 έδρες (-11), διατηρώντας όμως σημαντική επιρροή στο εκλογικό σώμα.
Σε πολύ δύσκολη θέση βρέθηκε το κόμμα «Αριστερά» (Die Linke) το οποίο έχασε σχεδόν τη μισή εκλογική του δύναμη παίρνοντας 4,9% (το 2017 είχε 9,2%) και 39 έδρες (-30). Η πίεση που άσκησαν, πρωτίστως το SPD και δευτερευόντως οι Πράσινοι στα αριστερά του πολιτικού χάρτη ήταν μεγάλη. Το Die Linke ως η πιο οργανωμένη πολιτική δύναμη που αναφέρεται στην αριστερά στη Γερμανία πρακτικά κατέρρευσε κάτω από τα αδιέξοδα της πολιτικής του γραμμής που προσανατολίζονταν στη συμμετοχή σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με το SPD και τους Πράσινους. Θα έχει παρουσία στη γερμανική βουλή χάρις στο πολύπλοκο εκλογικό σύστημα της χώρας αφού δεν έπιασε το ποσοστό του 5% σε πανγερμανικό επίπεδο που αποτελεί το όριο εισόδου στη βουλή.
Σε κάθε περίπτωση το εκλογικό αποτέλεσμα αποτυπώνει πολύπλοκες διεργασίες στο εσωτερικό της γερμανικής κοινωνίας και εκφράζει μια κρίση εμπιστοσύνης στα δύο μεγάλα παραδοσιακά κόμματα τα οποία καταγράφουν χαμηλά ποσοστά συγκριτικά με αυτά που είχαν στο παρελθόν. Η άνοδος του SPD αλλά και των Πρασίνων συμπυκνώνει πόθους του γερμανικού λαού για μια επαναφορά του λεγόμενου γερμανικού κοινωνικού κράτους, των εργατικών δικαιωμάτων και της προστασίας του περιβάλλοντος. Η φθορά της Χριστιανικής Ένωσης ως αποτέλεσμα και των σημαντικών κοινωνικών αγώνων που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια, αντανακλά την έντονη ταξική διαφοροποίηση της γερμανικής κοινωνίας και την επιδείνωση της κατάστασης των εργαζόμενων μαζών που ψάχνουν να βρουν φιλολαϊκή διέξοδο. Ακόμη και οι πρόσφατες πλημμύρες με τα εκατοντάδες θύματα ήταν μεγάλη ρωγμή στην βιτρίνα του «ισχυρού» γερμανικού κράτους την οποία χρεώθηκε σε μεγάλο βαθμό ο επικεφαλής της CDU/CSU, Άρμιν Λάσετ.
Επίσης καθρεφτίζει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, ιδιαίτερα μετά το Brexit, την κρίση της πανδημίας, τις φιλοδοξίες της Γαλλίας, τις κόντρες με την Ιταλία, τη σχέση με την Τουρκία και το μεταναστευτικό και μια σειρά άλλα προβλήματα, στη διατήρηση της ηγεμονίας στην ΕΕ. Με την στροφή των ΗΠΑ προς τον Ειρηνικό καλείται επιπλέον να οριοθετήσει τις σχέσεις του και με τ’ άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα (Ρωσία, Κίνα) στο πλαίσιο ενός κλιμακούμενου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.
Τελικά η «κληρονομιά» της Μέρκελ προς τον διάδοχό της ήταν «βαριά», όχι τόσο για τον σημαντικό ρόλο της στην εδραίωση του γερμανικού ιμπεριαλισμού ως ηγεμονικής δύναμης στην ΕΕ, κάτι που βίωσε πολύ άσχημα η χώρα μας και ο ελληνικός λαός, αλλά από τα δεινά που επισώρευσε στον γερμανικό λαό με την αντιλαϊκή πολιτική της.
Τα σημάδια της πολιτικής ρευστότητας στη Γερμανία είχαν φανεί έντονα ακόμη από τις εκλογές του 2017 όταν μεσολάβησαν σχεδόν 7 μήνες επίπονων διαπραγματεύσεων και εκβιασμών για να γίνει τελικά η κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού». Στην πορεία η Μέρκελ δρομολόγησε την αντικατάστασή της στην ηγεσία του CDU διαβλέποντας και η ίδια ότι το πολιτικό της άστρο έδυε.
Όμως και τα τωρινά αποτελέσματα σε καμία περίπτωση δεν προοιωνίζονται ανέφελη πολιτική σταθερότητα την οποία επιζητούν με κάθε τρόπο τα γερμανικά μονοπώλια. Μπορεί ο επικεφαλής του SPD και πρώην υπουργός οικονομικών της Μέρκελ, Όλαφ Σολτς, να προαλείφεται για καγκελάριος, αν τελικά ευοδωθούν οι διαπραγματεύσεις με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους, όμως κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση δεν είναι εύκολο. Οι διαφορές μεταξύ Πράσινων και Φιλελευθέρων είναι πολύ μεγάλες ενώ και οι προσδοκίες μεγάλου τμήματος των ψηφοφόρων του SPD για περισσότερη κοινωνική πολιτική προσκρούουν στις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις του FDP. Σε κάθε περίπτωση όλα είναι ανοιχτά, ακόμη και ο συνδυασμός Τζαμάικα (CDU/CSU, Πράσινοι, Φιλελεύθεροι), ενώ δεν πρέπει να αποκλειστεί η επανάληψη του «Μεγάλου Συνασπισμού» με τους Σοσιαλδημοκράτες στο πρώτο βιολί, αυτή τη φορά.