Με φόντο την κλιμάκωση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού μεταξύ Δύσης και Ρωσίας που επιφέρει η ρώσικη εισβολή στην Ουκρανία και επαυξάνουν οι αμερικανονατοϊκές επιθετικές κινήσεις στο όνομα της «υπεράσπισης της δημοκρατίας και της ελευθερίας», αναζωπυρώνεται η κρίση μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου. Λάδι στη φωτιά έριξε η γνωστή απόφαση του «πρωθυπουργού» του Κοσόβου Κούρτι, χαϊδεμένου λακέ των ευρωατλαντικών, περί μη αναγνώρισης των σέρβικων αδειών κυκλοφορίας για τα οχήματα που κινούνται μεταξύ των δύο πλευρών, όπως και των σέρβικων ταυτοποιητικών εγγράφων με τα οποία είναι εφοδιασμένος ο πληθυσμός του σέρβικου θύλακα του Κοσόβου.
Ωστόσο, ΗΠΑ και ΕΕ, που «δεν επιθυμούν να δουν να αναβιώνουν εντάσεις την ερχόμενη περίοδο» (Μπορέλ), παρενέβησαν άμεσα, με τον Κούρτι («ο οποίος προσπαθεί να το παίξει Ζελένσκυ», σύμφωνα με τον Βούτσιτς) να ανακοινώνει αρχικά τη μετάθεση της ισχύος της απόφασής του για τις αρχές Σεπτέμβρη. Ο δυτικός ιμπεριαλισμός (που με μοχλό το ΝΑΤΟ είναι υπεύθυνος για το αιματοκύλισμα της Σερβίας το 1999 και την απόσχιση του Κοσόβου) εξισώνοντας το θύτη με το θύμα κινείται στη λογική των «ίσων αποστάσεων», καλώντας τα δύο μέρη σε «εποικοδομητικό διάλογο για να συζητήσουν την μελλοντική πορεία» (διάβαζε: κλιμακώνοντας τις ασφυκτικές πιέσεις και τους εκβιασμούς προς τον Βούτσιτς, με στόχο την πλήρη ενσωμάτωση της χώρας του στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της Εσπερίας και την απαγκίστρωση του Βελιγραδίου από τις «κακόβουλες επιρροές» της Ρωσίας και της Κίνας).
Στα πλαίσια αυτά οι αμερικανοευρωπαίοι προστάτες ενορχήστρωσαν το γαϊτανάκι των αλλεπάλληλων επαφών που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα, χρησιμοποιώντας την τακτική «του καρότου και του μαστιγίου». Έτσι, με πρελούδιο τις απειλές Στόλτενμπεργκ περί «επέμβασης της KFOR σε περίπτωση που απειληθεί η σταθερότητα», προετοιμάστηκε «συνάντηση διαχείρισης της κρίσης με στόχο την εκτόνωση της έντασης» μεταξύ του Μπορέλ, του Βούτσιτς και του Κούρτι. Παρά το ότι οι δυτικοί υπαγορεύουν στις δύο πλευρές να επιδείξουν «ευλυγισία, ειδάλλως θα φέρουν πλήρως την ευθύνη στην περίπτωση κλιμάκωσης», η πρώτη αυτή συνάντηση οδηγήθηκε σε φιάσκο, με τον Ζ. Μπορέλ να κάνει την αγουρίδα μέλι τονίζοντας (18/8) πως «δυστυχώς δε φτάσαμε σε συμφωνία σήμερα …αλλά δεν είναι το τέλος της ιστορίας».
Από την πλευρά του ο Βούτσιτς (που ως γνωστό προσπαθεί να ισορροπήσει σε δύο βάρκες, επιδιώκοντας την ένταξη της χώρας του στην ΕΕ χωρίς να διαρρήξει τους παραδοσιακούς δεσμούς με τη Ρωσία), παρά την κούφια εθνικιστική δημαγωγία, στο διάγγελμά του προς τον σέρβικο λαό έστειλε σαφές μήνυμα πως «πρέπει να αποφύγουμε τη γενική καταδίκη της Σερβίας από τη Δύση με την κατηγορία ότι δεν κάναμε αρκετά για έναν συμβιβασμό».
Ο Σέρβος πρόεδρος, με τον εν λόγω «έντιμο συμβιβασμό», κάνει ένα ακόμα βήμα στην κατεύθυνση αποδοχής των διατεταγμένων των αμερικανονατοϊκών επικυριάρχων που υπαγορεύουν ρητά πως «πρέπει να ξεχάσουμε το αφήγημα ότι το Κόσοβο είναι Σερβία και να φτάσουμε σε αυτό που λέει ότι πραγματικά Σερβία και Κόσοβο είναι Ευρώπη».
Αξίζει να σημειωθεί πως, με φόντο την πολιτική κρίση και την κυβερνητική αστάθεια που εκδηλώνεται σε μια σειρά χώρες της ευρύτερης περιοχής, πραγματοποιήθηκε πρόσφατα η περιοδεία του Ερντογάν στα Δυτικά Βαλκάνια. Είναι φανερό πως η Τουρκία, ως ισχυρή περιφερειακή δύναμη επιχειρεί με κάθε τρόπο να αναβαθμίσει την οικονομικοπολιτική της επιρροή παριστάνοντας τον εγγυητή «της σταθερότητας, της ανάπτυξης και της πορείας ένταξης των Δ. Βαλκανίων στους ευρωατλαντικούς οργανισμούς».
Ωστόσο ο Ερντογάν έσπευσε ταυτόχρονα να καυτηριάσει «την πολιτική προκλήσεων που ακολουθεί η Δύση» απέναντι στη Μόσχα, συμπληρώνοντας με νόημα πως «η Ρωσία δεν είναι μια χώρα που θα έπρεπε να υποτιμάται». Κατά τα λοιπά στη διάρκεια των τριήμερων επαφών του Τούρκου προέδρου σε Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Σερβία και Κροατία συζητήθηκαν πιο συγκεκριμένα τα επενδυτικά σχέδια στα οποία θα συμμετέχει ενεργά η τούρκικη μονοπωλιακή αστική τάξη, ιδιαίτερα στις υποδομές (νέος αυτοκινητόδρομος που θα συνδέει το Βελιγράδι με το Σαράγεβο) και στην ενέργεια.
Νέα ένταση στις σχέσεις Αλβανίας – Ιράν
Η κυβέρνηση Ράμα ανακοίνωσε πρόσφατα τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με το Ιράν. Ο Αλβανός πρωθυπουργός κατήγγειλε το Ιράν για μαζική και εγκληματική κυβερνοεπίθεση στις 15 Ιούλη. Οι ΗΠΑ, σαν έτοιμες από καιρό, πρωτοστάτησαν στη (νέα) επιχείρηση στοχοποίησης και δαιμονοποίησης του Ιράν, με τον σύμβουλο ασφάλειας του Μπάιντεν, Τ. Σάλιβαν, να εξαπολύει μύδρους κατά της Τεχεράνης που «απειλεί την ασφάλεια ενός συμμάχου του ΝΑΤΟ και δημιουργεί ανησυχητικό προηγούμενο για τον κυβερνοχώρο». Παράλληλα, η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε κυρώσεις κατά του ιρανικού υπουργείου πληροφοριών και του επικεφαλής του, Ε. Χατίμπ. Το ιρανικό ΥΠΕΞ έκανε λόγο για σενάριο που σχεδίασαν οι Αμερικάνοι κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.
Ωστόσο το πραγματικό υπόβαθρο αναζωπύρωσης της έντασης και το ψυχροπολεμικό κλίμα στις σχέσεις Αλβανίας – Ιράν σχετίζονται με τη «φιλοξενία» (από το 2013 εκ μέρους των ντόπιων πρόθυμων υποτακτικών και καθ’ υπαγόρευση των υπερατλαντικών προστατών) σε αλβανικό έδαφος μελών της οργάνωσης «Μουτζαχεντίν του Λαού» που χαρακτηρίζεται από την Τεχεράνη ως τρομοκρατική. Εξού και η ηγεσία του Ιράν κατακεραυνώνει την Αλβανία ως «μια αμελητέα κρατική οντότητα που έχει τεθεί στην υπηρεσία των ΗΠΑ, φιλοξενεί τους εχθρούς του ιρανικού λαού και υποστηρίζει στρατιωτικά τις αμερικανικές επιχειρήσεις».
Είναι χαρακτηριστικό πως από τον Δεκέμβρη του 2018 τέσσερις Ιρανοί διπλωμάτες, ανάμεσά τους και ο πρέσβης, απελάθηκαν κατηγορούμενοι για «δραστηριότητες επιζήμιες για την εθνική ασφάλεια της Αλβανίας».