Η απόφαση του υπουργού Άμυνας της Ρωσίας Σεργκέι Σοϊγκού στις 9 Νοέμβρη να δώσει εντολή να αποσυρθούν τα ρώσικα στρατεύματα από τη δυτική πλευρά του ποταμού Δνείπερου, όπου βρίσκεται η Χερσώνα της Ουκρανίας, και να μετεγκατασταθούν το προσωπικό, το υλικό και τα όπλα του ρωσικού στρατού στην ανατολική πλευρά του δείχνει την ένταση που έχει αποκτήσει η πολεμική σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία και ειδικά στη Χερσώνα, όπου έχει συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις ο ουκρανικός στρατός. Ο ίδιος ο διοικητής των Δυνάμεων της Ρωσίας στην Ουκρανία, Σεργκέι Σουροβίκιν, δικαιολόγησε την απόφαση με το ότι «μπορεί να προκύψει μια μεγαλύτερη απειλή για τους πολίτες και για την απομόνωση των ρώσικων στρατιωτικών δυνάμεων» στα δυτικά του Δνείπερου από τις ενέργειες του ουκρανικού στρατού. Παραδέχθηκε ότι είναι μια «δύσκολη απόφαση» που λήφθηκε για να «προφυλαχθούν οι ζωές των στρατιωτών και συνολικά η μαχητική ικανότητα της ομάδας των δυνάμεων, οι οποίες δεν είναι σκόπιμο να κρατηθούν σε μια περιορισμένη περιοχή στη δεξιά όχθη».
Θα πρέπει να σημειωθεί, όμως, πως η Χερσώνα -που είναι στη δυτική όχθη του Δνείπερου- είναι μια από τις περιοχές όπου υπό την εποπτεία των ρώσικων στρατιωτικών δυνάμεων οργανώθηκε δημοψήφισμα ενσωμάτωσής της στη Ρωσία. Προφανώς η παραπάνω απόφαση απόσυρσης ρώσικων στρατιωτικών δυνάμεων δείχνει τη δυσκολία που συναντά η Ρωσία να υλοποιήσει αυτήν την ενσωμάτωση αλλά και την πίεση που δέχεται για να κρατήσει τις στρατιωτικές κατακτήσεις της στην ανατολική Ουκρανία, που την υποχρεώνει να αναδιατάξει και να ανασυσπειρώσει τις στρατιωτικές δυνάμεις της, όπως συνέβη και το Σεπτέμβριο με την απόσυρση στρατιωτικών δυνάμεών της από το Χάρκοβο. Ταυτόχρονα, ενισχύει τις αμυντικές δομές της στα εδάφη που έχει καταλάβει, όπως γύρω από τη Μαριούπολη στη νότια Ουκρανία αλλά και στο Ντονμπάς, και μεγαλώνει την κινητοποίηση των στρατιωτικών δυνάμεών της μέσα και γύρω από την Ουκρανία για να κρατήσει τις στρατιωτικές κατακτήσεις της. Στην κατεύθυνση αυτή, εκτός από την επιστράτευση 300.000 Ρώσων πολιτών, 50.000 εκ των οποίων αναφέρεται ότι ήδη έχουν σταλεί στο ουκρανικό μέτωπο, η Ρωσία προωθεί Κοινή Στρατιωτική Δύναμη με τη Λευκορωσία, στα λευκορωσικά σύνορα με την Ουκρανία, όπου θα σταλούν 9.000 Ρώσοι στρατιώτες και σημαντικός αριθμός αρμάτων μάχης, τεθωρακισμένων οχημάτων, πυροβόλων και όλμων. Επιπλέον Ρωσία και Λευκορωσία ετοιμάζουν ένα «κοινό σύμπλεγμα δορυφόρων» στα πλαίσια ενός σχεδίου «πλήρους κλίμακας συστήματος συλλογικής άμυνας στην ανατολική πλευρά».
Παράλληλα η Ρωσία προσπαθεί χρησιμοποιήσει και τα όπλα τής ενεργειακής και επισιτιστικής τροφοδοσίας για να πιέσει τη Δύση. Τελευταία ενέργειά της, σε αυτήν την κατεύθυνση, η κίνηση που έκανε ο Βλαντιμίρ Πούτιν για αναστολή της συμφωνίας των εξαγωγών των σιτηρών της Ουκρανίας μέσω της Μαύρης Θάλασσας, με τη δικαιολογία ότι οι ουκρανικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν τον «ανθρωπιστικό διάδρομο» των σιτηρών στη Μαύρη Θάλασσα για να χτυπήσουν το ρωσικό στόλο.
Η Ρωσία υπολογίζει, επίσης, στη μεγέθυνση της ενεργειακής πίεσης που θα δεχθεί η Δύση και ειδικά η Ευρώπη όσο πλησιάζει ο χειμώνας και αυτό δείχνει μια πρόσφατη χαρακτηριστική κυνική δήλωση της εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας Μαρίας Ζαχάροβα πως «στην αρχή, ζητούσαν από τους ανθρώπους να σφίξουν τη ζώνη τους, αλλά τώρα αυτό αφορά περισσότερο το σφίξιμο των κασκόλ τους παρά τις ζώνες. Ο καιρός κρυώνει. Υπενθυµίζουµε ότι, σε αντίθεση µε τις προσπάθειες σύσφιξης της ζώνης, το υπερβολικό σφίξιμο ενός κασκόλ μπορεί να έχει ανεπιθύµητες συνέπειες»!
Στο πεδίο αυτών των πιέσεων, η Ρωσία κρατά υψωμένους τους τόνους για τις δολιοφθορές στους αγωγούς Nord Stream, στρέφοντας τα βέλη της τις προηγούμενες μέρες κατά της Βρετανίας, την οποία κατηγόρησε ότι βρίσκεται πίσω από αυτές και ότι εκπαίδευσε ουκρανούς για τις επιθέσεις με drones κατά του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας στη Σεβαστούπολη. Καταφέρθηκε ακόμα κατά των βρετανικών γεωπολιτικών σχεδιασμών που θέλουν να ενισχύσουν την επιρροή της στις χώρες που περιβάλλουν τη Ρωσία. Αυτό είναι μια πραγματικότητα, όπως έδειξε και η πρόσφατη συνάντηση του νέου Βρετανού πρωθυπουργού Ρ. Σούνακ με τον Πολωνό ομόλογο του και οι δηλώσεις τους για εμβάθυνση των ισχυρών δεσμών άμυνας και ασφάλειας μεταξύ Βρετανίας και Πολωνίας που έδωσαν συνέχεια σε προγενέστερη συμφωνία του πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας Μπ. Τζόνσον και του Πολωνού Προέδρου για τη συγκρότηση Κοινής Επιτροπής των δύο χωρών για Στρατηγική συνεργασία σε θέματα Άμυνας και Ασφάλειας. Η Βρετανία σχεδιάζει επίσης την κατασκευή δύο ναυτικών βάσεων στην Ουκρανία, ενώ έχει αποκαλυφθεί προ μηνών ότι ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός Μπ. Τζόνσον είχε προτείνει όταν πήγε στο Κίεβο τη δημιουργία μιας «Ευρωπαϊκής Κοινοπολιτείας» μεταξύ Βρετανίας, Πολωνίας, χωρών της Βαλτικής και Ουκρανίας ως ένα «νέο σύστημα πολιτικών και στρατιωτικών συμμαχιών, εναλλακτικό της ΕΕ».
***
Η Δύση συνολικά συνεχίζει την οικονομική και στρατιωτική πίεσή της στη Ρωσία, όπως άλλωστε πιστοποιούν τόσο τα οικονομικά και στρατιωτικά στοιχεία στήριξης προς την Ουκρανία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας αλλά και η μεγάλη κινητοποίηση των στρατιωτικών δυνάμεών της γύρω από τη Ρωσία: Σε 100 δισεκατομμύρια δολάρια φέρεται να ανέρχεται από το Φεβρουάριο η στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη που έχουν δώσει η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της προς το Κίεβο, με το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου να εκτιμά ότι 27,5 δισεκατομμύρια δολάρια είναι η στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ. Πληροφορίες αναφέρουν πως τους τελευταίους οκτώ μήνες, πάνω από 8.000 μισθοφόροι από περισσότερες από 60 χώρες έχουν στρατολογηθεί στην Ουκρανία. Τα ΝΑΤΟικά στρατεύματα έχουν αυξηθεί κατά δυόμισι φορές από το Φλεβάρη και έχουν αναπτυχθεί στις χώρες της Βαλτικής, στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, με νέα πολυεθνικά τάγματα τακτικών να έχουν παραταχθεί σε Βουλγαρία, Ουγγαρία, Ρουμανία και Σλοβακία.
***
Η ένταση της στρατιωτικής αντιπαράθεσης Ρωσίας – Δύσης διατηρεί στο προσκήνιο και τις πυρηνικές απειλές και προειδοποιήσεις, που απειλούν με μια πολύ επικίνδυνη κλιμάκωση και διεύρυνση του πολέμου. Δυτικές διπλωματικές πηγές ανέφεραν ότι ο ρώσος Πρόεδρος σε τελευταία συνομιλία του με το Γάλλο ομόλογό του, Εμ. Μακρόν, υπαινίχθηκε ακόμα και τακτικό πυρηνικό πόλεμο, ενώ ο αναπληρωτής επικεφαλής του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, Ντμ. Μεντβέντεφ, που υποδύεται -κατ’ επανάληψη στη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία- ένα ρόλο εκτοξευτή εκφοβιστικών απειλών προς τη Δύση, εξαπέλυσε « νέες προειδοποιήσεις» για μια παγκόσμια σύγκρουση με τη χρήση πυρηνικών όπλων σε περίπτωση που η Ρωσία δεν κερδίσει τον πόλεμο και το Κίεβο επανακτήσει τα ουκρανικά εδάφη που προσάρτησε η Ρωσία.
Από την Δύση, σε ανάλογο πνεύμα και τόνο, ο επικεφαλής της Στρατηγικής Διοίκησης και του πυρηνικού προγράμματος των ΗΠΑ, ναύαρχος Τσ. Ρίτσαρντς, δήλωσε ότι «η κρίση στην Ουκρανία, που διανύουμε, είναι απλώς η προθέρμανση» και ότι «η μεγαλύτερη έρχεται. Δεν θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να δοκιμαστούμε με τρόπους που δεν έχουμε δοκιμαστεί εδώ και πολύ καιρό».
Οι πληροφορίες από το Λευκό Οίκο, που φέρουν το σύμβουλο εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Τζ. Σάλιβαν, να έχει τους τελευταίους μήνες εμπιστευτικές συνομιλίες με Ρώσους αξιωματούχους, με σκοπό να μειωθεί ο κίνδυνος γενίκευσης του πολέμου ή χρήσης πυρηνικών όπλων, είναι και αυτές μια ένδειξη για το πόσο ανησυχητικό είναι το παρατεινόμενο και εντεινόμενο κλίμα στρατιωτικής αντιπαράθεσης Ρωσίας – Δύσης, που μπορεί να κυοφορήσει μια καταστροφική σύγκρουση και απρόβλεπτες συνέπειες. Ως τέτοια ένδειξη θα πρέπει να θεωρηθούν και οι δηλώσεις του Γερμανού καγκελάριου, Σόλτς, που ζήτησε από την Κίνα να χρησιμοποιήσει την επιρροή της στη Μόσχα, προκειμένου να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, του προέδρου της Κίνας Σι Τζινπίνγκ πως «η χρήση πυρηνικών όπλων ή η απειλή χρήσης τους πρέπει να απορριφθεί» και του Κινέζου πρωθυπουργού, Λι Κετσιάνγκ, πως η Κίνα και η Γερμανία ελπίζουν ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα τελειώσει «γρήγορα» και ότι είναι πλέον καιρός να «κινηθούν και οι δύο πλευρές σε ειρηνευτικές συνομιλίες» γιατί «δεν θέλουμε να κλονιστεί η περιφερειακή σταθερότητα, να αποσταθεροποιηθούν οι διεθνείς αλυσίδες παραγωγής και εφοδιασμού».
***
Είναι φανερό ότι αν, από τη μια, οι επιδιώξεις της Ρωσίας και των ΗΠΑ για την Ουκρανία οδηγούν σε μια συνέχιση και κλιμάκωση της στρατιωτικής και πολιτικο-οικονομικής αντιπαράθεσης, από την άλλη, στη διεθνή σκηνή οι όλο και βαρύτερες συνέπειες του πόλεμου της Ουκρανίας μέσα σε ένα περιβάλλον βαθιάς παγκόσμιας οικονομικής κρίσης φέρνουν στην επιφάνεια της διεθνούς σκηνής και στο εσωτερικό των χωρών αντιθέσεις και φωνές που ζητούν τον τερματισμό, την αποκλιμάκωση της πολεμικής σύγκρουσης στην Ουκρανία, την έναρξη διαπραγματεύσεων Ουκρανίας – Ρωσίας.
Μέσα σε αυτό το εξελισσόμενο σκηνικό, ήλθε και η είδηση από την Washington Post πως οι ΗΠΑ ζήτησαν ιδιωτικά από ουκρανούς αξιωματούχους να δείξουν δημόσια την ετοιμότητά τους να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία. Επακολούθησε μια κατευθυνόμενη δήλωση του Ζελένσκι που περιέγραφε όρους για να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία, τους οποίους εκ προοιμίου δεν υπήρχε περίπτωση να τους δεχτεί και να τους συζητήσει η Ρωσία, όπως και έγινε.
Η τωρινή κίνηση των ΗΠΑ να «παροτρύνουν» το Ζελένσκι για διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία, αφού τις ανέκοψαν και τις απαγόρευσαν εδώ και μήνες ενώ είχαν ξεκινήσει στην Κωνσταντινούπολη, λίγο μετά την έναρξη της ρωσικής στρατιωτικής εισβολής, δεν απηχεί, βέβαια, κάποια αμερικάνικη πρόθεση έναρξης «εξεύρεσης λύσης» στην Ουκρανία. Αντίθετα είναι ένας χειρισμός μέσα σε συνθήκες όπου μεγαλώνουν οι διεθνείς πιέσεις για μια «διευθέτηση του Ουκρανικού» για να ελιχθεί σε μια κατάσταση όπου διαπιστώνεται, όπως διεθνώς αναγράφεται, «κόπωση εταίρων» τους και «ανησυχία τους» από τη μακρά παράταση του πολέμου. Έτσι, με μια προσχηματική πρόταση διαπραγματεύσεων του Ζελένσκι που απορρίπτει η Ρωσία, επιδιώκουν να συνεχίσουν την πολιτική του μακρόχρονου πολέμου που έχουν χαράξει για την Ουκρανία.