Συμπληρώθηκε ήδη ένας μήνας από την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς. Μιας χρονιάς που κληρονόμησε όλα τα προβλήματα της προηγούμενης καθώς και νέα οξυμένα που ήρθαν να καθίσουν -κυριολεκτικά- στο σβέρκο των εκπαιδευτικών και του Δημόσιου Σχολείου συνολικά. Τα χιλιάδες κενά εκπαιδευτικών που παραμένουν σε όλη την έκταση της εκπαίδευσης ξεγυμνώνουν την κυβέρνηση και το αφήγημά της για τους διορισμούς μονίμων που πραγματοποίησε και οι οποίοι αποδεικνύονται ελάχιστοι μπροστά στις πραγματικές ανάγκες των δημοτικών, γυμνασίων και λυκείων – γενικών και επαγγελματικών. Η κυβέρνηση ενεργοποίησε τους κόφτες τμημάτων και την πολιτική των συγχωνεύσεων, το στοίβαγμα των μαθητών σε υπερμεγέθη τμήματα, ενώ δεν είναι λίγα τα περιστατικά που εξοστρακίζονται σε άλλα σχολεία προκειμένου να παρακολουθήσουν τα μαθήματά τους. Η πολιτική της «δημοσιονομικής πειθαρχίας», δηλαδή των περικοπών, καλά κρατεί στην εκπαίδευση.
Η αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών μπαίνει με ένταση ξανά στην ημερήσια διάταξη. Προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση δασκάλων και καθηγητών απέναντι στο νεοφιλελεύθερο μέτρο, επιστρατεύεται για μια ακόμα φορά η πυγμή. Η κυβέρνηση της ΝΔ, αφού δεν κατάφερε να αποσπάσει τη συναίνεση των εκπαιδευτικών, καταφεύγει στον εκφοβισμό, την τρομοκρατία, τις ανελέητες διώξεις αγωνιστών εκπαιδευτικών που αντιστέκονται για να επιβάλει την πολιτική της. Παράλληλα, κρατά σε ένα πρωτοφανές καθεστώς εργασιακής ομηρίας τους εκπαιδευτικούς που διορίστηκαν από το 2020 και μετά δίχως να τους μονιμοποιεί, απαιτώντας να σκύψουν το κεφάλι και να αξιολογηθούν.
Η κυβερνητική πολιτική υποβαθμίζει καθημερινά και συστηματικά το Δημόσιο Σχολείο στο σύνολό του, φορτώνει με ολοένα και περισσότερα γραφειοκρατικά βάρη τους εκπαιδευτικούς, οδηγώντας σε απαξίωση το εκπαιδευτικό τους έργο. Με αφορμή τα πρόσφατα περιστατικά βίας μεταξύ ανηλίκων, επιχειρεί να συγκαλύψει τη δική της ευθύνη και να μετατοπίσει το κέντρο βάρους στο ίδιο το Δημόσιο Σχολείο και τους εκπαιδευτικούς.
Παράλληλα διαμορφώνει ένα νέο ακόμα πιο αυταρχικό πλαίσιο λειτουργίας του σχολείου, που πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν οι αυξημένες ποινές, ο βούρδουλας και η τιμωρία των μαθητών. Ο κυβερνητικός αυταρχισμός και η καταστολή παίρνουν πλέον νέες διαστάσεις. Πλάι στον δολοφονημένο, από τις αστυνομικές δυνάμεις, πακιστανό μετανάστη, το πάγιο καθεστώς του χτυπήματος των διαδηλώσεων κλπ, μπαίνει τώρα και ο αυταρχισμός απέναντι στη νέα γενιά.
Την ίδια ώρα οι 150.000 εκπαιδευτικοί, ιδιαίτερα όσοι διορίστηκαν τα τελευταία χρόνια και αμείβονται με μισθούς των 700 και 800 ευρώ, καλούνται να ζήσουν -όπως άλλωστε και όλοι οι εργαζόμενοι- σε συνθήκες απόλυτης οικονομικής εξαθλίωσης. Η σαρωτική ακρίβεια τσακίζει κόκαλα, οι εκπαιδευτικοί έχουν δει τις απώλειες στους μισθούς τους που ξεπερνούν το 40% τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας των μνημονίων. Ο 13ος και 14ος μισθός αποτελούν μακρινή ανάμνηση. Ιδιαίτερα οι νεοδιόριστοι εκπαιδευτικοί οι οποίοι κατά κανόνα υποχρεώνονται να ξεσπιτωθούν, αντιλαμβάνονται ότι οι πενιχρές αποδοχές δεν φτάνουν για να καλύψουν το κόστος ζωής μαζί και τα υπέρογκα ενοίκια. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί, η κυβέρνηση μοιράζει ψίχουλα ελεημοσύνης που δεν ξεπερνούν τα 40€. Πρόκειται για κανονικό εμπαιγμό απέναντι στη φτώχεια που διευρύνεται. Η αγωνιστική διεκδίκηση να ζουν οι εκπαιδευτικοί με αξιοπρέπεια από την εργασία και το μισθό τους, αποτελεί σήμερα επιτακτική ανάγκη όσο ποτέ.
Πολύ πίσω από τις ανάγκες
Οι δύο ομοσπονδίες, ΟΛΜΕ και ΔΟΕ, αποδεικνύονται πολύ «λίγες» μπροστά στα οξυμένα προβλήματα. Εδώ και καιρό έχουν αναλάβει το ρόλο του παρατηρητή των εξελίξεων, του απορροφητήρα των κραδασμών. Μετατρέπονται σε εξαρτήματα εκτόνωσης της αγανάκτησης που είναι διάχυτη ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς από το εργασιακό καθεστώς αλλά και τη φτώχεια που φέρνει η κυβερνητική πολιτική.
Ενώ βρισκόμαστε ήδη ένα μήνα μετά το άνοιγμα των σχολείων, οι δύο ηγεσίες αρνήθηκαν όλο αυτό το διάστημα πεισματικά την οποιαδήποτε μορφή αγωνιστικής κινητοποίησης. Η ΔΟΕ των δασκάλων, στην οποία σημειώνουμε πως φιγουράρει στην πρώτη θέση πλέον το ΠΑΜΕ, εξαντλείται σε ανέξοδες ανακοινώσεις. Η δε ΟΛΜΕ των καθηγητών, στην οποία το ΠΑΜΕ είναι πλέον η δεύτερη δύναμη, υποχρεώθηκε να συγκαλέσει
έκτακτες Γενικές Συνελεύσεις την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου, κάτω από την πίεση των εξελίξεων και όχι γιατί πραγματικά επιδιώκει την συσπείρωση και κινητοποίηση του κλάδου σε αγωνιστική κατεύθυνση.
Από κοινού οι φιλοκυβερνητικές συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΝΔ (ΔΑΚΕ), του ΣΥΡΙΖΑ (ΣΥΝΕΚ) και του ΠΑΣΟΚ (ΠΕΚ, ΔΗΣΥ) τόσο στην ΟΛΜΕ όσο και στη ΔΟΕ έχουν κηρύξει γενική σιγή ασυρμάτου, μια στάση που αντικειμενικά προσφέρει στήριξη στην κυβερνητική πολιτική. Από δίπλα, η παράταξη του ΚΚΕ (ΠΑΜΕ-ΑΣΕ), παρά το συνηθισμένο «ταξικό σφυροκόπημα» στις ανακοινώσεις της, ακολουθεί την ίδια παρελκυστική τακτική με αυτή των δυνάμεων του φιλοκυβερνητικού μπλοκ. Μοναδικό σημείο ψευτοαγωνιστικής διαφοροποίησης είναι η πρότασή τους για μια «κλαδική 24ωρη απεργία των ΟΛΜΕ – ΔΟΕ» εκτόνωσης. Κατά τα άλλα εξαντλούνται στις περίφημες «συσκέψεις» των σωματείων που ελέγχει το ΠΑΜΕ, για να «προετοιμάσουν» την γενική απεργία που αποφάσισαν για τις 20 του Νοέμβρη η συμβιβασμένη ηγεσία της ΑΔΕΔΥ από κοινού με τους ξεπουλημένους της ΓΣΕΕ.
Παρατεταμένος απεργιακός αγώνας
Η κυβερνητική πολιτική δεν αντιμετωπίζεται με ευχολόγια. Χρειάζεται εδώ και τώρα μέτωπο αγώνα όλων των εκπαιδευτικών απέναντι στην κυβέρνηση και την πολιτική της. Βάζοντας μπροστά και επιτακτικά τα πιο ζωτικής σημασίας αιτήματα, για την οικονομική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών και τη γενναία αύξηση των μισθών τουλάχιστον 30% στον κατώτατο, για την κατάργηση του αντιδραστικού μέτρου της αξιολόγησης που φέρνει εργασιακή επισφάλεια και χτυπά τη μονιμότητα, για την υπεράσπιση του Δημόσιου Δωρεάν Σχολείου.
Απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από τον παρατεταμένο και απεργιακό αγώνα των δασκάλων και καθηγητών, κόντρα στην πολιτική του συμβιβασμού και της συνθηκολόγησης που εκφράζουν οι δυνάμεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού και τα συμπληρώματά του. Σε αυτή την κατεύθυνση οφείλουν να χτυπήσουν το επόμενο διάστημα όλα τα σφυριά.