Ακρίβεια, φτώχεια, καταστολή, πόλεμος, μια σκοτεινή πραγματικότητα διαγράφεται για τις πλατιές εργαζόμενες μάζες

Αγωνιστική απάντηση στην αντιλαϊκή επέλαση της κυβέρνησης

Την Τετάρτη 20 Νοέμβρη οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα σε όλη την Ελλάδα προχωρούν στην 24ωρη απεργία που κήρυξαν η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ. Ξεπερνώντας τον εργοδοτικό εκφοβισμό καλούνται να μην πάνε για δουλειά στους χώρους εργασίας τους και να κατέβουν, μαζικά, στα απεργιακά συλλαλητήρια για να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους. Η επιτυχία της πανεργατοϋπαλληλικής απεργίας θα μετρηθεί με τη μαζικότητα της συμμετοχής σε αυτήν. Έχει ιδιαίτερη σημασία για τον αγώνα που διεξάγει η εργατική τάξη ενάντια στα μέτρα τη κυβέρνησης και της εργοδοσίας. Μέτρα που την πνίγουν όλο και περισσότερο μέσα στη φτώχεια, στην άγρια εκμετάλλευση, τις εξοντωτικές συνθήκες εργασίας, την υποαπασχόληση και την ανεργία και της στερούν τα πιο θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα της υγείας, της παιδείας, της κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας.

Η ίδια εμπειρία της ζωής καθημερινά επιβεβαιώνει πως η καταιγιστική επίθεση της κυβέρνησης της ΝΔ στα εργατικά, κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα δεν θα σταματήσει αν δεν ορθωθεί απέναντί της ένα τείχος μαζικών εργατοϋπαλληλικών και λαϊκών αγώνων. Θα συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό, όπως δείχνει και όλη η αλυσίδα των αντιλαϊκών μέτρων που ψηφίζονται ή προωθούνται για ψήφιση στη Βουλή.

Οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πολιτική που διατηρεί σε ισχύ όλα τα τερατώδη αντεργατικά νομοθετήματα των μνημονίων και, ταυτόχρονα, επιδιώκει να τα μονιμοποιήσει και να τα επεκτείνει. Τελευταία απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που προωθείται αυτές τις μέρες υπό τον τίτλο «Ενσωμάτωση της οδηγίας (ΕΕ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022 για επαρκείς κατώτατους μισθούς…», το οποίο καταργεί δια παντός τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, καθιστώντας μόνιμη τη γνωστή μνημονιακή διάταξη που έχει επιβάλει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού με κυβερνητική απόφαση. Με αυτόν τον τρόπο και με δεδομένο ότι η πορεία του κατώτατου μισθού λειτουργεί και σαν ρυθμιστής της πορείας όλων των υπόλοιπων μισθών, είναι φανερό ότι η κυβέρνηση προσθέτει ένα ακόμα εργαλείο στη φαρέτρα της με το οποίο να μπορεί να επιβάλει μια συνολική μισθολογική πολιτική, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της κερδοφορίας που θέλει να έχει η εργοδοσία από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Το νέο σχέδιο νόμου αποτελεί μια ακόμα επέκταση του αντεργατικού νομοθετικού οπλοστασίου που ψήφισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην 5ετή θητεία της (ν. Χατζηδάκη, Γεωργιάδη κ.ά.) με στόχο, από τη μια, να στηρίξει τη διεύρυνση των εκμεταλλευτικών εργασιακών σχέσεων (συμπίεση μισθών, ξεχαρβάλωμα του εργατικού ωραρίου, εξάπλωση των ελαστικών σχέσεων εργασίας κ.ά.) και, από την άλλη, να βάλει στο «γύψο» όλα τα δικαιώματα που έχουν κατακτήσει οι εργαζόμενοι για την υπεράσπιση και διεκδίκηση των αιτημάτων τους (συλλογικές συμβάσεις εργασίας, συνδικαλιστική δράση, απεργία κλπ).

Οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πολιτική που ως «ανάπτυξη της οικονομίας» εννοεί την «ανάπτυξη» των κερ­δών του μεγάλου κεφαλαίου και το α­ποτέλεσμά της είναι η επιχειρηματική αισχροκέρδεια και η εκτίναξη της ακρίβειας σε θηριώδη ύψη που απορροφούν όλο και μεγαλύτερο μέρος από τα πενιχρά εισοδήματα των εργαζόμενων.

Οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια ληστρική φορολογική πολιτική, που αποτυπώνεται και στα τεράστια φετινά φορολογικά έσοδα του κράτους, τα οποία δεν πάνε, βέβαια, για τη στήριξη δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών άλλα τα λυμαίνονται οι δανειστές του κράτους και οι μεγαλοεπενδυτές κεφαλαιοκράτες, που χρηματοδοτούνται με δισεκατομμύρια από τον κρατικό κορβανά και τα κοινοτικά προγράμματα.

Οι δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες (δημόσια υγεία, δημόσια παιδεία, δημόσια κοινωνική ασφάλιση) αποδυναμώνονται και αποστελεχώνονται με γοργούς ρυθμούς. Η κυβέρνηση, μειώνοντας και παγώνοντας την κρατική χρηματοδότησή τους, σκόπιμα τις οδηγεί σε κατάρρευση για να στρώνεται ο δρόμος της παράδοσής τους στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Οι εργαζόμενοι βρίσκονται, έτσι, αντιμέτωποι με μια στυγνή αντικοινωνική πολιτική που, ενώ τους εξανεμίζει το εισόδημα, ταυτόχρονα τους εξαναγκάζει να πληρώνουν για να έχουν πρόσβαση στα αγαθά της υγείας, της παιδείας, της ασφάλισης ή αλλιώς να τα στερούνται.

Οι εργαζόμενοι και ο ελληνικός λαός βρίσκονται αντιμέτωποι με τις ολέθριες συνέπειες της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων κοινωνικών υπηρεσιών πρώτης ανάγκης και της διάλυσης των δημόσιων υποδομών κοινωνικής προστασίας. Συνέπειες που τις βίωσαν με τον πιο οδυνηρό τρόπο στο σιδηροδρομικό έγκλημα των Τεμπών και με την αποδιοργάνωση και τις τραγικές ελλείψεις του κρατικού μηχανισμού πολιτικής προστασίας κατά τη διάρκεια των επαναλαμβανόμενων ετήσιων καταστροφών από πυρκαγιές και πλημμύρες.

Οι εργαζόμενοι και ο ελληνικός λαός βρίσκονται αντιμέτωποι μπροστά στο νέο αντιλαϊκό προϋπολογισμό του 2025, που θα φέρει σε λίγες μέρες για ψήφιση στη Βουλή η κυβέρνηση της ΝΔ και ο οποίος, ήδη, από το προσχέδιό του προεξοφλεί για το νέο έτος παραπέρα επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των εργαζομένων.

Η κυβερνητική πολιτική έχει διαμορφώσει και διαμορφώνει ένα νομοθετικό πλαίσιο που γενικεύει και εντείνει την εργατική εκμετάλλευση και τον περιορισμό των εργατικών δικαιωμάτων.

Ένα θεσμικό πλαίσιο που το αξιοποιεί στο έπακρο η εργοδοσία για να αχρηστεύει και καταργεί συλλογικές συμβάσεις εργασίας, για να ξεχειλώνει το εβδομαδιαίο και ημερήσιο εργατικό ωράριο, για να αντικαθιστά θέσεις σταθερής εργασίας με θέσεις μερικής και προσωρινής φτηνής απασχόλησης, για να μην εφαρμόζει ούτε καν κρατικούς νόμους που αφορούν την αμοιβή εργασίας (κατώτατο μισθό, τριετίες κ.ά.) και για να μην πληρώνει υπερωρίες, για να μην λαμβάνει μέτρα ασφάλειας και υγιεινής στους χώρους εργασίας, με αποτέλεσμα οι θάνατοι και οι τραυματισμοί εργαζομένων -που αναφέρονται ψευδεπίγραφα ως «ατυχήματα»- να έχουν πληθύνει.

Ένα θεσμικό πλαίσιο που στηρίζει την εφαρμογή αυτής της σκληρής αντεργατικής πολιτικής με αυταρχικούς νόμους και διατάξεις ωμής καταπάτησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και υλοποιείται με έντονη αστυνομική κατασταλτική και δικαστική δραστηριότητα που βγάζει συστηματικά «παράνομες» τις εργατοϋπαλληλικές απεργίες, τρομοκρατεί και επιτίθεται με ΜΑΤ σε εργατικές κινητοποιήσεις, εμποδίζει διαδηλώσεις, ασκεί διώξεις κατά εργαζομένων, διευκολύνει την εργοδοσία στην πραγματοποίηση εργατικών απολύσεων και ενεργοποιεί και στο δημόσιο τομέα πειθαρχικές διαδικασίες για την απόλυση εργαζομένων.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει βρει και και βρίσκει έδαφος να κλιμακώνει την αντεργατική πολιτική και από το γεγονός ότι έχει απέναντί της μια αστική αντιπολίτευση που σε μεγάλο βαθμό δίνει τη συναίνεσή της στα μέτρα που νομοθετεί. Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βαρύνονται μόνο για την επιβολή και την εφαρμογή των εκατοντάδων αντεργατικών νόμων και διατάξεων των μνημονίων αλλά συνεχίζουν και σήμερα να ενεργούν ως διεκπεραιωτές των αντεργατικών οδηγιών της ΕΕ και, ταυτόχρονα, ως υποστηρίγματα της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης της ΝΔ. Και αυτό εκφράζεται πολύ έντονα και από τη στάση των παρατάξεών τους μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, οι οποίες υποστηρίζουν μια γραμμή προσαρμογής στα κυβερνητικά μέτρα και λειτουργούν σαν τροχοπέδη στην οργάνωση και ενίσχυση κινητοποιήσεων των εργαζομένων ενάντια σε αυτά.

Ο συμβιβαστικός και υπονομευτικός ρόλος των συνδικαλιστικών παρατάξεων των αστικών κομμάτων μέσα στο εργατικό κίνημα, που ελέγχουν και τα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα, δίνει συνεχώς «αέρα» στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να προωθεί τα αντεργατικά νομοθετήματά της.
Ακόμα και όταν -κάτω από την πίεση των εργαζόμενων, την οποία γεννούν τα σκληρά αντεργατικά μέτρα- εξαγγέλλονται εργατικές κινητοποιήσεις, αυτές ελάχιστα ή καθόλου στηρίζονται από τις δυνάμεις των αστικοσυνδικαλιστικών παρατάξεων. Και αυτό καθένας το διαπιστώνει, επανειλημμένα, και από τη μεγάλη απουσία σωματείων στα απεργιακά συλλαλητήρια, που κατά κύριο λόγο είναι σωματεία που ελέγχουν και τα έχουν γραφειοκρατικοποιήσει οι παρατάξεις του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.

Από την άλλη οι εργατικές κινητοποιήσεις αποδυναμώνονται και από τη συνεχή διασπαστική πολιτική της παράταξης του ΚΚΕ, του ΠΑΜΕ, που αντιτίθεται συνεχώς στο να διαδηλώνουν από κοινού τα σωματεία και οι κινητοποιούμενοι εργαζόμενοι και να συνενώνονται στα συλλαλητήρια ενισχύοντας τη μαζικότητά τους.

Δεν είναι, λοιπόν, το ότι λείπουν οι αγωνιστικές διαθέσεις των εργαζομένων για να προβληθεί αντίσταση στην κυβερνητική πολιτική. Είναι, αντίθετα, η γραμμή των κυρίαρχων παρατάξεων στο συνδικαλιστικό κίνημα που τη δυσκολεύει και διευκολύνει την κυβέρνηση στο αντεργατικό έργο της.

Ο μήνας που πέρασε φανέρωσε τις διαθέσεις που έχουν οι εργαζόμενοι με τις κινητοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν από τους ναυτεργάτες, τους οικοδόμους, τους εργαζόμενους στη διανομή (e-food, Wolt), τους εργαζόμενους στα ξενοδοχεία, τον επισιτισμό και τον τουρισμό, τους εργαζόμενους στη δημόσια υγεία, τους εργαζόμενους στη πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Κινητοποιήσεις που είχαν σαν αιτήματά τους τις αυξήσεις μισθών και τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, τις προσλήψεις προσωπικού, τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων, την αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης των δημόσιων υπηρεσιών υγείας και παιδείας, την παύση διώξεων κατά εργαζομένων κ.ά…

Η μαζικότητα των κινητοποιήσεων έδειξε πως ο εργατοϋπαλληλικός κόσμος θέλει να βγει σε αγώνα ενάντια στην κυβερνητική πολιτική και στην εργοδοτική εκμετάλλευση, αλλά αυτή η επιθυμία του δεν βρίσκει την αναμενόμενη ανταπόκριση από τις δυνάμεις που ηγούνται στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Η πανελλαδική – πανεργατική απεργία στις 20 Νοεμβρίου, κοινή μετά από πολύ καιρό για ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ημέρα απεργιακού συναγερμού, ώστε να ενισχυθεί το πανεργατικό μέτωπο αντίστασης στην κυβερνητική αντεργατική-αντιλαϊκή πολιτική.

Το να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή μαζική συμμετοχή στην απεργία και στα απεργιακά συλλαλητήρια σε όλη την Ελλάδα στις 20 Νοέμβρη είναι ένας σημαντικός στόχος, καθώς η επίτευξή του θα στείλει ένα δυνατό μήνυμα καταδίκης και απόρριψης της κυβερνητικής πολιτικής. Θα ισχυροποιήσει τη διεκδίκηση των εργατοϋπαλληλικών αιτημάτων. Θα ενισχύσει την πανεργατική προσπάθεια ανακοπής των κυβερνητικών και εργοδοτικών αντεργατικών μέτρων.

Ταυτόχρονα, η πλατιά κάθοδος εργαζόμενων στον απεργιακό αγώνα θα θέσει τις συνδικαλιστικές ηγεσίες κάτω από την πίεση να δώσουν συνέχεια στον πανεργατικό αγώνα. Όσο μεγάλη σημασία έχει η μαζική συμμετοχή στην πανεργατική 24ωρη απεργία της 20ής Νοέμβρη άλλη τόση σημασία έχει να δοθεί συνέχεια στον απεργιακό αγώνα. Η απεργία της 20ής Νοέμβρη πρέπει να γίνει μια πετυχημένη αρχή αγώνα, γιατί η απόκρουση της αντεργατικής κυβερνητικής πολιτικής απαιτεί πανεργατικό μέτωπο πάλης και διεξαγωγή προγράμματος αγώνων που θα έχουν διάρκεια και επιμονή για την ικανοποίηση των εργατικών αιτημάτων.

Η ΕΡΓ.Α.Σ. με προκήρυξη που κυκλοφορεί καλεί όλους τους εργαζόμενους σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα να κινητοποιηθούν σε μια τέτοια κατεύθυνση και να παλέψουν με όλες τους τις δυνάμεις για την επιτυχία αυτής της απεργίας. Τονίζει πως είναι κρίσιμο για τον κόσμο της εργασίας η 24ωρη απεργία στις 20 Νοεμβρίου να είναι μια πετυχημένη μαζική απεργία στην οποία οι εργαζόμενοι θα συμμετέχουν ενεργητικά, θα περιφρουρήσουν την απεργία στους χώρους δουλειάς και θα κατέβουν στις διαδηλώσεις εκείνης της ημέρας. Και υπογραμμίζει πως αυτός ο εργατικός αγώνας πρέπει να μη μείνει μόνο σε αυτή τη μέρα της απεργίας αλλά και να κάνει ένα επόμενο αγωνιστικό βήμα με την κήρυξη απεργιακού αγώνα εν όψει του νέου νομοσχέδιου για την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό και ενόψει της επερχόμενης ψήφισης του κρατικού προϋπολογισμού του 2025. Με αφετηρία την πανεργατική 24ωρη απεργία της 20ής Νοεμβρίου συνεχίζουμε τον αγώνα διεκδικώντας:
-Συλλογικές Συμβάσεις με αυξήσεις μισθών που να αναπληρώνουν τις απώλειες αλλά και να βελτιώνουν την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων
-Αυξήσεις στον κατώτατο μισθό πάνω από 30% – Απόκρουση του νέου σχεδίου νόμου που καταργεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό – Επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού με συλλογικές διαπραγματεύσεις και με την υπογραφή ΕΓΣΣΕ – Αναγνώριση των τριετιών που η κυβέρνηση «παρέκαμψε» εμπαίζοντας τους εργαζόμενους
-Υπεράσπιση και διεκδίκηση της ημερήσιας 8ωρης εργασίας και της 5νθήμερης – 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας
-Πλήρη και σταθερή εργασία – Κατάργηση όλων των μορφών ελαστικής απασχόλησης – Στήριξη των ανέργων
-Όχι στις ιδιωτικοποιήσεις
-Υπεράσπιση και ενίσχυση της δημόσιας παιδείας, υγείας και κοινωνικής ασφάλισης
-Όχι στο νέο αντιλαϊκό κρατικό προϋπολογισμό του 2025.