Από τον Ιούνη του 2016 που η πλειοψηφία του βρετανικού λαού ψήφισε στο δημοψήφισμα υπέρ της εξόδου του Ενωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, μια βαθιά και παρατεταμένη πολιτική κρίση έχει ξεσπάσει και κλιμακώνεται διαρκώς στα κυρίαρχα πολιτικά κέντρα του βρετανικού ιμπεριαλισμού και στις σχέσεις του με την ΕΕ, μια κρίση που έχει διεθνείς επιπτώσεις και παγκόσμιο αντίκτυπο. Το Brexit έχει κάνει σμπαράλια το αστικό πολιτικό σύστημα, τα πολιτικά κόμματα είναι βαθιά διχασμένα και απειλείται η ίδια η υπόσταση του Ενωμένου Βασιλείου, αφού Σκωτία και Β. Ιρλανδία απειλούν με απόσχιση αν εφαρμοστεί η απόφαση για «σκληρό» Brexit. Χαρακτηριστική έκφραση της κρίσης που προκάλεσε το Brexit στο εσωτερικό της Μ. Βρετανίας, για να αναφερθούμε μόνο στους τελευταίους μήνες, είναι η παραίτηση του μισού και παραπάνω υπουργικού συμβουλίου.
To τελευταίο δίμηνο βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση η όλη διαδικασία, αφού η βρετανική κυβέρνηση και η ΕΕ έχουν καταλήξει σε μια μεταβατική συμφωνία για την έξοδο, η οποία εγκρίθηκε τον περασμένο Νοέμβρη από τις χώρες της ΕΕ, σε έκτακτη Σύνοδο Κορυφής. Λίγες μέρες νωρίτερα η συμφωνία αυτή είχε εγκριθεί από τη βρετανική κυβέρνηση, αλλά συνοδεύτηκε από την παραίτηση αρκετών υπουργών, ενώ βουλευτές του κυβερνητικού κόμματος προχώρησαν το Δεκέμβρη σε πρόταση δυσπιστίας προς τη Μέι για να πετύχουν την καθαίρεσή της, καθώς διαφωνούν ριζικά με τη συγκεκριμένη συμφωνία.
Η πρόταση μομφής που κατέθεσαν οι βουλευτές του συντηρητικού κόμματος για την καθαίρεση της Μέι από την αρχηγία του κόμματος και την αποπομπή της από την πρωθυπουργία, μπορεί να μην πέρασε, συγκέντρωσε όμως 117 βουλευτές σε σύνολο 317 που διαθέτει το κόμμα των Τόρις, και αποτέλεσε ένα ακόμη επεισόδιο της βαθιάς και παρατεταμένης κρίσης που έχει ξεσπάσει στη χώρα.
Η πρόταση μομφής ήρθε δύο μέρες μετά την απόφαση της Μέι να αναβάλει την προγραμματισμένη για τις 11 Δεκέμβρη συζήτηση και ψηφοφορία στο βρετανικό Κοινοβούλιο πάνω στη συμφωνία της βρετανικής κυβέρνησης με την ΕΕ, επειδή το αποτέλεσμα, όπως είχε πει η ίδια, θα ήταν σαρωτικό σε βάρος της συμφωνίας, γεγονός που θα οδηγούσε αυτόματα σε παραίτηση ή αποπομπή της Μέι.
Αυτό αποτέλεσε απροκάλυπτη ομολογία της δεινής θέσης και των αδιεξόδων που βρίσκεται η ίδια, και ταυτόχρονα αποκαλύπτει το βάθος της πολιτικής κρίσης, τον διχασμό, την αστάθεια και την αβεβαιότητα που επικρατεί στα κυρίαρχα πολιτικά κέντρα της βρετανικής κεφαλαιοκρατίας.
Η Μέι, την επομένη της απόρριψης της πρότασης μομφής, επισκέφθηκε τις Βρυξέλλες για συνομιλίες με τη Μέρκελ, τον Τουσκ και τον Γιούνκερ, περισσότερο για να κερδίσει χρόνο και να δημιουργήσει την εντύπωση πως διαπραγματεύεται τη βελτίωση της συμφωνίας, αφού τόσο το Βερολίνο όσο και το Παρίσι δεν δείχνουν καμιά διάθεση παραχωρήσεων στο Λονδίνο, διαβλέποντας το κλίμα γενικευμένης κρίσης και αστάθειας που κυριαρχεί σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ύστερα από αυτή την εξέλιξη, και ανεξάρτητα από την απόρριψη της πρότασης μομφής που διέσωσε προσωρινά τη Μέι, όλα δείχνουν πως η συμφωνία της βρετανικής κυβέρνησης με την ΕΕ, και πιθανόν και η πρωθυπουργία της Μέι, μετρούν μέρες.
Σε κάθε περίπτωση η τύχη της συμφωνίας θα κριθεί τις επόμενες μέρες, αφού ύστερα από παλινωδίες και ταλαντεύσεις ενός μήνα, η Μέι αποφάσισε να τη φέρει στη Βουλή των Κοινοτήτων για συζήτηση και ψηφοφορία την επόμενη Τρίτη 15 Γενάρη.
Την Τρίτη θα φανεί αν με την υπερψήφιση της συμφωνίας θα επέλθει ένας προσωρινός συμβιβασμός και μια εκτόνωση της κρίσης στο εσωτερικό της Μ. Βρετανίας και στις σχέσεις της με την ΕΕ, ή αν αντίθετα, με την καταψήφιση της συμφωνίας, που θεωρείται πολύ πιθανή, θα οδηγηθούν είτε σε σκληρό Brexit, που σημαίνει άτακτη έξοδο χωρίς συμφωνία και ανεξέλεγκτη αντιπαράθεση μέσα κι έξω, είτε απόφαση για νέο δημοψήφισμα με στόχο την αναδίπλωση και παραμονή στην ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, η αστική τάξη της Βρετανίας και τα πολιτικά της κόμματα είναι τριχοτομημένα οριζοντίως και καθέτως. Ένα τμήμα της είναι υπέρ του «σκληρού» Βrexit, επιδιώκοντας μια γενικευμένη ρήξη με την ΕΕ και το Βερολίνο, διαθέτει μάλιστα και την υποστήριξη των ΗΠΑ του Τραμπ, ο οποίος φρόντισε να αποδοκιμάσει τη συμφωνία. Ένα τμήμα της επιδιώκει μια σχετική αυτονομία από την ΕΕ, αλλά θέλει τη συμμετοχή της σε μια κοινή τελωνειακή ένωση, που αποκαλείται και «ήπιο» Brexit – τέτοια είναι ακριβώς η συμφωνία που έχει τώρα επιτευχθεί- και ένα τρίτο τμήμα επιδιώκει να γίνει ξανά δημοψήφισμα με στόχο να παραμείνει η Μ. Βρετανία στην ΕΕ. Οι δύο τελευταίες κατευθύνσεις συγκλίνουν και βρίσκονται στην πραγματικότητα σε κοινή πορεία αντιπαράθεσης με την πρώτη.
Στο αμέσως επόμενο διάστημα θα ξεκαθαριστεί ποιο τμήμα της αστικής τάξης θα επικρατήσει. Είναι όμως βέβαιο πως όποιος κι αν επιβάλει τη θέση του, όχι μόνο δεν πρόκειται να ξεπεραστεί η πολιτική κρίση και ο διχασμός, αλλά αντίθετα θα οδηγήσει σε νέα οξύτερη εσωτερική κρίση σε όλη τη διάρκεια της μεταβατικής, τουλάχιστον, περιόδου.