Βουτηγμένος στα αδιέξοδα της πολιτικής του εξακολουθεί να βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τη γενικευμένη αγανάκτηση που προκαλεί η αδιέξοδη και εγκληματική πολιτική που εφαρμόζει η ΝΔ πάνω στο έδαφος της πανδημίας. Το λένε και το ξαναλένε όλα τα κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Το επανέλαβε πρόσφατα και ο Τσίπρας σε τηλεοπτική συνέντευξή του. “Να βάλουμε πλάτη στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης της πανδημίας”. Αυτή είναι η γραμμή που ακολουθεί εδώ και ένα χρόνο η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ. Διαμαρτύρονται μάλιστα προς το Μητσοτάκη και τη ΝΔ γιατί, όπως λένε, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 κλήθηκε “να διαχειριστεί την κρίση” η αντιπολίτευση ζητούσε εκλογές. Αντίθετα με τη ΝΔ, τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται ως υπεύθυνη δύναμη προσφέροντας απλόχερα τη στήριξή του στο θεάρεστο κυβερνητικό έργο της διαχείρισης της πανδημίας και ζητά από το Μητσοτάκη να ακούσει τις προτάσεις του. Πρόκειται για μια γραμμή κανονικής σύμπλευσης, που φτάνει στα όρια της συμπολίτευσης με την κυβερνητική πολιτική.
Το πρόσφατο παράδειγμα της Ικαρίας αποτελεί άλλο ένα δείγμα γραφής της γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ. Στην επικοινωνιακή φιέστα που επιχείρησε να στήσει ο Μητσοτάκης στο νησί, ο ΣΥΡΙΖΑ απάντησε με μια κριτική αποπροσανατολιστική και εξίσου επικοινωνιακή, που καμία σχέση δεν έχει με τα πραγματικά προβλήματα του λαού. Η κυβέρνηση έκανε το “καθήκον” της εξαφανίζοντας από τα ΜΜΕ την υποδοχή που επεφύλαξαν στον πρωθυπουργό της χώρας με τις πραγματικές και όχι συμβολικές – μυστικές κινητοποιήσεις τους οι μαζικοί φορείς του νησιού. Ο ΣΥΡΙΖΑ με τη σειρά του επέλεξε την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση για τα γεύματα στα μπαλκόνια και τη δήθεν ανεύθυνη στάση του Μητσοτάκη. Εσκεμμένα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είπε την παραμικρή κουβέντα για την κινητοποίηση των μαζικών φορέων, των σωματείων και συλλογικοτήτων του νησιού. Πρώτον διότι ήταν άφαντος από τις κινητοποιήσεις αυτές, όπως και από κάθε κινητοποίηση του τελευταίου χρόνου, με το πρόσχημα ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για διαδηλώσεις την ώρα που κινδυνεύει η υγεία του λαού. Και δεύτερον διότι με ποιο επιχείρημα θα μπορούσε να εκφράσει τη στήριξή του στα σωστά και δίκαια λαϊκά αιτήματα για την ενίσχυση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας -τα οποία ξεπερνούν τα γεωγραφικά όρια της Ικαρίας- όταν εδώ και ένα χρόνο έχει επί της ουσίας αποδεχθεί την κυβερνητική πολιτική της εγκατάλειψης του ΕΣΥ που το οδήγησε στο σημερινό κατάντημα και την εξαθλίωση; Όταν πολύ περισσότερο ως κυβέρνηση, αφενός υπηρέτησε την πολιτική των μνημονίων, αφετέρου -στη λεγόμενη “μεταμνημονιακή” περίοδο- στα πλαίσια της επιτήρησης εφάρμοσε την ίδια και απαράλλακτη πολιτική των λεγόμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που υπαγορεύουν οι Ευρωπαίοι.
Την πολιτική αυτή της “μεταμνημονιακής” περιόδου και των περικοπών στη Δημόσια Υγεία (και όχι μόνο) εγκαινίασε ο ΣΥΡΙΖΑ και συνεχίζει σήμερα η ΝΔ. Για να συγκαλύψει λοιπόν τις δικές του ευθύνες, επιχειρεί να αποπροσανατολίσει την αντιπαράθεση και να την προσωποποιήσει στον “ανεύθυνο” και “αλαζονικό” Μητσοτάκη. Όμως η πολιτική των δύο μεγάλων κομμάτων στο θέμα της Δημόσιας Υγείας διαφέρει όσο δύο νιφάδες χιονιού. Γι’ αυτό εξάλλου πριν λίγο καιρό ο Τσίπρας είχε προτείνει στην κυβέρνηση να συμφωνήσουν σε υπουργό υγείας κοινής αποδοχής, κάνοντας λόγο και για συγκεκριμένο άτομο στο πρόσωπο της καθηγήτριας Λινού, πιστοποιώντας την ταύτιση των δυο κομμάτων στη διαχείριση της πανδημίας, ενώ τώρα επανέλαβε την ίδια πρόταση, να συμφωνήσουν δηλαδή τα δυο κόμματα στον καθορισμό μιας νέας διοίκησης στην αμαρτωλή ΕΡΤ.
Αλλά και στο ζήτημα των φοιτητικών κινητοποιήσεων ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία και τις διαγραφές φοιτητών ποια ακριβώς πολιτική έχει ο ΣΥΡΙΖΑ; Ο ίδιος ο Τσίπρας δηλώνει ότι υπάρχει “πρόβλημα με την παραβατικότητα σε ορισμένα πανεπιστήμια” στο κέντρο της Αθήνας, ταυτιζόμενος με την κυβερνητική προπαγάνδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτος και καλύτερος, όπως και το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, προβάλλει ως ανάγκη την αστυνόμευση και φύλαξη των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Η μόνη διαφοροποίησή του από την κυβερνητική πολιτική είναι στο επίπεδο της διαχείρισης του μέτρου της αστυνόμευσης. Αν θα έχει δηλαδή τον πρώτο λόγο η Αστυνομία -όπως επέβαλε η κυβέρνηση- ή αν θα περνά μέσα από το περίφημο αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων. Με απλά λόγια ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει την αστυνομία στα πανεπιστήμια, αλλά με τη συναίνεση των πρυτάνεων. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ προβάλλουν ως ανάγκη να τελειώνουμε οριστικά με το άσυλο στα πανεπιστήμια.
Όταν λοιπόν ο Τσίπρας καλούσε την κυβέρνηση να μην ψηφίζει μέσα στην πανδημία τέτοια μέτρα, γιατί προκαλούν έντονους κοινωνικούς κραδασμούς, δεν το έκανε γιατί στήριζε τα αιτήματα του φοιτητικού κινήματος. Επί της ουσίας επιχειρούσε να διαπραγματευτεί καλύτερους όρους και να διαμορφώσει συνθήκες ευρύτερης πολιτικής και κοινοβουλευτικής ίσως συναίνεσης. Για να περάσουν τα μέτρα που καταπατούν το άσυλο και τα δημοκρατικά δικαιώματα με πιο ανώδυνο τρόπο.
Μέσα στη φάση αυτή όμως των μαζικών φοιτητικών και πανεκπαιδευτικών κινητοποιήσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε για μια ακόμα φορά πόσο πειθήνια έχει προσαρμοστεί στην κυβερνητική πολιτική των απαγορεύσεων και της περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων, με το πρόσχημα της “έκτακτης συνθήκης” της πανδημίας. Με ύφος και λόγο απολογητικό, όχι προς το λαό αλλά προς την κυβέρνηση, ο Τσίπρας υποχρεώθηκε να δηλώσει πως ο ΣΥΡΙΖΑ “πήρε το ρίσκο και συμμετείχε στις διαδηλώσεις εν μέσω πανδημίας”. Το ρίσκο βέβαια αφορούσε την μετάδοση του κορονοϊού. Είναι όμως απορίας άξιο ποιο ακριβώς ρίσκο πήρε, αφού για πέντε συνεχείς εβδομάδες ήταν εξαφανισμένοι από τις διαδηλώσεις. Ακόμα, την ημέρα ψήφισης του νόμου στη συγκέντρωση μπροστά στη Βουλή, αυτοί που πλαισίωναν το μπλοκ της “νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ” οριακά επαρκούσαν για να κρατούν το πανό. Διπλά όμως προκλητικός ο Τσίπρας επανέλαβε επί της ουσίας τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο λαός πρέπει να “μείνει σπίτι του”, ενώ τα κυβερνητικά μέτρα επιβάλλονται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Παράλληλα, ταυτίστηκε με την πληρωμένη λάσπη που έριξαν πρόσφατα οι ΔΑΠίτες καθ’ υπαγόρευση του ΥΠΑΙΘ στις πλάτες του φοιτητικού κινήματος, κάνοντας λόγο για διαδηλώσεις που διασπείρουν τον κορονοϊό.
Για άλλη μια φορά λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική της “υπεύθυνης δύναμης” μετατρέπεται σε νεροκουβαλητή της Δεξιάς, επιβεβαιώνοντας ότι η γραμμή του όχι μόνο δεν μπορεί να εκφράσει τα λαϊκά συμφέροντα αλλά αντίθετα στρέφεται ενάντιά τους και τα προδίδει. Επιβεβαιώνει με τη στάση του ότι αποτελεί το δεύτερο πυλώνα της αστικής διαχείρισης.