Και ενώ πριν δύο μέρες ολοκληρώθηκε η υποβολή και των τελευταίων φορολογικών δηλώσεων, τα στοιχεία που δίνουν οι υπηρεσίες των οικονομικών επιτελείων της κυβέρνησης είναι αποκαλυπτικά.
Συγκεκριμένα, στο διάστημα Γενάρη – Ιούλη τα συνολικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθαν σε 36,846 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 5,556 δισ. ευρώ ή 17,8% έναντι του στόχου, ενώ τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 31,094 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 5,167 δισ. ευρώ ή 19,9% έναντι του στόχου.
Μόνο τον Ιούλη τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 6,421 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 1,582 δισ. ευρώ ή 32,7% έναντι του στόχου.
Η ματωμένη αυτή «επιτυχία» οφείλεται στους άδικους έμμεσους φόρους, κυρίως στον ΦΠΑ, τον ΕΝΦΙΑ αλλά και στους άμεσους που συγκροτούν το μεγαλύτερο τμήμα των φορολογικών εσόδων και αφορούν φυσικά τα λαϊκά στρώματα.
Και όλα αυτά όταν οι τιμές της ενέργειας και οι αυξημένες τιμές στα είδη πρώτης ανάγκης στην ουσία αποψιλώνουν τα εισοδήματα των ανθρώπων, όπως προκύπτει και από έρευνες της κοινής γνώμης.
Όταν τα νοικοκυριά κόβουν και από τα στοιχειώδη για να πληρώσουν τους λογαριασμούς της ενέργειας, ή για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν ελάχιστες μέρες διακοπών και την ίδια στιγμή η κυβέρνηση και οι πρόθυμοι παπαγάλοι της διαφημίζουν την «ανάπτυξη» που υποδηλώνουν τα αυξημένα, πλην όμως απολύτως ματωμένα, φορολογικά έσοδα.
Έχουμε και παλιότερα αναφερθεί και δεν θα κουραζόμαστε να επαναλαμβάνουμε, πως ένα από τα κριτήρια για να εκτιμήσει κανείς τα χαρακτηριστικά του φορολογικού συστήματος είναι η σχέση μεταξύ έμμεσης και άμεσης φορολογίας.
Λοιπόν, στη χώρα μας αυτή η σχέση είναι συντριπτικά μεγαλύτερη υπέρ των έμμεσων φόρων, άρα και το άδικο του φορολογικού συστήματος είναι προφανές. Και είναι προφανές ακριβώς γιατί οι έμμεσοι φόροι αφορούν τις μεγαλύτερες πληθυσμιακά ομάδες του λαού που είναι τα εκτεταμένα λαϊκά στρώματα.
Ενώ μια πληθυσμιακά κοινωνική μειοψηφία που είναι όσοι αποτελούν τη μεγαλοαστική τάξη – των γόνων τους συμπεριλαμβανομένων – έχουν μια ιδιαίτερη φορολογική ασυλία, μέσα από ένα πλέγμα απαλλαγών επενδυτικών κινήτρων κλπ.