Η διαδικασία καθαίρεσης του Ντόναλντ Τραμπ μετά το πέρας της θητείας του, ήταν ένα από τα πρώτα πυροτεχνήματα που παρουσίασαν οι Δημοκρατικοί στο προοδευτικό τμήμα του αμερικάνικου λαού που τους στήριξε.
Με τις τελευταίες εξελίξεις, ακόμη και αυτό αποδεικνύεται μια κακοπροετοιμασμένη απάτη. Τελικά οι Δημοκρατικοί στη Γερουσία δεν κατάφεραν να αποσπάσουν από τους Ρεπουμπλικάνους τον αριθμό των 17 γερουσιαστών που χρειάζονταν, προκειμένου να συγκεντρώσουν την απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων για να υπάρξει η καταδίκη και καθαίρεση. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ημερών, υπήρξε διαφωνία μεταξύ των στελεχών των Δημοκρατικών της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων για το αν θα πρέπει να κληθούν μάρτυρες κατηγορίας εναντίον του Τραμπ, γεγονός που θα οδηγούσε σε μια μακρά, αναλυτική και κοπιώδη διαδικασία, για ένα ζήτημα το οποίο ήδη πολλοί γερουσιαστές θεωρούν άνευ σκοπού. Ύστερα από παζάρια, αποφασίστηκε… η μη κλήση μαρτύρων και η μη παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων για την εμπλοκή του Τραμπ στο Καπιτώλιο! Ένας εκ των διευθυντών της διαδικασίας, ο Δημοκρατικός βουλευτής Τζέημι Ράσκιν περιορίστηκε σε έναν πολιτικού χαρακτήρα λόγο, κατηγορώντας τον Τραμπ, προτού διεξαχθεί η ψηφοφορία. Ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, Μιτς Μακ Κόνελ, ο οποίος θεωρείται ότι ήταν έτοιμος να ψηφίσει υπέρ της καταδίκης και να παρασύρει και άλλους γερουσιαστές, βλέποντας τον εκφυλισμό της διαδικασίας εκ μέρους των Δημοκρατικών αποφάσισε να ψηφίσει κατά, προφασιζόμενος ότι η Γερουσία δεν έχει το δικαίωμα για μια τέτοια απόφαση, αν και ο ίδιος θα το επιθυμούσε.
Με λίγα λόγια, οι Δημοκρατικοί αποφάσισαν να συμπεριφερθούν σαν να μη διέθεταν είτε μάρτυρες, είτε αποδεικτικά στοιχεία. Η πολυδιαφημισμένη πρωτοβουλία τους εξελίχθηκε σε αποκρουστική παρωδία. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διεξήχθη τον Ιανουάριο για λογαριασμό του CNN, ο Τραμπ εξακολουθεί να διατηρεί τη θερμή υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικάνικου κόμματος, σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό. Όσο ο Τραμπ είναι το σύμβολο ενός μαζικού ρεύματος, οι λεονταρισμοί εναντίον του από ψευτοπροοδευτικούς βουλευτές είναι εύκολοι, αλλά οι κινήσεις εναντίον του εμπεριέχουν μεγάλο ρίσκο…
Μια νέα εποχή λογοκρισίας ανατέλλει;
Η αποτυχία της καθαίρεσης του Τραμπ, αποτελεί άλλον ένα κρίκο στην αλυσίδα των διαψεύσεων των προσδοκιών που καλλιεργήθηκαν από τη διοίκηση Μπάιντεν. Ήδη στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, η εικόνα του φιλειρηνικού πρόεδρου που προάγει μια πολιτική συνεργασίας και συνεννόησης αναιρείται γοργά, τόσο από τις δηλώσεις του ίδιου σχετικά με την Κίνα και τη Ρωσία, όσο και από τις ενέργειές του σε ανοικτά μέτωπα, όπως αυτά της Συρίας, του Αφγανιστάν και του Ιράκ, αλλά και της Ουκρανίας και της Βενεζουέλας. Ενώ στο εσωτερικό μέτωπο, οι Αμερικάνοι παραμένουν από τους πιο αβοήθητους λαούς απέναντι στις συνέπειες της διαχείρισης της πανδημίας.
Αυτή η επαναλαμβανόμενη διαχρονικά κατάσταση, έχει οδηγήσει σε αποξένωση από τους Δημοκρατικούς μεγάλο μέρος της βάσης τους και των ψηφοφόρων τους, ενώ παράλληλα έχει γεννήσει μια διασπορά, ενημερωτικών εκπομπών με αυξανόμενη δημοφιλία, σε διαδικτυακά κυρίως μέσα, όπως το γνωστό YouTube, από προσωπικότητες που στο παρελθόν ταυτίζονταν με τους Δημοκρατικούς, αλλά πλέον τους ασκούν αυστηρή και ουσιαστική κριτική. Αυτές τις φωνές η διοίκηση Μπάιντεν θέλει να τις φιμώσει.
Η αρχή έχει γίνει τόσο με εύκολους ακροδεξιούς στόχους που επιδίδονται σε συνωμοσιολογία, όπως ο γνωστός γραφικός Alex Jones και φυσικά το έδαφος έχει στρωθεί για τα καλά και με την πρωτοφανή φίμωση του Ντόναλντ Τραμπ από διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το γενικώς προοδευτικό κοινό τσιμπάει το δόλωμα επειδή η επίθεση αρχικά εξαπολύεται σε αποκρουστικούς για αυτό στόχους. Δε συνειδητοποιεί όμως, ότι η επίθεση αυτή θα γενικευτεί κατόπιν απέναντι σε όσους ασκούν κριτική έξω από τα πλαίσια που το πολιτικό σύστημα θέτει.