Στα τέλη του Ιούλη ήρθαν στο φως με εκκωφαντικό τρόπο οι αποκαλύψεις που αφορούσαν την τηλεφωνική υποκλοπή του Ανδρουλάκη από τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες, την περίοδο που ήταν ακόμα ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και πριν αναλάβει τα ηνία του κόμματος. Αξιοσημείωτο είναι πως η αποκάλυψη αυτή ήρθε όχι από κάποιο δημοσιογραφικό μέσο, κυβερνητικό ή άλλο παράγοντα, αλλά από τις υπηρεσίες του ευρωκοινοβουλίου οι οποίες ενημέρωσαν σχετικά τον Ανδρουλάκη.
Η αποκάλυψη αυτή οδήγησε σε ντόμινο ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων στο κυβερνητικό στρατόπεδο αλλά και συνολικά στη ΝΔ. Παραιτήθηκαν ταυτόχρονα ο Π. Κοντολέων, διοικητής της ΕΥΠ, αλλά και ο γενικός γραμματέας του Μητσοτάκη, Γρ. Δημητριάδης, ο οποίος σημειωτέον είναι και ανιψιός του. Η επίσημη δικαιολογία για την παραίτηση του -πρώην πλέον- διοικητή των μυστικών υπηρεσιών ήταν οι «λανθασμένες ενέργειες που διαπιστώθηκαν στη διαδικασία των νόμιμων επισυνδέσεων». Για τον δε Δημητριάδη, γγ του πρωθυπουργού, η παραίτηση οφείλεται «στο τοξικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί την τελευταία περίοδο». Με αυτό τον τρόπο προσπάθησε η κυβέρνηση να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και να απεμπλέξει την παραίτηση του γραμματέα από την υπόθεση των υποκλοπών. Μάταια όμως, αφού οι απανωτές αποκαλύψεις που είδαν το φως της δημοσιότητας αναμειγνύουν το Δημητριάδη με την εταιρία, ισραηλινών συμφερόντων, που δημιούργησε και πούλησε το παράνομο λογισμικό με το οποίο πραγματοποιούσε η ΕΥΠ τις παρακολουθήσεις του τηλεφώνου του Ανδρουλάκη. Το σκηνικό ανακατεύεται ακόμα περισσότερο με την πολιτική επιλογή του Μητσοτάκη να θέσει την ΕΥΠ απευθείας κάτω από το δικό του έλεγχο, ως πρώτο μέτρο για την οικοδόμηση του περιβόητου «επιτελικού κράτους» αμέσως μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης το 2019.
Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός πως αμέσως μετά την αποκάλυψη των παρακολουθήσεων, ακολούθησε σωρεία δημοσιευμάτων από κορυφαία διεθνή δημοσιογραφικά κέντρα της Ευρώπης και των ΗΠΑ για την υπόθεση και τις κυβερνητικές ευθύνες. Η διεθνής αρθρογραφία δίνει ένα ηχηρό ράπισμα τόσο στο Μητσοτάκη όσο και στην κυβέρνηση της ΝΔ, καταγγέλλοντας απολυταρχικές μεθόδους, πολιτικό αυταρχισμό και καθεστώς βαθιάς σήψης. Τα δημοσιεύματα αυτά δεν έκαναν την εμφάνισή τους τυχαία ούτε αυθόρμητα, αλλά υπαγορεύονται από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα ΗΠΑ και ΕΕ για να ασκήσουν πιέσεις προς την κυβέρνηση, για να διασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών, που εξακολουθεί και συνταράσσει την κυβέρνηση της ΝΔ και το αστικό πολιτικό σύστημα, έρχεται να προστεθεί στο πρωτοφανές κύμα ακρίβειας στην ενέργεια και στα βασικά είδη κατανάλωσης που σαρώνει τα λαϊκά νοικοκυριά, τη βίαιη φτωχοποίηση τεράστιων τμημάτων του λαού μας, την ώρα που τα κυβερνητικά στελέχη σαν τον Άδωνι Γεωργιάδη προκλητικά και κυνικά ομολογούν πως «θα πεινάσουμε το χειμώνα».
Οι ευθύνες της κυβέρνησης της Δεξιάς είναι τεράστιες και το σκάνδαλο επιταχύνει την πορεία φθοράς της, αποκαλύπτοντας ολοένα και περισσότερο το βαθιά αντιδραστικό, αυταρχικό και κατάφωρα αντιδημοκρατικό περιεχόμενο της πολιτικής της. Ο Μητσοτάκης όψιμα και υποκριτικά ανέλαβε τάχα την πολιτική ευθύνη κάνοντας λόγο για «λάθος» των μυστικών υπηρεσιών το οποίο «δεν γνώριζε», τόσο στο διάγγελμά του όσο και στην ολομέλεια της Βουλής. Στην πραγματικότητα υπεράσπισε την παρακρατική δράση των μυστικών υπηρεσιών, που στήνουν ένα καθεστώς χαφιεδισμού, εκφοβισμού και αντιδημοκρατικών εκτροπών, απολαμβάνοντας την πλήρη κυβερνητική ασυλία. Υπεράσπισε την ασύστολη παρακρατική δράση των μηχανισμών αυτών με σαθρά επιχειρήματα και ακροδεξιά ρητορική, σαν αυτή της «εισβολής μεταναστών» που αντιμετωπίστηκε χάρις στην συμβολή της ΕΥΠ(!). Είναι δε τέτοιο το μέγεθος του σκανδάλου που ακόμα και στελέχη της κυβέρνησης και της ΝΔ παίρνουν αποστάσεις και ζητούν εξηγήσεις.
Όσο κι αν η φτώχεια και η ακρίβεια αποτελούν τα βασικά και ζωτικά προβλήματα που απασχολούν το λαό μας, το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων δεν είναι άνευ σημασίας. Η μια πλευρά του σκανδάλου αφορά στις αντιθέσεις των αστικών κομμάτων, τον μεταξύ τους ανταγωνισμό ή ακόμα και τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Υπό αυτό το πρίσμα είναι βέβαιο ότι θα αξιοποιούν βρόμικες και παρακρατικές μεθόδους για να στριμώξουν το ένα κόμμα το άλλο. Άλλωστε η ΝΔ, που τώρα ως κυβέρνηση παρακολουθούσε τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ (και χιλιάδες άλλους), καταγγέλλει τον ΣΥΡΙΖΑ ότι επί των ημερών του υπέκλεπτε συστηματικά εκατοντάδες φορές τον Μητσοτάκη.
Η κύρια πλευρά όμως αφορά στα θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες του λαού οι οποίες μπαίνουν ξανά στο στόχαστρο της δεξιάς πολιτικής της ΝΔ, μετά τους χουντονόμους και το σιδερόφρακτο και αστυνομοκρατούμενο καθεστώς που επιχείρησε να στήσει τη διετία της πανδημίας. Με αφετηρία την παρακολούθηση του Ανδρουλάκη, αποκαλύφθηκε ότι την περίοδο της διακυβέρνησης της ΝΔ και ιδιαίτερα την περασμένη χρονιά έγιναν περισσότερες από 15.000 υποκλοπές, στη συντριπτική τους πλειοψηφία με το πρόσχημα της «εθνικής ασφάλειας». Μάλιστα οι παρακολουθήσεις των μυστικών υπηρεσιών απέναντι σε πολίτες, συνδικαλιστικές οργανώσεις και πολιτικά κόμματα έχουν εκτιναχθεί κατά 116% την τελευταία δεκαετία. Το στοιχείο αυτό φανερώνει τις διαχρονικές ευθύνες όχι μόνο της ΝΔ αλλά όλων των κυβερνήσεων, ανάμεσά τους και του ΣΥΡΙΖΑ. Τα στοιχεία αυτά -και αρκετά ακόμα- υποχρεώθηκε να παρουσιάσει η ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απόρρητου Επικοινωνιών) κάτω από το βάρος των εξελίξεων «καίγοντας» έτσι και τον ΣΥΡΙΖΑ επί των ημερών του οποίου (2016–2018) πραγματοποιήθηκαν χιλιάδες παρακολουθήσεις, πάντα με το πρόσχημα της «εθνικής ασφάλειας».
Η πολιτική κάλυψη, η νομιμοποίηση και η ασυλία που παρέχει η κυβέρνηση στις μυστικές υπηρεσίες, στην υπόθεση των υποκλοπών και των παρακολουθήσεων δεν είναι καινούργια, αλλά αποτελεί διαχρονική στάση όλων των κυβερνήσεων με τις ευλογίες ή και την άμεση παρέμβαση του ξένου παράγοντα. Στη σημερινή συγκυρία αποτελεί την ολική επαναφορά της διαβόητης φράσης του πατέρα Μητσοτάκη «εσείς είστε το κράτος» απευθυνόμενος προς τις δυνάμεις καταστολής. Όσο θα βαθαίνει η φτώχεια και τα κάλπικα φιλολαϊκά φτιασιδώματα των πενιχρών επιδομάτων δεν θα επαρκούν για να κατευνάσουν την λαϊκή οργή, όσο περισσότερο εντείνεται η πολιτική φθορά της κυβέρνησης, τόσο αυτή θα καταφεύγει σε μια ακραία μορφή πολιτικού αυταρχισμού, για να διασφαλίσει όσο το δυνατό τη σταθερότητα και τη συνέχεια της πολιτικής της. Θέλει παράλληλα να οικοδομήσει ένα καθεστώς φόβου και τρόμου στοχοποιώντας ωμά και απροκάλυπτα αγωνιστές, στελέχη του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος με αγωνιστική δράση, την Αριστερά και τις οργανώσεις της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρήκε ευκαιρία και έδαφος για να σηκώσει υψηλούς τόνους στην αντιπαράθεσή του με την κυβέρνηση. Ακολουθεί μια φτηνή και ρηχή αντιπολιτευτική γραμμή προσωποποιώντας την αντιπαράθεση με το Μητσοτάκη, όπως κάνει εδώ και τρία χρόνια πάνω σε όλα τα βασικά πολιτικά ζητήματα, αποφεύγοντας να συγκρουστεί με την αυταρχική πολιτική της κυβέρνησης και τους νευραλγικούς μηχανισμούς του κράτους. Αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποδράσει, προσωρινά τουλάχιστον, από την ακρίβεια και τη φτώχεια, ζητήματα για τα οποία δεν έχει τίποτα να επιδείξει, αφού η πολιτική του μοιάζει με αυτή της ΝΔ σαν δύο σταγόνες νερό. Παριστάνει τώρα τάχα τον υπερασπιστή της δημοκρατίας, για να μην απαντήσει στις κατηγορίες για τις χιλιάδες παρακολουθήσεις που του χρεώνουν την περίοδο της διακυβέρνησής του, ανάμεσα σ’ αυτές και του ΚΚΕ, των κεντρικών στελεχών του, των βουλευτών του, καθώς και των γραφείων του την περίοδο του 2016. Αυτή η ένοχη σιωπή σημαίνει ότι δεν έχει καμία διάθεση να αμφισβητήσει ή να συγκρουστεί με το βαθύ κράτος και την δράση του. Στην πραγματικότητα ως κόμμα-πυλώνας του αστικού συστήματος παρέχει στήριξη και κάλυψη απέναντι στις μυστικές υπηρεσίες που αποτελούν δομικό και νευραλγικό του στοιχείο.
Μπροστά στο σκάνδαλο των υποκλοπών πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως η όποια εξεταστική επιτροπή που στήνεται στα κοινοβουλευτικά πλαίσια θα ρίξει την υπόθεση στα μαλακά. Αυτό δεν μειώνει την ανάγκη να χυθεί άπλετο φως και να αποδοθούν οι πραγματικές ευθύνες στο σύνολό τους. Μια τέτοια απαίτηση μπορεί να επιβάλει μόνο ένα πλατύ λαϊκό-δημοκρατικό κίνημα που θα υπερασπίζει τα δημοκρατικά του δικαιώματα και τις πολιτικές του ελευθερίες δίπλα στους ευρύτερους στόχους της ανατροπής της δεξιάς πολιτικής της φτώχειας, της ακρίβειας, του αυταρχισμού και εξάρτησης.