«Φλας» αριστερά για να εισπράξει τη λαϊκή δυσαρέσκεια
και να λεηλατήσει τις ενδιάμεσες δυνάμεις
Ολοκληρώθηκαν το προηγούμενο διάστημα οι εργασίες της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ.
Για να μην υπάρξουν παρανοήσεις, είχε προηγηθεί η συμμετοχή του Αλ. Τσίπρα στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ. Εκεί παρουσίασε τον κορμό του προγράμματός του, για μια «προοδευτική διακυβέρνηση», για «ισχυρό τραπεζικό σύστημα», «αναπτυξιακά» μέτρα, όπως η «μείωση των ασφαλιστικών εισφορών», ενεργότερη εμπλοκή στον αμερικανοΝΑΤΟικό σχεδιασμό κλπ. Πώς λοιπόν οι θέσεις αυτές να μην οδηγήσουν τον Πρόεδρο του ΣΕΒ να διαπιστώσει «συναντίληψη» ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, για τις προτεραιότητες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της «πράσινης» και «ψηφιακής μετάβασης»;
Βλέποντας ο Τσίπρας τη φθορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη και εκτιμώντας ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια στο άμεσο μέλλον θα μεγαλώσει, υποσχέθηκε στους εκπροσώπους της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, λιγότερες κοινωνικές εντάσεις και περισσότερες συναινέσεις για να υλοποιήσει τις στρατηγικές τους επιλογές.
Είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική η παρακάτω τοποθέτησή του: «Ένας από τους πολύ σοβαρούς κινδύνους είναι το επόμενο διάστημα να βρεθούμε ξανά μπροστά σε κοινωνική ένταση, σε κοινωνική πόλωση. (…) Καμία οικονομία δεν μπορεί να προχωρήσει μπροστά όταν δεν υπάρχει κοινωνική ειρήνη, όταν υπάρχει μια διαρκής κοινωνική ένταση. Και η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, που θα συντελεστεί με μεγάλη ταχύτητα το επόμενο διάστημα (…) νομίζω ότι εγκυμονεί αυτόν τον πολύ μεγάλο κίνδυνο».
Μάλιστα, εξωραΐζοντας ξανά την ΕΕ, τον Μπάϊντεν και τον Ευρωπαϊκό-Αμερικάνικο καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό, ισχυρίστηκε ότι το Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια συνταγή «που ολοένα και περισσότεροι σε όλο τον κόσμο, ακόμα και η κυβέρνηση των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, αναδεικνύουν ως αναγκαία προϋπόθεση για να βγούμε από τη κρίση».
Κατά τα άλλα στη Συνδιάσκεψη περίσσεψαν οι διατυπώσεις περί «πράσινης επανάστασης» για να ανοίξουν τα νέα «πράσινα» πεδία κερδοφορίας, περί «δικαιοσύνης στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης», με το ΣΥΡΙΖΑ να τάζει ότι θα διανείμει «δίκαια» τα δισεκατομμύρια στα ξένα και ντόπια αρπακτικά, περί «πιλοτικού 35ωρου», φτάνοντας στις «Παπανδρεϊκές» διακηρύξεις περί «νέου ΕΣΥ» ως και την «αύξηση στον κατώτατο μισθό».
Ταυτόχρονα με το σύνθημα «Νίκη έστω και με μία ψήφο, για να φύγει η δεξιά», ο Αλ. Τσίπρας εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι οι επόμενες εκλογές θα πραγματοποιηθούν με αναλογικότερο σύστημα, για να λεηλατήσει τις ψήφους των άλλων κομμάτων (ΚΙΝΑΛ, ΜέΡΑ25, ΚΚΕ), ασκώντας τους πίεση για κυβερνητική συνεργασία, βρήκε την ευκαιρία να επαναφέρει την ιδέα του «αντιδεξιού»-«αντικυβερνητικού» μετώπου, καλλιεργώντας νέες εκλογικές αυταπάτες.
Μάλιστα, ο γνωστός ξεσκολισμένος ρεφορμιστής και «γεφυροποιός» Δ. Χατζησωκράτης εξειδίκευσε το ζήτημα με την πρόταση: «Με δεδομένο ότι όλα τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, ΜέΡΑ25, θα διαθέτουν – μπορούν να διαθέτουν- ως άθροισμα την πλειοψηφία των εδρών στη νέα Βουλή, που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές με την απλή αναλογική, γιατί να μην είναι δυνατόν να συγκροτήσουν μια κυβέρνηση, πέστε την ειδικού σκοπού, και συγκεκριμένης χρονικής δέσμευσης».
(Και είναι χαρακτηριστική η απάντηση του ΚΚΕ στις προτάσεις αυτές, σε εκτεταμένο άρθρο του «Ριζοσπάστη» στις 17/7/2021, όπου μεταξύ πολλών άλλων, φτάνει στο σημείο να επικαλείται την αρνητική εμπειρία της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας που έκανε το ΚΚΕ το 1944 ή των «κεντροαριστερών» κυβερνήσεων σε Ισπανία και Πορτογαλία, που στήριξαν το «μεταλλαγμένο» ΚΚ Ισπανίας και το Πορτογαλικό ΚΚ, αποφεύγοντας όμως «όπως ο διάολος το λιβάνι» να αναφερθεί στη συμμετοχή του στις οικουμενικές κυβερνήσεις Τζαννετάκη-Ζολώτα, το 1989-1990, με τους Κώστα Μητσοτάκη, Ανδρέα Παπανδρέου και τα κόμματα της μεγαλοαστικής τάξης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ).
Επειδή μάλιστα ο λαός μας δεν ξεχνά την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που -παρά τη φθορά της ΝΔ- τον κρατά σε χαμηλά δημοσκοπικά ποσοστά, προσπάθησε να εμφανιστεί σαν μια δύναμη «απαλλαγμένη απ’ τους μνημονιακούς καταναγκασμούς», που «έχει μάθει απ’ τα λάθη της». Παρουσίασε μάλιστα τα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα που πήρε την περίοδο 2015-2019 ως «αναγκαίους συμβιβασμούς», κάτω από το βάρος της κρίσης, των ελλειμμάτων και των χρεών, που δεν έχουν σχέση με το πρόγραμμά του.
Όμως, πέρα απ’ την ψεύτικη αυτοκριτική και το παρελθόν, υπάρχει και το παρόν, που λέει πως ο ΣΥΡΙΖΑ «έβαλε πλάτες» στην κυβέρνηση στην εγκληματική διαχείριση της πανδημίας, ψήφισε στη Βουλή μαζί με τη ΝΔ τα περισσότερα νομοσχέδια («Ελληνικό» στον Λάτση, «δώρα» στη «Fraport», τα μισά άρθρα του εργασιακού νομοσχεδίου, τροποποίηση πρόσφατα της ήδη ληστρικής σύμβασης για τον οδικό άξονα Ε65 κλπ).
Είναι σαφές ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί τη γνωστή δοκιμασμένη γραμμή του «ώριμου φρούτου» απέναντι στη ΝΔ, με την πολιτική της οποίας βασικά συμφωνεί. Το επίκεντρο του προβληματισμού του περιστρέφεται γύρω από το πώς θα παραλάβει ξανά το χρίσμα της αστικής τάξης για να γίνει «χαλίφης στη θέση του χαλίφη», για τη διαχείριση του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, της υποτέλειας και της εξάρτησης, πώς θα το σώσει από την κρίση και τα πιθανά αδιέξοδά του, προβάλλοντας την ικανότητά του σαν εφεδρεία, που θα μπορεί να χειραγωγεί αποτελεσματικότερα τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις.
Είναι όμως σίγουρο ότι την «επόμενη φορά» δεν θα μπορεί να φέρει στη χώρα τη «δικαιοσύνη», όπως υπόσχεται, για εργαζόμενους και επιχειρηματίες, σε δυο πόλους ταξικά συγκρουόμενους, σε μια «ανάπτυξη» που τάχα θα ικανοποιεί τις ανάγκες όλων.
Είναι βέβαιο ότι η «επόμενη φορά» θα είναι ίδια και χειρότερη από την πρώτη.
Γι’ αυτό οι εργαζόμενοι, ο προοδευτικός, αριστερός κόσμος δεν πρέπει να εξαπατηθούν ξανά από τις υποσχέσεις, τα πλαστά διλήμματα και τις εκλογικές αυταπάτες του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να αναπτύξουν με κάθε τρόπο το μαζικό εξωκοινοβουλευτικό τους αγώνα.