Ας βάλουμε ένα ρητορικό ερώτημα: Μπορεί μια τετραμελής οικογένεια, ένα ζευγάρι ή έστω και ένας μοναχικός εργαζόμενος, να ζήσει (νοίκι, διατροφή, μετακίνηση, φόροι, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ντύσιμο κ.ά.) με ένα μισθό 650 € μικτά; (Ν.4241/127 /2019 ΦΕΚ Β΄ 173). Η απάντηση είναι ένα κατηγορηματικό όχι. Και η απάντηση απευθύνεται στην ΕΕ και συγκεκριμένα στην Οδηγία COM(2020) 682 /final/ 28.10.2020, που έχει τον παραπλανητικό τίτλο: «Για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Σαν προοίμιο, να σημειώσουμε με έμφαση ότι στο καθεστώς της καπιταλιστικής βαρβαρότητας οι έννοιες περί «επαρκούς» ή «δίκαιου» μισθού, καθώς και τα περί «εξασφάλισης αξιοπρεπούς εισοδήματος» αποτελούν ανέκδοτο. Οι όποιες συνδικαλιστικές κατακτήσεις έγιναν κάτω από συνθήκες ευνοϊκών συσχετισμών ανάπτυξης του εργατολαϊκού κινήματος. Επομένως σήμερα, η όλη επιχειρηματολογία του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στήνεται πάνω σε μία ακόμα προσπάθεια κοροϊδίας των λαών και στήριξης του ευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Η Οδηγία συστήνει «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές» για τον κατώτατο μισθό, ξεκαθαρίζοντας ότι «δεν θίγει τις εθνικές πρακτικές» στον καθορισμό του. Που σημαίνει ότι επικυρώνει την «εθνική πρακτική» της Ελλάδας, ο καθορισμός του κατώτατου μισθού να γίνεται από τον υπουργό Οικονομικών (και όχι μέσα από ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και την υπογραφή Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας). Και καταλήγει στο αυτονόητο συμπέρασμα (με βάση το νομοθετικό πλαίσιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ που εξειδικεύεται στη «Λευκή Βίβλο»), πως οι επιμέρους κατώτατοι μισθοί των κρατών-μελών θα πρέπει να αντιστοιχούν στις εξελίξεις της «ανταγωνιστικότητας» των επιχειρήσεων και στην «αντοχή» της οικονομίας τους.
Άλλωστε, ολόκληρη η αερολογία της Οδηγίας συνοψίζεται στην εξής συμβουλή προς τις ευρωπαϊκές ολιγαρχίες: «Κάντε ό,τι θέλετε, αρκεί να προστατευτεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας σας»! Κι αυτό γίνεται, είτε με τη μείωση των μισθών, είτε με τις ευέλικτες σχέσεις εργασίας, είτε με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, είτε με την περιστολή των κοινωνικών δαπανών και εμπορευματοποίηση της Ασφάλισης, της Παιδείας και της Υγείας, είτε με τον περιορισμό των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, είτε με την φοροληστεία, είτε τέλος με την κάθε είδους αντεργατική πολιτική που αυξάνει την κερδοφορία του κεφαλαίου και τα έσοδα του κράτους.
Προφανώς, οι κατώτατοι μισθοί, σύμφωνα με μία σχετική Έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου, παρουσιάζουν τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών-μελών, (υπολογίζοντάς τους με την αναγωγή ότι δίνονται κατώτατοι 12 μισθοί το χρόνο: Λουξεμβούργο 2.202 €, Ισπανία 1.108 €, Σλοβενία 1.024 €, Πορτογαλία 776 €, Ελλάδα 758 € (αναγωγή των 14 κατώτατων μισθών των 650 € σε 12 κατώτατους μισθούς των 758 €), Βουλγαρία 332 €. Στην ίδια Έκθεση οι φτωχοί και κοινωνικά αποκλεισμένοι (εξαθλιωμένοι) φθάνουν τα 95 εκατ. άτομα (21,7%), αυτοί που αντιμετωπίζουν σοβαρή οικονομική υστέρηση φθάνουν τα 12,6 εκατομμύρια (5,8%) και τέλος τον κίνδυνο φτώχειας 20,5 εκατ. άτομα (9,4%). Με δυο λόγια σχεδόν το 40% των Ευρωπαίων βρίσκεται σε τραγική κατάσταση, αν βέβαια τα στοιχεία της Έκθεσης είναι σωστά. Η χώρα μας έχει την 5η χειρότερη αγοραστική δύναμη εργαζομένων σε επίπεδο ΕΕ!
Κι ακόμα, 11 κράτη-μέλη απαγορεύουν στους εργαζόμενους να συμμετέχουν σε συνδικάτα, 19 έχουν αναστείλει το δικαίωμα στην απεργία και 16 παραβιάζουν το δικαίωμα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Τέλος, σε όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη οι ελαστικές μορφές εργασίας καταργούν στην πράξη και το 8ωρο και τον κατώτατο μισθό!
***
Όπως ήταν επόμενο, ο υπουργός Εργασίας Κ. Χατζηδάκης, ξεχνώντας τις -τότε- προεκλογικές «δεσμεύσεις» της ΝΔ για αύξηση του κατώτατου μισθού, δήλωσε για την Οδηγία, ότι: «…αυτή δεν επιφέρει, ως προς εμάς, σημαντικές αλλαγές στον τρόπο προσδιορισμού του κατώτατου μισθού και θεωρώ ότι δεν αναμένεται να υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας από την εφαρμογή της…».
Την επόμενη Δευτέρα 26 Ιούλη, με εισήγηση του υπουργείου Εργασίας, συνεδριάζει το υπουργικό συμβούλιο, προκειμένου να πάρει τις αποφάσεις για τον κατώτατο μισθό, παίρνοντας υπόψη του τις συστάσεις του Ν.4093/2012 («λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών») και επιπλέον:
α) τις σχετικές διαβουλεύσεις της κυβέρνησης με τους «κοινωνικούς εταίρους» και τους «επιστημονικούς φορείς»,
β) τις αντοχές της οικονομίας μετά την πανδημία και γ) τις ανάγκες των εργαζομένων (sic).
- Σημείωση: Παρενθετικά θυμίζουμε ότι στη χώρα μας, σύμφωνα με τις εντολές των ξένων επικυρίαρχων και τον μνημονιακό Ν.4093/2012, ο βασικός μισθός, με υπουργική απόφαση, μειώθηκε κατά 22% (στα 586 € μικτά), ενώ για τους νέους έως 25 ετών η μείωση ήταν της τάξης του 32% (στα 511 € μικτά). Παράλληλα, πάγωσαν οι ωριμάνσεις (επιδόματα πολυετίες κλπ), μειώθηκε κατά 3 μήνες το διάστημα μετενέργειας κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων που είχαν λήξει, καταργήθηκαν βασικά επιδόματα των κλαδικών συμβάσεων, οριοθετήθηκε η διάρκεια των συλλογικών συμβάσεων αορίστου χρόνου σε 3 χρόνια, άλλαξε ο τρόπος προσφυγής στον ΟΜΕΔ με δυνατότητα διαιτησίας μόνο για τους βασικούς μισθούς των συμβάσεων και με απαίτηση προσφυγής εργοδοτών και εργαζομένων και τέλος από 1ης Απρίλη 2013 ο νέος κατώτατος μισθός θα διαμορφώνονταν με Νομοθετική Πράξη και όχι με συμφωνία των «κοινωνικών εταίρων», με προσαύξηση μόνο για 3ετίες (επίδομα ωρίμανσης) όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 14/2/2012 όπου και είχαν παγώσει. Τελικά καταλήξαμε στα 650 € μικτά.
Για τις επικείμενες κυβερνητικές αποφάσεις, όπως είναι αναμενόμενο, το σύνολο των εργοδοτικών φορέων (ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΣΒΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ) τάσσονται υπέρ του παγώματος του κατώτατου μισθού στα σημερινά επίπεδα, επικαλούμενο πρωτίστως τη διάσωση των επιχειρήσεών του και τη «διατήρηση των θέσεων εργασίας», και στη συνέχεια το γεγονός ότι οι πραγματικοί μισθοί το τελευταίο δωδεκάμηνο αυξήθηκαν κατά περίπου 2,5% , λόγω του αρνητικού πληθωρισμού, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, τις επιπτώσεις ή και τη συνέχιση της πανδημίας και τις οικονομικές επιπτώσεις στην κερδοφορία τους. Το ίδιο ισχυρίζονται και οι «επιστημονικοί φορείς» (Τράπεζα της Ελλάδος, ΙΟΒΕ, ΚΕΠΕ κ.ά.), ενώ ακούγονται και «οικονομολόγοι» που κάνουν λόγο για μειώσεις της τάξης του 4,5%!
Το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ) προτείνει είτε τη διατήρηση του μισθού στα 650 € με παράλληλα μέτρα αύξησης της αγοραστικής δύναμης, είτε αύξησή του κατά 1,53%.
Τέλος η εργοδοτική ΓΣΕΕ, επιχειρώντας να παίξει το «θεσμικό» της ρόλο, εισηγείται άμεση αύξηση στα 751 € η οποία θα φθάσει τα 809 € από τα μέσα του 2022, αλλά με την ΕΓΣΣΕ που υπέγραψε πρόσφατα ξαναδηλώνει την υποταγή της στην ισχύ της νομοθετικής διάταξης να καθορίζει η κυβέρνηση τον κατώτατο μισθό. Έως τότε συνυπογράφει σχετικό άρθρο ότι δεν διεκδικεί διαπραγμάτευση του κατώτατου μισθού!
Προεκλογικές είναι και οι εξαγγελίες Τσίπρα, για δέσμευσή του, τόσο στην αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 €, όσο και στην επιστροφή -«πιλοτική» αρχικά- του 35ωρου (χωρίς μείωση μισθού). Παίρνοντας στοιχεία από την «έρευνα» του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (που δείχνει πως το 89% των εργαζομένων, είτε ζητά να επανέλθει ο κατώτατος μισθός στα 751 €, είτε να είναι μεγαλύτερος, στο πλαίσιο πάντα της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας), ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, επιχειρεί να δώσει λύσεις που να ανταποκρίνονται στην «ενεργό ζήτηση» μέσα από ένα «σύγχρονο, ευρωπαϊκό και αριστερό πρόγραμμα». Το γιατί δεν εφάρμοσε τις «συνταγές» του όταν ήταν κυβέρνηση αλλά συνέχισε να κρατά σε ισχύ τη μνημονιακή διάταξη της απαγόρευσης της συλλογικής διαπραγμάτευσης του κατώτατου μισθού και ακόμα υπόγραψε ένα τρίτο καταστροφικό Μνημόνιο, (παρά το τρανταχτό «όχι» του Δημοψηφίσματος), αυτό ανάγεται στη σφαίρα των αυταπατών, που συνεχίζει να καλλιεργεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας να ξαναγίνει ο φορέας του προοδευτικού κόσμου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κλοπή της υπεραξίας σε αυτό το σάπιο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα αποτελεί την πεμπτουσία της λειτουργίας του. Οι κανόνες του δεν μπορεί να αλλάξουν παρά μόνο με την ανατροπή της οικονομικής του βάσης, που προϋποθέτει μία ιδεολογική και πολιτική αφύπνιση του λαού.
Όμως οι συνδικαλιστικές κατακτήσεις στη σφαίρα των οικονομικών διεκδικήσεων, που έγιναν μέσα σε συνθήκες ευνοϊκές για την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος, μπορούν να επανακτηθούν, ανάμεσα σε αυτές και η επαναφορά του κατώτατου μισθού στο επίπεδο που ίσχυε προ των μνημονίων. Ο μισθός αυτός ναι μεν δεν ανταποκρίνεται στα ελάχιστα των όρων διαβίωσης, αλλά ωστόσο αποτελεί ένα βατήρα για τη διαμόρφωση ενός νέου διεκδικητικού πλαισίου εργατικών αγώνων και για την ανατροπή των αρνητικών συσχετισμών, ώστε να διαμορφωθούν μελλοντικές προϋποθέσεις για την παραπέρα βελτίωσή του.