Στο φόντο της πρόσφατης εκλογικής του συντριβής και της βαθιάς εσωτερικής κρίσης στην οποία έχει περιέλθει, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας επιχειρούν όπως-όπως να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα για να περισώσουν ό,τι μπορεί να σωθεί στην κάλπη της 25ης Ιούνη. Αφού αρχικά προσπάθησαν, με πλάγιο και ύπουλο τρόπο, να ρίξουν λίγο-πολύ την ευθύνη στο λαό ο οποίος «δεν κατάλαβε», τάχα, τις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα η ηγεσία ανασκευάζει. Ξηλώνει και ράβει νέα κοστούμια, ρίχνει στη μάχη νέα πρόσωπα, ακολουθεί τη δοκιμασμένη τακτική των «άφθαρτων» που εφαρμόζουν όλα τα αστικά κόμματα για να ξεπλυθούν από τις αμαρτίες των πολιτικών τους και να αναβαπτιστούν. Πίσω από τις επικοινωνιακές κινήσεις ενός εφήμερου εντυπωσιασμού, όπως η αλλαγή των προσώπων που θα χαράξουν την προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθούν να κρύψουν την προεξοφλημένη τρίτη και φαρμακερή ήττα του στις επερχόμενες εκλογές.
Παράλληλα, προσπαθεί να φορτώσει το βάρος της εκλογικής του ήττας και της δεύτερης αναμέτρησης στη χρεοκοπία, όπως λέει, του συστήματος της απλής αναλογικής. Θεωρώντας πως έτσι μπορεί να εγκλωβίσει ένα πλατύ δημοκρατικό κοινό και πως μπορεί παράλληλα να ασκήσει πίεση προς τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ, εγκλωβίστηκε τελικά στα δικά του αδιέξοδα. Και τώρα εξασκεί τη γνωστή του τέχνη, αυτή τη δυσφήμησης του δημοκρατικού και αριστερού κινήματος και των αγώνων που έχει δώσει για την καθιέρωση της απλής και ανόθευτης αναλογικής. Του συστήματος εκείνου δηλαδή που αποτελεί την πιο γνήσια, δημοκρατική και αντιπροσωπευτική έκφραση του λαού απέναντι στα αντιδημοκρατικά και καλπονοθευτικά συστήματα που ισχύουν ως σήμερα.
Δεν χρεοκόπησε όμως η απλή αναλογική στις εκλογές της 21ης Μαΐου. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ χρεοκόπησε, που λογάριαζε πως μπορεί να τα έχει καλά και με το λαό και με την άρχουσα τάξη. Όμως, όπως αποδεικνύεται, τα συμφέροντα της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης απαιτούν ενισχυμένες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και αντιδημοκρατικά εκλογικά συστήματα.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η υπεράσπιση της απλής αναλογικής καμία σχέση δεν έχει με το σύστημα που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ και τώρα το αποκηρύσσει, ένα σύστημα που διατηρούσε τον αντιδημοκρατικό κόφτη του 3%. Αφορά στους πολύχρονους αγώνες του αριστερού και δημοκρατικού κινήματος για όσο το δυνατό πιο γνήσια και αναλογική έκφραση του λαού. Ούτε επίσης έχει καμία σχέση με τα παζάρια των αστικών κομμάτων σχετικά με τους όρους για το σχηματισμό ενός συνεργατικού κυβερνητικού σχήματος. Αυτά τα παζάρια αφορούν την ντόπια μεγαλοαστική τάξη και το πώς θα συνεχιστεί απρόσκοπτα η αντιλαϊκή πολιτική που διασφαλίζει τα συμφέροντά της, την κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου και τη διαιώνιση του καθεστώτος της εξάρτησης.
Μπαίνοντας τώρα στο δεύτερο «ημίχρονο» της προεκλογικής μάχης, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ με τίτλο «επτά βήματα για δίκαιη κοινωνία και ευημερία για όλους», που παρουσιάστηκε πρόσφατα στο Χαλάνδρι, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αναπαραγωγή των ίδιων ψεύτικων υποσχέσεων. Αυτά τα οποία υπόσχεται όμως προεκλογικά, όπως οι αυξήσεις των μισθών και των συντάξεων, το Δημόσιο Σύστημα Υγείας, η αντιμετώπιση της ακρίβειας και της φτώχειας, είναι όλα εκείνα για τα οποία είναι βαριά χρεωμένος τόσο ως κυβέρνηση το 2015 – 2019 όσο και ως αντιπολίτευση την τελευταία τετραετία. Είναι χρεωμένος γιατί υπηρέτησε την πολιτική των μνημονίων πιστά από τα κυβερνητικά πόστα, αλλά και επειδή ως αντιπολίτευση όχι μόνο ανέχθηκε την πολιτική της ΝΔ, αλλά στήριξε και ψήφισε μαζί με αυτή πάνω από το 50% των αντιλαϊκών μέτρων και νόμων που επιβλήθηκαν στις πλάτες του λαού.
Η ουσία της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ συμπυκνώνεται όμως στα λόγια του Τσίπρα στην προεκλογική εκδήλωση στις 7/6. Εκεί όπου, αφού συνομολόγησε -όπως και ο Μητσοτάκης- ότι «η ελληνική οικονομία είναι ανθεκτικότερη απ’ ό,τι πριν από 15 χρόνια», στη συνέχεια αμετανόητος προχώρησε στην ακόλουθη δήλωση. Σύμφωνα με τον Τσίπρα δεν ήταν η τετραετία της ΝΔ, αλλά αντίθετα ήταν η δική τους «κρίσιμη συμβολή που οδήγησε στη ρύθμιση του δημόσιου χρέους, στην αποκλιμάκωση της ανεργίας (…) που έβαλε τη χώρα σε μια τροχιά ανάπτυξης(…)». Η δική τους «κρίσιμη» συμβολή όμως δεν ήταν άλλη από το τρίτο μνημόνιο που χάλκευσε νέα δεσμά ιμπεριαλιστικής υποδούλωσης για τη χώρα, που καταδίκασε το λαό να ζει κάτω από το βάρος των αμέτρητων αντιλαϊκών μνημονιακών νόμων, που έβγαλε στο σφυρί τη δημόσια περιουσία, που σάρωσε -ανάμεσα στ’ άλλα- την κοινωνική ασφάλιση. Για όλα αυτά και ακόμα περισσότερα, καθώς και για τις ζοφερές συνέπειές τους, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει το θράσος να πανηγυρίζει και να διεκδικεί τα πρωτεία από τη ΝΔ. Όσο όμως προσπαθούν να εξωραΐσουν τη μνημονιακή πολιτική τους, στην πράξη το μόνο που καταφέρνουν είναι να δικαιώνουν τελικά τη ΝΔ.
Προχωρώντας ακόμα παραπέρα υπόσχεται «πορεία σύγκλισης» με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και την Ευρωζώνη. Οι υποσχέσεις αυτές δεν απευθύνονται στο λαό αλλά στη ντόπια ολιγαρχία, εκεί δηλαδή που δίνει καθημερινά εξετάσεις. Οι υποσχέσεις αυτές σημαίνουν στην πράξη διαιώνιση της πολιτικής της λιτότητας και της φτώχειας, δημοσιονομικά σύμφωνα και επιτήρηση.
Καμία εμπιστοσύνη δεν πρέπει να δείξει ο λαός, ο αριστερός και δημοκρατικός κόσμος στο ΣΥΡΙΖΑ, στο κόμμα εκείνο που έχει την ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση, για το ξέπλυμα της ΝΔ και την επέλαση του μαύρου μετώπου της Δεξιάς. Καμία εμπιστοσύνη στο κόμμα εκείνο που αποτέλεσε τον βασικό εκφραστή της πολιτικής του συμβιβασμού, της συνθηκολόγησης και της υποταγής, που δυσφήμησε την Αριστερά, που έσπειρε διάχυτα την απογοήτευση και διέψευσε τις λαϊκές προσδοκίες. Στις 25 Ιούνη πρέπει να αποδοκιμαστεί με την ίδια ένταση.