Πραγματοποιήθηκε η πολυαναμενόμενη συνάντηση κορυφής Μπάιντεν και Πούτιν στην αστυνομοκρατούμενη Γενεύη της Ελβετίας, εν μέσω όξυνσης των ανταγωνισμών μεταξύ των δύο χωρών.
Από τη σύνοδο, η οποία κράτησε περισσότερο από τρεις ώρες, σε στενό και διευρυμένο κύκλο, το μόνο απτό αποτέλεσμα, απ’ ό,τι ως τώρα γνωρίζουμε, ήταν η επιστροφή στις θέσεις τους των πρεσβευτών που είχαν απελαθεί αμοιβαία από Ουάσιγκτον και Μόσχα.
Ακόμη υπογράφηκε κοινή διακήρυξη για την πυρηνική στρατηγική σταθερότητα με στόχο την αποφυγή ενός πυρηνικού πολέμου.
Σίγουρο όμως είναι ότι συζητήθηκε όλη η γκάμα των πεδίων σύγκρουσης και των όποιων δυνατοτήτων συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών.
Χαρακτηριστικό του κλίματος της συνάντησης είναι πως δεν παρατέθηκε γεύμα και οι Πούτιν – Μπάιντεν παραχώρησαν ξεχωριστές συνεντεύξεις Τύπου, αντί για μια κοινή.
Ο Ρώσος πρόεδρος δήλωσε ότι στις συνομιλίες με τον Αμερικανό ομόλογό του δεν υπήρχε καμία εχθρότητα. Παράλληλα δήλωσε ότι δεν είχε και δεν μπορούσε να έχει τις οποιεσδήποτε αυταπάτες αναφορικά με τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, ούτε πριν, ούτε μετά την συνάντηση. Επίσης γνωστοποίησε πως δεν έλαβε καμία πρόσκληση να επισκεφτεί την Ουάσιγκτον και δήλωσε πως θεωρεί ικανοποιητικές τις εξηγήσεις Μπάιντεν για τον χαρακτηρισμό του ως «δολοφόνου». Επίσης ο Πούτιν απάντησε στις κατηγορίες για την φυλάκιση του Ναβάλνι χαρακτηρίζοντάς τον, ούτε λίγο ούτε πολύ, όργανο των ΗΠΑ, κάνοντας παραλληλισμό με την κατάσταση των δικαιωμάτων των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ και την εισβολή στο Καπιτώλιο.
Αναφέρθηκε στο θέμα της Ουκρανίας, και ότι συζητήθηκε «ακροθιγώς» η ένταξή της στο ΝΑΤΟ, λέγοντας ότι στην περίπτωση αυτή δεν έχουμε να συζητήσουμε τίποτα. Σχετικά με την κρίση στην ανατολική Ουκρανία, παρέπεμψε στην υλοποίηση των συμφωνιών του Μινσκ.
Ερωτηθείς εάν η σύνοδος αυτή άνοιξε μια πόρτα σε ένα νέο σκηνικό στις Αμερικανο-ρωσικές σχέσεις, ο Πούτιν είπε ότι «είναι δύσκολο να το πει κανείς αυτό» και ότι «όλα όσα έχουν να κάνουν με την επιδείνωση των σχέσεων, προκλήθηκαν από τις ΗΠΑ και όχι από εμάς». Στη συνέχεια πρόσθεσε με μια φιλοσοφική διάθεση: «Δεν υπάρχει ευτυχία στη ζωή. Υπάρχει μόνο μια οφθαλμαπάτη στον ορίζοντα. Οπότε αυτό θα εκτιμήσουμε».
Ο Μπάιντεν από τη μεριά του επιδιώκει να έχει μια «σταθερή και προβλέψιμη σχέση», όσο αυτό είναι δυνατό, με τη Ρωσία ώστε να επικεντρωθεί στον εξ ανατολών βασικό ανταγωνιστή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Στις δηλώσεις του χαρακτήρισε τους μήνες που ακολουθούν ως μια δοκιμασία για την πρόοδο στις σχέσεις των δύο χωρών. Τόνισε πως: «Υπάρχει μια σημαντική προοπτική για ουσιώδη βελτίωση των σχέσεών μας, χωρίς εμείς να κάνουμε καμία απολύτως έκπτωση στις αρχές και στις αξίες μας». Πρόσθεσε επίσης ότι στη Σύνοδο «δεν υπήρχαν απειλές».
Ο Αμερικανός πρόεδρος είπε ότι συζήτησαν τη σημασία της αποτροπής ενός νέου γύρου τρομοκρατίας στο Αφγανιστάν, ότι έθεσε την ακλόνητη δέσμευσή του απέναντι στην κυριαρχία της Ουκρανίας, ενώ εξέφρασε την ανησυχία του και για τη Λευκορωσία.
Επανέφερε το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με αφορμή την υπόθεση Ναβάλνι, λέγοντας υποκριτικά πως είναι στο «DNA» της χώρας του η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ενώ έχει περάσει μόλις ένας χρόνος από τις μεγάλες διαδηλώσεις που συγκλόνισαν τις ΗΠΑ με αφορμή την καταπίεση και τις αστυνομικές δολοφονίες των αφροαμερικανών, οι οποίες συνεχίζονται και επί της δικής του προεδρίας.
Τόνισε ότι συμφώνησαν να τοποθετήσουν εμπειρογνώμονες για να θέσουν τα όρια του κυβερνοχώρου (βλ. περιστολή της ελεύθερης έκφρασης και το φακέλωμα στο διαδίκτυο) και υπογράμμισε ότι δεν θα ανεχθεί καμία απόπειρα παραβίασης της κυριαρχίας της αμερικανικής δημοκρατίας.
Είπε ακόμη ότι κατέστησε σαφές στον συνομιλητή του ότι θα απαντήσει σε ενέργειες που επηρεάζουν ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ ή των συμμάχων τους, σημειώνοντας ότι θα εξετάσουν την πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε ένα χρονικό πλαίσιο 3-6 μηνών.
Σχετικά με το επίπεδο των αμερικανορωσικών σχέσεων είπε ότι «δεν είναι η στιγμή για να αγκαλιαστούμε, όπως δεν είναι επίσης η ώρα για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο», για να εκφράσει την εκτίμηση ότι «ο Ρώσος ομόλογός μου δεν διεκδικεί έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο».