Μέικομπ της Αλαμπάμα, αρχές της 10ετίας του ’30. Ο προοδευτικός δικηγόρος Άττικους Φιντς, χήρος και πατέρας του 10χρονου Τζεμ και της 6χρονης Σκάουτ, μεγαλώνει τα παιδιά του με τη βοήθεια της Καλπούρνια, μιας Αφροαμερικανής που ζει μόνιμα στην περιοχή, δείχνοντάς τους το δρόμο της απροκατάληπτης σκέψης, αλλά κυρίως, της αναλογούσας πράξης, της ανθρωπιάς και της κοινωνικής ισότητας.
Όταν στην παρέα των δύο αδερφών προστίθεται ο ανήσυχος, 8χρονος Ντιλ, οι τρεις τους ξανοίγονται θαρραλέα στην ιχνηλάτηση “σκοτεινών” υποθέσεων, είτε πρόκειται για την περίπτωση του γείτονά τους Μπου Ράντλεϊ, δαιμονοποιημένου από τους ντόπιους ως τερατώδους “κακού”, είτε για την εξέλιξη της δίκης του Αφροαμερικανού Τομ Ρόμπινσον, κατηγορούμενου για τον ξυλοδαρμό και τον βιασμό της Μεγιέλα Γιούελ, την υπεράσπιση του οποίου έχει αναλάβει με περισσή αποφασιστικότητα ο πατέρας τους.

Δεύτερος σταθμός στο μικρό αφιέρωμα της στήλης σε κλασικές ταινίες αντιρατσιστικού περιεχομένου, το θρυλικό “Σκιές και Σιωπή” (“To kill a mockingbird”), τη διασκευή για τη μεγάλη οθόνη από το συγγραφέα και σεναριογράφο Χόρτον Φουτ, του βραβευμένου με Πούλιτζερ μυθιστορήματος της Χάρπερ Λη “Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια”.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 δεν γυρίζονταν αντιρατσιστικές ταινίες στις ΗΠΑ. Το μαύρο κίνημα, ήδη από το ’57 οργανωμένο σε συλλογικότερη και με καθαρά διαγραμμένες στοχεύσεις βάση, έκανε όλο και πιο σίγουρα, πάντα όμως επίπονα κι αιματηρά βήματα. Το 1962, ήταν η χρονιά όπου είχε εκφραστεί δυναμικά το κίνημα του Όλμπανυ της Τζόρτζια, με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ επικεφαλής (κίνημα του Όλμπανυ ενάντια στον φυλετικό διαχωρισμό). Παρά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος αγώνας δεν πέτυχε τους στόχους του και η ηγεσία του κινήματος διχάστηκε, κυρίως πάνω σε ζητήματα στρατηγικής (αρκετοί μαύροι ηγέτες συγκρούστηκαν τότε με τον Κινγκ, καταλογίζοντάς του κοντόφθαλμη λογική), η συσπείρωση που επιτεύχθηκε και η πολύτιμη εμπειρία που σωρεύτηκε -κυρίως όσον αφορά τη σχέση τακτικής και στρατηγικής- συνέδραμαν στη συν τω χρόνω αξιολόγηση του εγχειρήματος ως ιδιαίτερης σημασίας.

Η βράβευση της Χάρπερ Λη με Πούλιτζερ για ένα αδιαμφισβήτητων αντιρατσιστικών προθέσεων μυθιστόρημα, ήταν ένα ακόμα σημάδι ότι τα πράγματα προχωρούσαν σε θετική κατεύθυνση. Οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής δίσταζαν παρ’ όλα αυτά να στηρίξουν μια κινηματογραφική διασκευή του, μέχρι που ανέλαβε πρωτοβουλία ο γνωστός για τις προοδευτικές απόψεις του, μετέπειτα σκηνοθέτης αντισυστημικών ταινιών που άφησαν εποχή, Άλαν Πάκουλα (“Υπόθεση Παραλλάξ”, “Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου”). Ο Πάκουλα πήρε πάνω του την παραγωγή, ζητώντας από τον αντικομφορμιστή Μάλιγκαν ν’ αναλάβει τη σκηνοθεσία, κι ο δεύτερος ανταποκρίθηκε πάραυτα. Ο 45άρης τότε Γκρέγκορυ Πεκ, δεν δέχτηκε αμέσως τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όντας και αυτός στο στόχαστρο των αμερικάνικων αντιδραστικών κύκλων (από τους πρώτους που είχαν υπογράψει γράμμα αποδοκιμασίας της διαβόητης Επιτροπής Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων και μεταξύ των επώνυμων εχθρών του Νίξον αργότερα), θέλησε πρώτα να διαβάσει το βιβλίο, όπερ και εγένετο.

Για να ’ρθουμε όμως στο καθεαυτό περιεχόμενο της ταινίας, ας σημειωθεί πριν απ’ όλα ότι το σενάριο πήρε αρκετές αποστάσεις από το μυθιστόρημα, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην περιγραφή της δίκης, ενώ η Χάρπερ αφιερώνει πολύ μεγαλύτερη έκταση στα παιδιά και το βλέμμα τους. Εμπνεύστηκε άλλωστε το πόνημά της από την προσωπική εμπειρία που είχε ως παιδί, όταν ο δικηγόρος πατέρας της είχε επίσης υπερασπιστεί έναν άδικα κατηγορούμενο φτωχό μαύρο.

Ο Μάλιγκαν εικονογραφεί αξιοθαύμαστα το μεστό σενάριο του Φουτ, χειριζόμενος με δημιουργική φαντασία, εμπνευσμένες ποιητικές αποχρώσεις και αφηγηματική άνεση τις παλινδρομήσεις από τη σκιαγράφηση του (αλαφρύτερου) παιδικού κόσμου, στις στιβαρές αναπαραστάσεις των ρατσιστικών εκτρόπων, αλλά και της γενικευμένης δαιμονοποίησης του αλλότριου. Αναδείχνοντας μεταξύ άλλων πειστικότατα, πόσο επιτήδεια το σύστημα αναπαράγει και διαιωνίζει το χάσμα ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους απόκληρους προβάλλοντας ψευδείς αντιθέσεις, κάτι που βλέπουμε να διαγράφεται πεντακάθαρα και στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα της Αμερικής. Ο δε άδολος Ρόμπινσον καταδικάζεται, όχι γιατί ο συνήγορός του δεν τον υπερασπίζεται όπως του πρέπει, αλλά γιατί στο πλάι του δεν ορθώνεται ένα σύνολο αποφασισμένων ανθρώπων.

Στις σημαντικές αρετές της ταινίας, η υπαινικτικότητα της αφηγηματικής γλώσσας, που αφήνει όσο χώρο χρειάζεται στη σκέψη, για να συμπληρώσει, να μετρήσει και να βγάλει συμπεράσματα.

Σε συνέντευξή του στους “Los Angeles Times” στα 1997, ο Γκρέγκορυ Πεκ καταθέτει σχετικά: «Η ταινία αυτή είναι ο μικρός μου αγωγός επικοινωνίας με μια εντελώς διαφορετική γενιά. […] Δεν θα φανταζόμουν ποτέ τότε ότι ο ρόλος του Άττικους θα γινόταν τόσο εμβληματικός. […] Διάβασα το βιβλίο μέσα σε μια νύχτα, και περίμενα πώς και πώς να ξημερώσει για να τους τηλεφωνήσω και να τους πω “αν με θέλετε, θα το κάνω με μεγάλη χαρά”. Νιώθαμε πραγματικά καλά σ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων. Σαν όλα να έβρισκαν τη θέση τους χωρίς κανένα στρεσάρισμα ή πίεση· το σενάριο του Χόρτον Φουτ ήταν εξαιρετικά καλογραμμένο. Όταν έχεις να κάνεις μ’ ένα τέτοιο σενάριο, τα πράγματα γίνονται εύκολα, αν αφεθείς σ’ αυτό. […] Θυμάμαι να παρακολουθώ σε κάποια φάση ένα πρόχειρο γύρισμα. Έχω συνήθως ένα σωρό προτάσεις να κάνω και μ’ αρέσει να τις διατυπώνω γραπτά. […] Στεκόμουν λοιπόν εκεί με το κίτρινο μπλοκάκι μου, παρακολουθώντας επί ένα 15λεπτο, και στο τέλος, το πέταξα στον αέρα. […]»

Το “Σκιές και σιωπή” άνοιξε πλατύ δρόμο για το αμερικάνικο πολιτικό -πολλώ δε μάλλον για το αντιρατσιστικό σινεμά- διαγράφοντας αξιοσημείωτη πορεία, τόσο στα ταμεία (τα κέρδη υπήρξαν εξαπλάσια του κόστους παραγωγής), όσο και στις βραβεύσεις και τη διαχρονική αναγνώριση. (Όσκαρ Α΄ ανδρικού ρόλου για τον Πεκ, διασκευασμένου σεναρίου για τον Φουτ και Όσκαρ καλλιτεχνικής διεύθυνσης).
Ας σημειωθεί ακόμα ότι στην ταινία πραγματοποιεί το ντεμπούτο του ο Ρόμπερτ Ντυβάλ ως Μπου Ράντλεϊ, ο οποίος και εντυπωσιάζει με την εκφραστικότητα της βουβής ερμηνείας του, όπως και η μικρή Μαίρη Μπένταμ στο ρόλο της Σκάουτ. Όσο για τον μικρό Ντιλ, είναι εμπνευσμένος από τον πιτσιρικά τότε, μετέπειτα συγγραφέα Τρούμαν Καπότε, παιδικό φίλο της Λη.

Θέμις