Δεν είναι η πρώτη φορά. Πλάι στους προϋπολογισμούς, την εργατική νομοθεσία και τη φορολογική πολιτική, βασικό εργαλείο αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου προς όφελος των κυρίαρχων αποτελούν οι κάθε μορφής επιδοτήσεις.

Όλες οι επιδοτήσεις γίνονται -υποτίθεται- στο όνομα των εργαζομένων και της νεολαίας, αλλά όλες έχουν σαφή στόχο και μοναδικό περιεχόμενο την ενίσχυση του κεφαλαίου.

Το «πρώτο ένσημο», το νέο «μεγάλο δώρο» που ανακοίνωσε ο Μητσοτάκης, υποτίθεται για τους νέους, αποτελεί μια ξεφωνημένη εκδοχή της παραπάνω αλήθειας. Η επιδότηση αφορά 1200 ευρώ για κάθε πρόσληψη νέου έως 29 ετών.

Με βάση τις ανακοινώσεις και τα δημοσιεύματα τα 600 ευρώ θα «δίνονται απευθείας» στους εργαζόμενους (τους 6 πρώτους μήνες από 100€ το μήνα). Μέχρι εδώ η επιδότηση είναι μια επανάληψη εκατοντάδων αντίστοιχων επιδοτήσεων, με χρήματα από τον κρατικό κορβανά, δηλαδή χρήματα του λαού, δηλαδή με δαπάνη των άλλων εργαζομένων.

Όμως ο Μητσοτάκης κάνει την προσφορά προς το μεγάλο κεφάλαιο ακόμα πιο προκλητική. Γιατί για κάθε εργαζόμενο προσφέρει επιπρόσθετα στο κεφάλαιο και 600 ευρώ για κάθε τέτοια σύμβαση! Με το πρόσχημα της «μείωσης του ασφαλιστικού κόστους»! Έξω από κάθε λογική, θα προσφέρεται στους εργοδότες και ένα επιπλέον ποσόν διόλου ευκαταφρόνητο ανάλογα και με τον αριθμό των εργαζομένων.

Πίσω από την αιθάλη της κυβερνητικής προπαγάνδας για την ενίσχυση των νέων και της εργασίας, αυτό είναι το μόνο πραγματικό περιεχόμενο της πολιτικής των επιδοτήσεων θέσεων εργασίας.

Γιατί καμία τέτοια πολιτική δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας όπως την παρουσιάζουν. Οι θέσεις εργασίας υπάρχουν και το μόνο που συμβαίνει είναι ότι αλλάζει η τιμή τους και οι σχέσεις τους. Γιατί οι εργαζόμενοι αυτοί προσφέρονται για ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση, αφού ο φυσικός εργοδότης που μπορεί να ασκεί κάθε πίεση για την επέκταση του χρόνου και την αύξηση της έντασης εργασίας, τυπικά δεν έχει καμία σχέση με αυτόν που πληρώνει, που είναι το κράτος. Για αυτό και στο παρελθόν συμβάσεις τέτοιου τύπου που μπορεί να ήταν για 4 ή 6 ώρες μετατρέπονταν σε συμβάσεις εργασιακής γαλέρας με τον εκβιασμό της υπογραφής του εργοδότη.

Γιατί η «ενίσχυση» και η «επιδότηση» δεν αφορά τους νέους και την εργασία. Είναι μια ακραία «ενίσχυση» των επιχειρήσεων και του μεγάλου κεφαλαίου. Οι εργαζόμενοι δουλεύουν με το παραπάνω, αυτά που τους προσφέρονται ως «ευεργεσία» της κάθε κυβέρνησης. Και με απολαβές χαμηλότερες της εργασιακής σύμβασης. Αυτοί που πέρα από κάθε λογική τσεπώνουν το δημόσιο χρήμα είναι οι εργοδότες. Και με αυτή την επιδότηση, που τιτλοφορείται χάριν ειρωνείας το «πρώτο ένσημο», αυτή η αντιλαϊκή και αντεργατική πολιτική γίνεται ακόμα πιο προκλητική.

Γιατί οι νεοφιλελεύθεροι «εχθροί» της δημόσιας σπατάλης πρέπει να αναμετρηθούν με άλλο ένα ερώτημα. Αυτό το χυδαίο «ρητορικό ερώτημα» που απευθύνουν στο λαό και του κουνούν το δάχτυλο κάθε φορά που μια «δαπάνη» επιστρέφει στο λαό, ένα μικρό μέρος του πλούτου που παράγει. «Ρωτήσατε τους άλλους εργαζόμενους αν θέλουν να πληρώνουν για να προσφέρουν δωρεάν εργασία στους εργοδότες»; Αυτό είναι το ερώτημα που οφείλουν να θέσουν στην κοινωνία αυτοί, που προπαγανδίζουν την στέρηση δωρεάν τεστ στους ανεμβολίαστους ως υγειονομικό μέτρο. Μιλώντας στο όνομα του λαού και αποδίδοντας σε αυτόν το πρόστυχο «επιχείρημα» ότι «οι εμβολιασμένοι δεν μπορεί να πληρώνουν τα τεστ των ανεμβολίαστων»!

Γιατί λοιπόν οι εργαζόμενοι να πληρώνουν 600 ευρώ για να προσφέρεται εργασία στους εργοδότες;

Γιατί, πολύ περισσότερο, οι εργαζόμενοι να πληρώνουν 600 ευρώ στους εργοδότες για κάθε τέτοια πρόσληψη;

Γιατί;