Με τη λήξη της θητείας της Μέρκελ στην προεδρία της ΕΕ, και τρεις μόλις βδομάδες πριν την ανάληψη των καθηκόντων του νέου Αμερικανού προέδρου, Κίνα και ΕΕ κατέληξαν σε κατ’ αρχήν επενδυτική συμφωνία, η οποία χαρακτηρίστηκε από δημοσιεύματα ως «πισώπλατη μαχαιριά» στον Τζο Μπάιντεν.
Αν και δεν έχουν γίνει γνωστές όλες οι λεπτομέρειες της Comprehensive Agreement on Investment (CAI), όπως ονομάστηκε η συμφωνία, προκύπτει ότι η Κίνα επέδειξε σημαντική ευελιξία στο άνοιγμα της αχανούς εσωτερικής αγοράς της για τις ευρωπαϊκές και κυρίως για τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες (σε τομείς που αφορούν τα λεγόμενα «καθαρά αυτοκίνητα»), αλλά και τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην παροχή υπηρεσιών, στις αερομεταφορές, στην Υγεία, στις τράπεζες. Από την άλλη πλευρά, ανοίγει ο δρόμος για μεγαλύτερη διείσδυση κινεζικών μονοπωλίων στην Ευρωπαϊκή αγορά (με έμφαση στην ενέργεια) αν και κυρίως το κέρδος για τους Κινέζους είναι πρωτίστως διπλωματικό και γεωπολιτικό.
Με διακηρυγμένες τις προθέσεις Μπάιντεν για διατήρηση της πολιτικής μέγιστης πίεσης προς το Πεκίνο και την επιδίωξη να συγκροτήσει μέτωπο των «δημοκρατιών» ενάντια στις αθέμιτες εμπορικές, όπως υποστηρίζει, πρακτικές της Κίνας, η συμφωνία αυτή δημιουργεί νέα δεδομένα στην προσπάθεια επαναπροσέγγισης ΗΠΑ-ΕΕ και ακυρώνει τα σχέδια εμπορικής περικύκλωσης και απομόνωσης της Κίνας.
Η συμφωνία αυτή έπεται λίγες μέρες μετά τη σημαντική εμπορική συμφωνία που υπέγραψε η Κίνα με χώρες της Άπω Ανατολής, της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Ωκεανίας. Είναι σίγουρο ότι στους υπολογισμούς που έγιναν, κυρίως από την ευρωπαϊκή πλευρά, για την υπογραφή της ελήφθησαν υπόψη τα αποτελέσματα που έχει η πανδημία στις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη και τις αναπτυξιακές προοπτικές της κινεζικής οικονομίας η οποία προβλέπεται να ξεπεράσει τις ΗΠΑ έως το 2028, με όρους ΑΕΠ, πέντε χρόνια νωρίτερα απ’ ό,τι αναμενόταν.
Οι συζητήσεις για τη συμφωνία αυτή ξεκίνησαν το 2014 αλλά έμεναν βαλτωμένες για χρόνια. Επιταχύνθηκαν όμως τα τελευταία χρόνια ειδικά με την έναρξη του αμερικανοκινεζικού εμπορικού πολέμου και την πολιτική Τραμπ. Πήραν πιο εντατικό περιεχόμενο κατά το τελευταίο εξάμηνο της γερμανικής προεδρίας της ΕΕ, αφού η Μέρκελ είχε αναγάγει τη συμφωνία σε προσωπικό στοίχημα.
Είναι ενδεικτικές οι δηλώσεις κορυφαίων Γερμανών οικονομικών παραγόντων όπως του Γιόακιμ Λανγκ, διευθύνοντος σύμβουλου της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) που επικροτούν τη συμφωνία.
Η σπουδή της Μέρκελ να καταλήξει στη συμφωνία δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη στήριξη του Μακρόν, ο οποίος φαίνεται να έδωσε το πράσινο φως, καθώς οι τελικοί όροι θα αποτελέσουν προϊόν διαπραγμάτευσης ολόκληρο το 2021 και η συμφωνία θα υπογραφεί επισήμως το πρώτο εξάμηνο του 2022, όταν η Γαλλία θα ασκεί την προεδρία της ΕΕ.
Πάντως στο εσωτερικό της ΕΕ ακούγονται φωνές που κρατούν επιφυλάξεις στην σύσφιξη των ευρωκινεζικών εμπορικών σχέσεων, ζητώντας αναμονή για τις επόμενες αμερικανικές κινήσεις. Όπως, ο ΥΠΕΞ της Πολωνίας, Ζμπίγκνιου Ράου, που φέρεται να δήλωσε ότι «δεν χρειάζεται βιασύνη, αλλά μεγαλύτερη συνεργασία με την Ουάσιγκτον».
Είναι σίγουρο ότι η συμφωνία αυτή θα προκαλέσει την αντίδραση της Ουάσιγκτον. Θέλοντας να προλάβει τις εξελίξεις ο Τζέικ Σάλιβαν, που θα αναλάβει καθήκοντα συμβούλου εθνικής ασφαλείας της κυβέρνησης Μπάιντεν, είχε γράψει σε μήνυμά του στο twitter, πριν την υπογραφή της συμφωνίας, πως η αμερικανική κυβέρνηση «θα χαρεί να διαβουλευθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους γύρω από τις κοινές ανησυχίες μας για τις οικονομικές πρακτικές της Κίνας», χωρίς τελικά να εισακουστεί.
Όπως, άλλωστε, σχολίασε ο Τόμας Ράιτ, συνεργάτης του Ινστιτούτου Brookings, η απόφαση της ΕΕ είναι «αναμφισβήτητα επιζήμια και θα νομιμοποιήσει πολλούς να θέσουν θέμα μήπως είναι καιρός να εξετάσει η κυβέρνηση Μπάιντεν τις σχέσεις της υπερδύναμης με την Ευρώπη».