Η ραγδαία ανερχόμενη καπιταλιστική Κίνα βάζει δύσκολα διλήμματα στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ο οποίος ασθμαίνει να βγει από την πολύπλευρη κρίση που βιώνει. Ο Μπάιντεν εξακολουθεί να κινείται στην ίδια σκληρή (ίσως και σκληρότερη) κατεύθυνση με τον προκάτοχό του, δηλώνοντας ότι όσο αυτός βρίσκεται στο τιμόνι των ΗΠΑ η Κίνα δεν θα γίνει «η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο».
Η αμερικανική στρατιωτική δραστηριότητα ανοιχτά της Κίνας κλιμακώνεται με το υπουργείο άμυνας του Πεκίνου να καταγγέλλει ότι οι ΗΠΑ έχουν στείλει 20% περισσότερα πολεμικά πλοία κοντά στην Κίνα από τότε που ορκίστηκε ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ, και ότι οι αναγνωριστικές πτήσεις αυξήθηκαν κατά 40% σε σύγκριση με την ίδια αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Παρά όμως αυτές τις κινήσεις ο Μπάιντεν δηλώνει ότι δεν επιθυμεί την «σύγκρουση» αλλά το «σκληρό ανταγωνισμό» με το Πεκίνο και τη «συνεργασία» όταν είναι προς όφελος των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα επιδιώκει να εμφανιστεί ως ο επικεφαλής του «δημοκρατικού» κόσμου (κατ’ αναλογία με τον «ελεύθερο» κόσμο στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου) στην αντιπαράθεση με τα αυταρχικά καθεστώτα της Κίνας και της Ρωσίας και την ίδια στιγμή συνομιλεί, αυτός και οι επιτελείς του, με την κινεζική ηγεσία επιδιώκοντας σημεία συνεργασίας. Προσκάλεσε δε στην τηλεδιάσκεψη που διοργάνωσε για το κλίμα τον Κινέζο ομόλογό του, τον οποίο προηγούμενα είχε κατηγορήσει ότι δεν έχει «ίχνος δημοκρατίας μέσα του».
Αυτή η φαινομενική αμφισημία στις δηλώσεις του επικεφαλής του αμερικανικού ιμπεριαλισμού συμπυκνώνει την ουσία αυτού που ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μπλίνκεν χαρακτήρισε ως «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική δοκιμασία του 21ου αιώνα» για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ξεκαθαρίζοντας παράλληλα ότι η πρόκληση αυτή είναι διαφορετική από τις άλλες που αντιμετωπίζει η Ουάσιγκτον, όπως η Ρωσία και το Ιράν.
Μάλιστα ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας όπου σταθεί και όπου βρεθεί τονίζει ότι η Κίνα είναι «η μοναδική χώρα στον κόσμο που έχει τη δυνατότητα, από στρατιωτική, οικονομική και διπλωματική σκοπιά, να υπονομεύσει ή να θέσει εν αμφιβόλω τη βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη για την οποία ενδιαφερόμαστε πολύ και είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε». Ξεκαθαρίζοντας όμως παράλληλα, όπως έκανε σε πρόσφατη συνέντευξή του, ότι «σκοπός μας δεν είναι να περιορίσουμε την Κίνα, να τη συγκρατήσουμε, να την κρατήσουμε κάτω· είναι να διατηρήσουμε τη βασισμένη σε κανόνες τάξη αυτή, έναντι της οποίας η Κίνα εγείρει πρόκληση».
Μιλώντας στο CBS εκτίμησε ότι η σχέση αυτή είναι περίπλοκη σε όλα τα επίπεδα. «Κοιτάξτε, δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην ασχολούμαστε με την Κίνα. Υπάρχουν πραγματικές πολυπλοκότητες στη σχέση, είτε πρόκειται για το κομμάτι της αντιπαλότητας, είτε είναι το ανταγωνιστικό κομμάτι, είτε είναι το συνεργατικό κομμάτι» δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ερωτηθείς στη διάρκεια της ίδιας συνέντευξης αν η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο έχουν μπει στον δρόμο προς μια στρατιωτική αναμέτρηση, είπε πως «το να φθάσουν στο σημείο αυτό, ή ακόμη και να πάρουν αυτή την κατεύθυνση» θα ήταν «εναντίον των συμφερόντων» και των δύο χωρών.
Τα ίδια περίπου επανέλαβε μιλώντας στους δημοσιογράφους μετά τις συνομιλίες που είχε με τον Βρετανό ομόλογό του, Ντόμινικ Ράαμπ, στο πλαίσιο της συνόδου των ΥΠΕΞ της G7, στο Λονδίνο.
Ο 97χρονος Χ. Κίσινγκερ πυκνώνει τις παρεμβάσεις του και προειδοποιεί
Όμως μερικές φορές οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις έχουν τη δικιά τους δυναμική με κίνδυνο κάποια να ξεφύγει, όπως έγινε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο «όπου αιωνόβιες συγκρούσεις έβρισκαν μια άμεση λύση, αλλά κάποια από αυτές ξέφυγε από τον έλεγχο», όπως επισήμανε η «αλεπού» της αμερικανικής διπλωματίας, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Νίξον, Χ. Κίσινγκερ, σε πρόσφατη παρέμβασή του.
Μάλιστα ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, κατά την ιστορική προσέγγιση της Ουάσινγκτον με το Πεκίνο τη δεκαετία του 1970, πυκνώνει τις παρεμβάσεις του γύρω από το θέμα αυτό εκφράζοντας ιδιαίτερη ανησυχία για τη σταθερότητα και τη διατήρηση της ειρήνης.
Εκφράζοντας προβληματισμούς μερίδας της αμερικανικής ολιγαρχίας που δεν θέλει τη σύγκρουση με την Κίνα καθώς διατηρεί επενδεδυμένα κεφάλαια στη χώρα αυτή, ο Κίσινγκερ προειδοποιεί ότι οι εντάσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα απειλούν τον πλανήτη ολόκληρο αφού «για πρώτη φορά στην ιστορία, η ανθρωπότητα έχει τη δυνατότητα να καταστραφεί μέσα σε περιορισμένο χρονικό διάστημα».
Εκτιμά ότι οι γιγάντιες οικονομικές, στρατιωτικές και τεχνολογικές δυνατότητες των δύο μεγάλων δυνάμεων κάνουν τις τρέχουσες εντάσεις πιο επικίνδυνες κι από εκείνες του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση. Κυρίως λόγω των τεχνολογικών προόδων σε ό,τι αφορά τα πυρηνικά όπλα και πάνω απ’ όλα στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης, δύο πεδία στα οποία οι ΗΠΑ και η Κίνα βρίσκονται στην πρωτοπορία διεθνώς.
Σύμφωνα με τον Κίσινγκερ, δεν χωράει καν σύγκριση με τον Ψυχρό Πόλεμο καθώς «η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν οικονομική δύναμη. Οι τεχνολογικές τους δυνατότητες ήταν στρατιωτικές». Η ΕΣΣΔ ποτέ δεν είχε φθάσει «στο επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης στο οποίο βρίσκεται η Κίνα σήμερα. Η Κίνα έχει τεράστια οικονομική ισχύ, πέρα από τη μεγάλη στρατιωτική της ισχύ».
Ως λύση στο «μεγαλύτερο πρόβλημα για τις ΗΠΑ, το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον κόσμο όλο», όπως το χαρακτηρίζει, προτείνει στις ΗΠΑ να παραμείνουν προσηλωμένες στις αρχές τους και να απαιτήσουν η Κίνα να τις σέβεται, αλλά ταυτόχρονα οφείλουν να διατηρήσουν μόνιμα ανοικτό τον διάλογο και να βρουν πεδία συνεργασίας με το Πεκίνο.
Ο δραστήριος Κίσινγκερ, παρά τα 97 του χρόνια, σε νέα συνέντευξη που έδωσε στην γερμανική εφημερίδα «Die Welt» εκτίμησε ότι η αμερικανική κοινή γνώμη θεωρεί την Κίνα ως «εγγενή εχθρό» και ως εκ τούτου πρέπει να αντιμετωπιστεί. Παρά ταύτα σημείωσε ότι μια τέτοια εξέλιξη θα συναντούσε τη «μέγιστη» αντίσταση από πλευράς του Πεκίνου.
«Το μεγάλο ζήτημα που πρέπει να εξετάσουμε δεν είναι μόνο η αποτροπή της κινεζικής ηγεμονίας, αλλά το να κατανοήσουμε ότι αν επιτύχουμε αυτόν τον στόχο -που πρέπει-, παραμένει η ανάγκη συνύπαρξης με μια χώρα αυτού του μεγέθους», τόνισε.
Ο Κίσινγκερ έκανε λόγο επίσης για την ανάγκη ενίσχυσης των δεσμών μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης και τόνισε ότι ενδεχόμενες εντάσεις μεταξύ των δύο «θα “μειώσουν” την Ευρώπη σε ένα προσάρτημα της Ευρασίας».
«Εάν η Ευρώπη ακολουθήσει μια πολιτική που εκμεταλλεύεται την αμερικανοκινεζική διαφωνία, θα κάνει τις αντιπαραθέσεις πιο έντονες και τις κρίσεις ακόμη πιο έντονες. Δεν είμαι υπέρ μιας σταυροφορίας εναντίον της Κίνας, αλλά είμαι υπέρ της ανάπτυξης μιας κοινής στρατηγικής κατανόησης, έτσι ώστε η κατάσταση να μην αποσταθεροποιηθεί περαιτέρω» κατέληξε.
Διακομματική συμφωνία στην αντιπαράθεση με την Κίνα
Το γεγονός ότι η αντιμετώπιση της Κίνας αποτελεί στρατηγικού χαρακτήρα επιλογή για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και απολαμβάνει διακομματικής στήριξης αποτυπώθηκε στην από κοινού ψήφιση (με ψήφους 21 υπέρ και 1 κατά) στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων Γερουσίας από τους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους του νομοσχεδίου «Στρατηγικού Ανταγωνισμού του 2021».
Το νομοσχέδιο προβλέπει νέες επενδύσεις σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, μεγάλα πακέτα για τη σύσφιξη της συμμαχίας των ΗΠΑ με χώρες του Ινδικού και Ειρηνικού Ωκεανού απέναντι στην Κίνα, εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για την «Πρωτοβουλία Ναυτιλιακής Ασφάλειας» έως το 2026 και την ενίσχυση της συνεργασίας με την Ταϊβάν, επιδιώκοντας να διαμορφώσει το έδαφος για μια νέα «αντικινεζική» συμμαχία στην περιοχή.
Ακόμη και η σταδιακή απόσυρση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν υπηρετεί τον σκοπό της συγκέντρωσης δυνάμεων στην αντιπαράθεση με την Κίνα, όπως επανειλημμένα έχει δηλώσει ο Μπάιντεν.
Όπως τόνισε ο προεδρεύων της Επιτροπής, Δημοκρατικός γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ: «Με αυτήν τη συντριπτικά πλειοψηφική διακομματική ψηφοφορία, το Νομοσχέδιο Στρατηγικού Ανταγωνισμού ελπίζουμε να είναι το πρώτο μιας νομοθετικής διαδικασίας ώστε το έθνος μας να αντιμετωπίσει την κινεζική πρόκληση σε κάθε διάσταση, εξουσίας, πολιτική, διπλωματική, οικονομική, τεχνολογική, στρατιωτική, αλλά ακόμη και πολιτιστική».
Στο νομοσχέδιο προστέθηκε τροπολογία για μποϊκοτάζ της Χειμερινής Ολυμπιάδας του Πεκίνου το 2022 από Αμερικανούς αξιωματούχους, αλλά όχι (ακόμη) από αθλητές.
Τραμπ: Στέλνετε τη Ρωσία στην «αγκαλιά» της Κίνας
Στους αμερικανικούς προβληματισμούς για την αντιπαράθεση με το Πεκίνο εντάσσονται και οι σχέσεις με την Ρωσία. Με αφορμή αυτό το ζήτημα βγήκε στην αντεπίθεση ο πρώην πρόεδρος, Ντ. Τραμπ, ο οποίος κατηγόρησε την αμερικανική κυβέρνηση ότι με την πίεση που ασκεί στη Μόσχα, τη στέλνει στην «αγκαλιά της Κίνας» και ζήτησε επαναπροσέγγιση. Σε συνέντευξή του στο «Fox News» τόνισε πως: «Το χειρότερο που μπορεί να γίνει είναι να φέρουμε κοντά Κίνα και Ρωσία. Έχουν ήδη επανενωθεί οι δύο χώρες, επειδή αναγκάζονται να το πράξουν. Η ρωσική στροφή ήταν πάρα πολύ κακή για τη σχέση μας με τη Ρωσία».
Για τη σχέση με τη Ρωσία αναφέρθηκε ο Α. Μπλίνκεν στο πλαίσιο της συνόδου των ΥΠΕΞ της G7, στο Λονδίνο. «Ο πρόεδρος Μπάιντεν είναι ξεκάθαρος εδώ και πολύ καιρό, ακόμη και προτού να αναλάβει την προεδρία, ότι αν η Ρωσία επιλέξει να ενεργήσει απερίσκεπτα ή επιθετικά, θα απαντήσουμε», είπε μιλώντας στους δημοσιογράφους μετά τις συνομιλίες που είχε με τον Βρετανό ομόλογό του. «Όμως δεν επιδιώκουμε την κλιμάκωση: θα προτιμούσαμε μια πιο σταθερή, πιο προβλέψιμη σχέση. Και αν η Ρωσία κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση, θα κάνουμε το ίδιο και εμείς», πρόσθεσε.