Συνεχίζεται το αδιέξοδο στις συνομιλίες ΗΠΑ-Ρωσίας και μαζί οι αλληλοκαταγγελίες και οι επιθέσεις για το ποιος ευθύνεται, οι πολεμικές κραυγές των Δυτικών για επικείμενη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η δημόσια παρέμβαση του Πούτιν ύστερα από ένα μήνα, δηλώνοντας ότι «οι ΗΠΑ αγνόησαν τις κύριες προτάσεις μας για εγγυήσεις ασφαλείας στις γραπτές απαντήσεις τους» και κατήγγειλε την Ουάσιγκτον ότι προσπαθεί να παρασύρει τη χώρα του σε ένοπλη σύρραξη με την Ουκρανία, κάτι που η Μόσχα δεν επιθυμεί. Ταυτόχρονα συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις με αλλεπάλληλες συναντήσεις των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών και τηλεφωνικές συνομιλίες του Ρώσου προέδρου με τους ηγέτες των ευρωπαϊκών χωρών, Γαλλίας, Γερμανίας, Βρετανίας, Ιταλίας, ενώ από χθες 4 Φλεβάρη βρίσκεται στο Πεκίνο για την έναρξη των χειμερινών ολυμπιακών αγώνων -που μποϊκοτάρουν οι ΗΠΑ- και για συνομιλίες με τον κινέζο πρόεδρο.
Προς το παρόν, στο σκοτάδι παραμένουν οι γραπτές απαντήσεις της Ουάσιγκτον στις αντίστοιχες γραπτές προτάσεις για «εγγυήσεις ασφαλείας» που απηύθυνε η Μόσχα. Η Ουάσιγκτον ήταν αυτή που ζήτησε να μην δημοσιοποιηθούν οι απαντήσεις της, γεγονός που το αποδέχτηκε η Μόσχα, στα πλαίσια της «μυστικής διπλωματίας», αν και ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Λαβρόφ, δήλωσε ότι ο κόσμος πρέπει να μάθει την ουσία των απαντήσεων, σημειώνοντας μάλιστα σιβυλλικά ότι «οι απαντήσεις των ΗΠΑ ήταν πιο θετικές από αυτές του ΝΑΤΟ». Τί ακριβώς έλεγαν οι απαντήσεις των Αμερικανών ο κόσμος δεν έχει πληροφορηθεί, αν και για την πορεία των εξελίξεων δεν γνωρίζουμε πόση σημασία έχει το γεγονός, ύστερα μάλιστα και από την τοποθέτηση του Πούτιν ότι οι απαντήσεις των ΗΠΑ αγνοούν τις προτάσεις της Ρωσίας. Γιατί είναι βέβαιο πως οι ΗΠΑ δεν θα συμφωνούσαν ποτέ στις σημερινές συνθήκες να αποδεχθούν δημόσια, με τη μορφή μάλιστα δεσμευτικής Συνθήκης, να μην ενταχθούν χώρες όπως η Ουκρανία, η Γεωργία ή η οποιαδήποτε άλλη χώρα στο ΝΑΤΟ, δίνοντας έτσι στην πραγματικότητα δικαίωμα βέτο στη Ρωσία για το ποιες χώρες θα ενταχθούν ή όχι σε αυτό. Μια τέτοια εξέλιξη θα ισοδυναμούσε με δημόσια αναγνώριση άτακτης υποχώρησης από την πλευρά του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και θα έστελνε ουσιαστικά μήνυμα παράλυσης -αν όχι διάλυσης- του ΝΑΤΟ. Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα και δεν αντιστοιχεί στους σημερινούς συσχετισμούς δυνάμεων ανάμεσα στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη. Όσο κι αν βρίσκονται οι ΗΠΑ σε πορεία εξασθένησης τα τελευταία χρόνια και είναι διχασμένες στο εσωτερικό τους όπως και με τους συμμάχους τους στην Ευρώπη, είναι αυτές που απέσπασαν την τελευταία τριακονταετία 11 χώρες, με αλλεπάλληλες «πολύχρωμες επαναστάσεις», δηλαδή πραξικοπήματα, από την ζώνη επιρροής της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της σημερινής Ρωσίας και τις ενέταξαν στο ΝΑΤΟ, αλλάζοντας αποφασιστικά τους παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων προς όφελός τους και οδηγώντας σε μια μεγάλη εξασθένιση και ασφυκτική περικύκλωση της Ρωσίας. Το γεγονός βέβαια πως ποτέ δημόσια δεν θα αποδεχθούν οι ΗΠΑ ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί κάτω από το τραπέζι, σιωπηρά, η Ρωσία να πετύχει με μια διαρκή πίεση που ασκεί να παραταθεί «επ’ αόριστον» η μη ένταξη στο ΝΑΤΟ τόσο της Ουκρανίας όσο και της Γεωργίας. Και όχι μόνον αυτό, αλλά να αποσπάσει και μια σειρά άλλες παραχωρήσεις. Ήδη μαζί με τις πολεμικές κραυγές γίνεται λόγος και από τις δυο πλευρές για συνέχιση των διαπραγματεύσεων σε ό,τι αφορά τα πυρηνικά όπλα που είναι εγκατεστημένα στις χώρες του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, όπως επίσης και τις στρατιωτικές δυνάμεις και ασκήσεις που συνδέονται με τις «εγγυήσεις ασφαλείας».
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, η Ρωσία με τις στρατιωτικές κινήσεις της και τη μεταφορά χιλιάδων στρατιωτών στα σύνορα συντηρεί μια «πιστευτή απειλή εισβολής» και στέλνει το μήνυμα ότι, αν προχωρήσουν οι Δυτικοί στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, τα ρωσόφωνα τμήματά της στις ανατολικές περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ θα έχουν την τύχη της Κριμαίας.
Σίγουρα ύστερα από μια μακρά περίοδο εσωτερικής διάλυσης και εθνικιστικής αποσύνθεσης, απόσχισης εδαφών και εμφυλίων πολέμων, η αστική τάξη της Ρωσίας βρίσκεται σήμερα σε μια φάση ισχυροποίησης και επανάκαμψης. Με μια πολιτική ενεργητικής ανάσχεσης και διεκδίκησης της επιρροής και των ζωτικών συμφερόντων του ρωσικού ιμπεριαλισμού πάνω στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, κατάφερε να αναχαιτίσει την επεκτατική πορεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και αυτό ακριβώς επιδιώκει τώρα να αποτυπωθεί και στις Συνθήκες που προτείνει. Στην πραγματικότητα, ο στόχος της είναι με τις «εγγυήσεις ασφαλείας» να κάμψει την επεκτατική πορεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και να σπάσει την ασφυκτική περικύκλωση της Ρωσίας.
Σε ό,τι αφορά τώρα την εξέλιξη επί του πεδίου, θα μπορούσε να πει κάποιος πως βρισκόμαστε μπροστά σε ένα θέατρο του παραλόγου. Έχουμε από τη μια πλευρά τις ΗΠΑ που επιδίδονται σε μια πρωτοφανή προπαγάνδα πολέμου, κατηγορώντας τη Ρωσία ότι είναι έτοιμη από μέρα σε μέρα να εισβάλει στην Ουκρανία. Συγκαλούν μάλιστα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για να καταδικάσει τη Ρωσία, επειδή -όπως υποστηρίζουν- με την επικείμενη εισβολή της στην Ουκρανία απειλεί την …παγκόσμια ειρήνη. Έχουμε δηλαδή την Ουάσιγκτον, το μεγαλύτερο εμπρηστή της ειρήνης, να εμφανίζεται σε ρόλο… υπερασπιστή της παγκόσμιας ειρήνης. Είναι μάλιστα τόση η πολεμική υστερία που καλλιεργεί παγκοσμίως η Ουάσιγκτον με τις καθημερινές της προβλέψεις για εισβολή, με τους διπλωμάτες της που διώχνει από το Κίεβο, με τις μπουκάλες αίματος που είδαν να κουβαλά ο ρωσικός στρατός στα σύνορα(!), που έχει ενοχλήσει σφόδρα ακόμη και το φερέφωνό της στην Ουκρανία, τον Ζελένσκι, ο οποίος δυσφορεί με τις αμερικάνικες πολεμικές κραυγές, θεωρεί ότι δεν υπάρχει κίνδυνος εισβολής και δηλώνει έτοιμος να συναντηθεί με τον Πούτιν και να συζητήσουν προκειμένου να εκτονωθεί η ένταση. Την ίδια στιγμή βέβαια περνά νομοσχέδιο στην Ουκρανική Βουλή για αύξηση της στρατιωτικής δύναμης με 100.000 στρατιώτες σε βάθος τριετίας…
Τώρα ποιος είναι ο στόχος της Ουάσιγκτον με αυτή την πολιτική, να καταγγέλλει δηλαδή καθημερινά σε όλους τους τόνους μια επικείμενη εισβολή της Ρωσίας, την οποία η Μόσχα αρνείται εξ αρχής κατηγορηματικά, θα φανεί το επόμενο διάστημα. Σίγουρα αν υπάρξει εκτόνωση της κρίσης και αποχώρηση του ρωσικού στρατού από τα σύνορα, οι ΗΠΑ θα «πουλήσουν» προς διάφορες κατευθύνσεις το γεγονός ότι απέτρεψαν μια ρωσική εισβολή και θα το εξαργυρώσουν τόσο από τους εταίρους τους, γιατί τους διέσωσαν -υποτίθεται- από μια εισβολή, όσο και από τους αντιπάλους τους στο πεδίο των παζαρεμάτων.
Από την άλλη πλευρά έχουμε τη Μόσχα που καταγγέλλει τις προβοκατόρικες πολεμικές κραυγές της Ουάσιγκτον και δηλώνει ότι δεν θέλει πόλεμο και δεν σχεδιάζει καμιά εισβολή! Ο αντιπρόσωπός της μάλιστα στον ΟΗΕ, κατά την διάρκεια της τελευταίας συνεδρίασης του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, δήλωσε συγκεκριμένα: «Οι δυτικές χώρες προσπαθούν να πείσουν τους πάντες ότι η Ρωσία τάχα ετοιμάζεται να εισβάλει στην Ουκρανία, αλλά δεν παρουσιάζουν καμία απόδειξη που να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς τους», και υπογράμμισε «οι Ηνωμένες Πολιτείες με τις δηλώσεις τους, σαν να απευθύνουν έκκληση για πόλεμο, δημιουργώντας την εντύπωση ότι θέλουν να κάνουν τις εικασίες τους πραγματικότητα. Οι συζητήσεις για επικείμενο πόλεμο είναι από μόνες τους προκλητικές». Ο αντιπρόσωπος δήλωσε χαρακτηριστικά ότι η «Ρωσία δεν διανοείται το ενδεχόμενο της εισβολής. Αυτό μπορώ να το αποκλείσω».
Το θέατρο του παραλόγου όμως δεν σταματά εδώ. Ενώ ξεσηκώνουν οι ΗΠΑ παγκόσμιο θόρυβο και καταγγέλλουν πως βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλη ρωσική εισβολή, επαναλαμβάνουν διαρκώς πως δεν πρόκειται ούτε οι ίδιες, ούτε το ΝΑΤΟ να στείλουν στρατεύματα για να πολεμήσουν στην Ουκρανία, ενώ η «άμεση και αποφασιστική απάντησή» τους συνίσταται σε οικονομικές κυρώσεις με τις οποίες δεν είναι βέβαιο ότι συμφωνούν οι Ευρωπαίοι, πλην της «πρόθυμης» Βρετανίας. Ακόμη δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο ίδιος ο Μπάιντεν δήλωσε ότι δεν πρόκειται να αντιδράσει η Δύση σε μια «μικρή εισβολή». Προφανώς όλα αυτά συνδέονται με τις μεγάλες αντιθέσεις που υποβόσκουν και εκδηλώνονται δημόσια ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις χώρες της ΕΕ, ιδιαίτερα τη Γερμανία, αλλά και τη Γαλλία, Ιταλία κλπ. Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αν εξαιρέσουμε τη Βρετανία, που λειτουργεί σαν προβοκατόρικη εμπροσθοφυλακή των Αμερικανών, αρνούνται όχι μόνο στα πλαίσια του ΝΑΤΟ να συμπαραταχθούν σε ενδεχόμενη στρατιωτική εμπλοκή στην Ουκρανία, αλλά δεν φαίνονται πρόθυμες να προχωρήσουν σε «αποφασιστικές οικονομικές κυρώσεις» ενάντια στη Ρωσία, γιατί απλούστατα θα τις υποστούν αυτές, ιδιαίτερα αν κλείσει η κάνουλα του φυσικού αερίου και δεν ανοίξει ποτέ αυτή του αγωγού Νοrd Stream για την Γερμανία. Η τελευταία μάλιστα, για να υπογραμμίσει την αντίθεσή της σε στρατιωτική κλιμάκωση, αντί να στείλει στρατιωτικό εξοπλισμό στην Ουκρανία, έστειλε 5000 … κράνη και οι ουκρανοί αξιωματούχοι τής πρότειναν την επόμενη φορά να στείλει μαξιλάρια. Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου ότι η κυβέρνηση της Κροατίας που διατηρεί «στενές» σχέσεις με τη Γερμανία, δήλωσε ότι η Ουκρανία δεν πρέπει ποτέ σαν διεφθαρμένη χώρα να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και ότι, αν ξεκινήσουν στρατιωτικές συγκρούσεις στην Ουκρανία, αυτή θα αποσύρει τα στρατεύματά της από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη.
Στα πλαίσια αυτά έχουν πυκνώσει οι επαφές και οι συνομιλίες ανάμεσα σε ευρωπαίους και ρώσους αξιωματούχους, ο Μακρόν ετοιμάζεται για επίσκεψη στη Μόσχα, πραγματοποιήθηκε ήδη συνάντηση των εκπροσώπων των χωρών που συμμετέχουν στις συμφωνίες του Μίνσκ (Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία, Ουκρανία) και προγραμματίζεται νέα σε μια προσπάθεια επίλυσης της κρίσης, ενώ η Ρωσία σχεδιάζει στις 17 Φεβρουαρίου να συγκαλέσει συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ -επ’ ευκαιρία της 7ης επετείου των συμφωνιών του Μινσκ- κατά την οποία όπως είπε «θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για την κατάσταση με τη διευθέτηση του ουκρανικού θέματος». Τέλος, όπως προαναφέραμε, πραγματοποιείται συνάντηση Σι Τζινπίνγκ και Πούτιν στο Πεκίνο, μια συνάντηση που όλα δείχνουν προς το παρόν ότι θα στείλει ισχυρό μήνυμα συμπαράταξης των δυο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων απέναντι στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τους «πρόθυμους συμμάχους» του στην Ευρώπη και την Ασία. Είναι βέβαιο πως ο κινέζος πρόεδρος θα εκφράσει την ισχυρή υποστήριξη στις προτάσεις – απαιτήσεις της Ρωσίας προς τις ΗΠΑ για τις «εγγυήσεις ασφαλείας», καθώς εκτός των άλλων με αυτή την εξέλιξη οι ΗΠΑ εμπλέκονται στην Ανατολική Ευρώπη και αυτό τους αποσπά την προσοχή από την περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού, η οποία για την Ουάσιγκτον έχει μεγαλύτερη και αποφασιστική σημασία.
Μια μεγαλύτερη εμπλοκή των ΗΠΑ στην Ευρώπη μόνο θετικά μπορεί να την εισπράξει το Πεκίνο και μάλιστα με διπλό τρόπο. Κατά πρώτο μια παρατεταμένη κρίση στην Ευρώπη δεσμεύει, απορροφά δυνάμεις και θέτει σε δοκιμασία την αμερικάνικη επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη, λειτουργώντας ως περισπασμός για την ηγεσία των ΗΠΑ, η οποία έχει τα βλέμματα στραμμένα στην Κίνα, θεωρώντας την σαν τον σημαντικότερο στρατηγικό αντίπαλο για τον αιώνα που διανύουμε. Και κατά δεύτερο η Ρωσία ωθείται σε όλο και πιο στενή σχέση με την Κίνα για να αντιμετωπίσει την πίεση της Δύσης ή ενδεχόμενες οικονομικές κυρώσεις που μπορεί να τις επιβληθούν, όπως ακριβώς συνέβη και με τις οικονομικές κυρώσεις το 2014 για την Κριμαία και σε μια τέτοια περίπτωση τους όρους της συνεργασίας η ηγεσία της Κίνας θα τους θέσει. Βέβαια στην προοπτική των εξελίξεων, όσο κι αν αυτή τη στιγμή δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να αποκλειστεί η επίτευξη ενός μεγάλου αμερικανορωσικού συμβιβασμού με στόχο να ουδετεροποιηθεί η Ρωσία απέναντι στην κλιμακούμενη παγκόσμια αντιπαράθεση του αμερικάνικου με τον κινέζικο ιμπεριαλισμό. Ακόμη δεν έχουν πάρει οριστική μορφή τα μέτωπα και οι συμμαχίες ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μπροστά στις μεγάλες και αποφασιστικές αναμετρήσεις που ωριμάζουν και αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν.