Ο Παλαιστίνιος Ελία Σουλεϊμάν, επανέρχεται με το χαρακτηριστικό του στυλ του σιωπηλού, αποστασιοποιημένου παρατηρητή του αδιέξοδου των κατεχόμενων, αντιπαραβάλλοντάς το με σαφή πολιτική προδιάθεση στον δυτικό τρόπο ζωής, σατιρίζοντας με κάθε ευκαιρία την κυριαρχία της εμπορευματοποίησης και της βίας.
Ξεκινώντας από ένα ιλαροτραγικό επεισόδιο σ’ έναν ορθόδοξο ναό της Ναζαρέτ κι ένα βιτριολικό σχόλιο για τα θρησκευτικά ήθη, θα ζωγραφίσει την καθημερινότητα των συμπατριωτών του με τρυφερότητα αλλά κι έντονα σκωπτική διάθεση, πριν περιπλανηθεί στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη σε αναζήτηση χρηματοδότησης των κινηματογραφικών του εγχειρημάτων, όπου θα παραμείνει βουβός θεατής μιας κοινωνίας σε σήψη.

Σεναριογράφος, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής των ταινιών του, ο Σουλεϊμάν μεταμορφώνεται σ’ έναν Άραβα “κύριο Υλό” (ο σταθερά αμήχανος, απροσάρμοστος πρωταγωνιστής των ταινιών του Ζακ Τατί), για να σχολιάσει αφαιρετικά, με σουρεαλιστική διάθεση και μαύρο χιούμορ, τις αντιφατικές πλευρές και τον παραλογισμό (ό­πως τουλάχιστον ο ίδιος τον αντιλαμβάνεται), χαρακτηριστικών κοι­­νω­νικών φαινομένων και νοοτροπιών ένθεν και ένθεν.

«Αν η σιωπή είναι επαναστατική πράξη δεν το ξέρω. Πολιτική πράξη, ίσως. Κι αυτή όχι συνειδητά, αλλά εκ των πραγμάτων.[…] Στην πραγματικότητα, το σινεμά είναι μια γλώσσα εικόνων και ήχων και όχι μόνο προφορικού λόγου. Το σινεμά δεν ξεκίνησε μιλώντας, αλλά μεγεθύνοντας αυτό που θα μπορούσαν να δώσουν οι εικόνες. Ο προφορικός λόγος έχει κακοποιηθεί πολύ και έχει υιοθετηθεί από τον καταναλωτισμό, έχοντας καταλήξει να είναι μια πλατφόρμα όπου ουσιαστικά επιβάλλονται πληροφορίες. Και δεν νομίζω ότι το σινεμά χρειάζεται να επιβάλλει στο κοινό μια συγκεκριμένη οπτική γωνία ή ένα συγκεκριμένο τρόπο κατανόησης των πραγμάτων ή ένα συγκεκριμένο τρόπο θέασης.[…]

Για μένα, η χρήση της σιωπής δεν είναι μια τακτική. Η σιωπή βρίσκεται στη φύση αυτού που είμαι και του τρόπου με τον οποίο κοιτάζω τον κόσμο. Η πρόκληση για μένα κάθε φορά είναι να κάνω την εικόνα όσο το δυνατόν ένα δημοκρατικά ανοιχτό χώρο, ώστε ο θεατής να μπορεί να νιώσει οικειότητα και να γεμίσει μόνος του τα κενά. […]
Ίσως με το σινεμά μου έχω δείξει μια εκδοχή της παλαιστινιακής πλευράς. Η τέχνη μας δίνει απόλαυση, παρηγοριά και ευχαρίστηση. Μια μορφή συλλογικότητας. Αλλά δε νομίζω ότι με την τέχνη μπορείς να αντισταθείς στην επιθετικότητα.[…]

Σκοπός μου είναι να ταυτίζομαι με κάθε μέρος που επισκέπτομαι και να μπορώ να το αποκαλέσω σπίτι. Αλλά αυτό είναι τελικά αδύνατο, τουλάχιστον για μένα. Η νέα γενιά ίσως έχει κατακτήσει αυτή την αίσθηση του να αισθάνεται παντού άνετα. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι ο κοσμοπολιτισμός έχει σκοτώσει αυτή την αίσθηση, γιατί όλα έχουν γίνει ένα ομογενοποιημένο τοπίο. […]
Αν οι προηγούμενες ταινίες μου προσπάθησαν να παρουσιάσουν την Παλαιστίνη σαν μικρόκοσμο του πλανήτη, η νέα μου ταινία προσπαθεί να παρουσιάσει τον πλανήτη σαν να ήταν ένας μικρόκοσμος της Παλαιστίνης.[…]

Το κράτος του Ισραήλ ήταν από την αρχή μια επιθετική κι αποικιοκρατική πράξη κατάληψης. Είχα την ελπίδα ότι θα υπάρξει μια μορφή επικοινωνίας, μια υποτυπώδης δικαιοσύνη. Δεν πιστεύω πλέον ότι μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με ένα φασιστικό καθεστώς που γίνεται ολοένα πιο αυταρχικό. Μια χούντα είτε την παλεύεις, είτε την αγνοείς. Ήταν ψευδαίσθηση ότι μπορούσαμε να διαπραγματευτούμε με αποικιοκράτες. Εβδομήντα χρό­νια μετά γίνονται τα ίδια. Δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό μου η ισραηλοπαλαιστινιακή σύγκρουση. Το Ισραήλ είναι η σύγκρουση[…]».

Κι αν παρακολουθεί βουβά τις παριζιάνικες στρατιωτικές παρελάσεις, που παραβάλλει ειρωνικά με τις παρελάσεις μόδας και ομορφιάς (σχολιάζοντας παράλληλα την υποκρισία των Γάλλων), ή τον κυνισμό και την οπλολαγνεία των Νεοϋορκέζων, αλλά και την ανοησία των διαφόρων κινηματογραφικών παραγόντων (εμπνευσμένη η καμέο εμφάνιση του Μεξικανού ηθοποιού και σκηνοθέτη Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ), δεν παύει να κουβαλά παντού και πάντα -σαν πικρό αλλά και ακριβό φορτίο- την Παλαιστίνη. Ο Σουλεϊμάν είναι πριν απ’ όλα Παλαιστίνιος, βαθύτατα πολιτικοποιημένος δε ως τέτοιος, όσο αντισυμβατικά κι αν το δηλώνει: Η ονειρική μορφή της συμπατριώτισσάς του που διασχίζει τους ελαιώνες, οι σκοποί και οι χοροί του τόπου του, ακόμα και το αραβικό φολκλόρ, διεμβολίζουν όλες τις περιπλανήσεις του. Η μοναδική άλλωστε φορά που ανοίγει το στόμα του, με αφορμή το γραφικό ξέσπασμα του μαύρου ταξιτζή (που αποκαλεί τον Αραφάτ …“Καραφάτ”), είναι για ν’ αναφερθεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του Ναζαρέτ και την Παλαιστινιακή του ταυτότητα.
Όσο όμως φειδωλός είναι σε λέξεις στις ταινίες του, τόσο γενναιόδωρος είναι στις συνεντεύξεις του, απ’ όπου και τα αποσπάσματα που ακολουθούν:

Ένα ιδιότυπα χρωματισμένο, γλυκόπικρο και μαζί καυστικό σχόλιο για τα σημεία τομής της κατεχόμενης Παλαιστίνης και της “ελεύθερης” Δύσης στο σήμερα, από έναν πολύ ιδιαίτερο δημιουργό.
Ειδική μνεία της Κριτικής Επιτροπής στο φεστιβάλ των Καννών, βραβείο FIPRESCI.

Θέμις