Στο «ουδέτερο» Άνκορατζ της Αλάσκα, έγινε η πρώτη συνάντηση των διπλωματικών αντιπροσωπειών των ΗΠΑ και της Κίνας, με την ψυχροπολεμική ένταση να είναι διάχυτη πριν ακόμη αρχίσουν οι επίσημες συνομιλίες.
Κατά τις εναρκτήριες δηλώσεις οι δύο αντιπροσωπείες, καταστρατηγώντας πλήρως το διπλωματικό πρωτόκολλο, αντί να προβούν σε ολιγόλεπτες τοποθετήσεις -όπως ήταν η συμφωνία-προχώρησαν σε εκτόξευση αλληλοκατηγοριών, που κράτησε περισσότερο από μια ώρα.
Το χορό των επιθέσεων ξεκίνησαν οι οικοδεσπότες Αμερικανοί με τον Υπουργό Εξωτερικών, Μπλίνκεν, να ξεδιπλώνει όλη την ατζέντα των θεμάτων στα οποία συγκρούονται με την Κίνα και τα οποία αποτελούν «κόκκινο πανί» για το Πεκίνο.
Ευθύς εξ αρχής ξεκαθάρισε πως «θα συζητήσουμε τις βαθιές μας ανησυχίες για τις πράξεις της Κίνας, περιλαμβανομένων των Σιντζιάνγκ, Χονγκ Κονγκ, Ταϊβάν, κυβερνοεπιθέσεων κατά των ΗΠΑ, οικονομική πίεση στους συμμάχους μας κλπ.». Πρόσθεσε δε ότι «καθεμιά από τις παραπάνω πράξεις απειλεί την τάξη που βασίζεται σε κανόνες και διατηρεί την παγκόσμια σταθερότητα» και «γι’ αυτό δεν πρόκειται απλά για εσωτερικές υποθέσεις».
Από την άλλη πλευρά, ο επικεφαλής της επιτροπής Διεθνών Σχέσεων και μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ Κίνας, Γιανγκ Τζιετσί, αντέτεινε πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιούν τη στρατιωτική τους ισχύ και την οικονομική τους ηγεμονία για να επιβάλουν πολιτικές μακρόθεν και να καταπιέσουν άλλες χώρες». Διεμήνυσε ότι το Πεκίνο «εναντιώνεται σθεναρά στην αμερικανική ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας» και τόνισε ότι «έχουμε εκφράσει την ισχυρή αντίθεσή μας σε κάθε τέτοια ανάμιξη και θα λάβουμε αυστηρά μέτρα σε αντίδραση». Κάλεσε δε τις ΗΠΑ να «εγκαταλείψουν αυτή τη νοοτροπία», τονίζοντας πως το Πεκίνο δεν επιζητεί «ούτε αναμέτρηση, ούτε σύγκρουση».
Σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα έστρεψε τον καθρέφτη τον ευθυνών προς στις ΗΠΑ για τις «σφαγές» των αφροαμερικάνων, τα φαινόμενα του ρατσισμού και της αστυνομικής βαρβαρότητας και τις κινητοποιήσεις του κινήματος Black Lives Matter.
Αυτή η τοποθέτηση προκάλεσε την οργή του Μπλίνκεν, ο οποίος είπε στους δημοσιογράφους να παραμείνουν στη θέση τους συνεχίζοντας την ανταλλαγή κατηγοριών. Στη συνέχεια δήλωσε πως: «Αυτά που ακούω εγώ είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που περιγράφετε. Ακούω δηλώσεις μεγάλης ικανοποίησης για την επιστροφή των ΗΠΑ στο πλευρό των συμμάχων και εταίρων τους, κι ακούω επίσης δηλώσεις βαθιάς ανησυχίας όσον αφορά ορισμένες ενέργειες της δικής σας κυβέρνησης».
Στη συνάντηση συμμετείχαν επιπλέον ο Υπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Γουάνγκ Γι, και ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Τζέικ Σάλιβαν, ο οποίος είπε πως η Ουάσιγκτον δεν επιδιώκει «σύγκρουση» με την Κίνα, αλλά είναι «ανοικτή στον σκληρό ανταγωνισμό».
Απ’ την μεριά του ο Γι επέκρινε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως «αγένεια» τις αμερικανικές κυρώσεις που ανακοινώθηκαν την παραμονή της συνάντησης, εξαιτίας του ασφυκτικού ελέγχου που επιβάλλει το Πεκίνο στο Χονγκ Κονγκ, λέγοντας ότι «δεν είναι τρόπος αυτός να υποδέχεσαι προσκεκλημένους».
Οι τοποθετήσεις μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης κινήθηκαν σε σχετικά χαμηλότερους τόνους. Οι συνομιλίες χαρακτηρίστηκαν διπλωματικά «εποικοδομητικές», ενώ οι δηλώσεις επικεντρώθηκαν στα «κοινά συμφέροντα» στα οποία θα επιδιωχθεί συνεργασία μέσω «κανονικών διπλωματικών διαύλων». Οι Αμερικάνοι όμως ξεκαθάρισαν πως στα θέματα που αφορούν την οικονομία, το εμπόριο και την τεχνολογία θα προχωρήσουν «με τρόπο που θα προστατεύει πλήρως» τα συμφέροντά των ΗΠΑ, σε «στενή διαβούλευση» και «με τους συμμάχους και τους συνεταίρους».
Ο Κινέζος ΥπΕξ απ’ τη μεριά του επανέλαβε ότι η Κίνα παραμένει αποφασισμένη να υπερασπιστεί την εθνική κυριαρχία, ασφάλεια και ανάπτυξή της, κάνοντας λόγο για «επωφελή συνεργασία», σε ζητήματα όπως «της πανδημίας, της κλιματικής αλλαγής και της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης».
Την τακτική του «μαστίγιου και του καρότου», που προσπαθούν να εφαρμόσουν οι ΗΠΑ ως προς την Κίνα, ακολούθησε και ο Τζο Μπάιντεν. Απ’ τη μια, σε πρόσφατη συνέντευξή του, επέκρινε, για άλλη μια φορά, τον Κινέζο ομόλογό του, Σι Τζινπίνγκ, πως «δεν έχει ούτε ένα δημοκρατικό κόκαλο μέσα του» και τόνισε πως θα συγκαλέσει «μια συμμαχία δημοκρατιών προκειμένου να εξασφαλίσουμε ότι το Πεκίνο θα ακολουθεί τους κανόνες είτε στη Νότια Θάλασσα της Κίνας είτε στην Ταϊβάν, είτε αλλού». Ξεκαθάρισε πως όσο βρίσκεται στον Λευκό Οίκο δεν θα επιτρέψει να γίνει η Κίνα «ηγέτιδα δύναμη στον κόσμο, να γίνει η πιο πλούσια και πιο ισχυρή χώρα». Απ’ την άλλη προσκάλεσε τους προέδρους της Ρωσίας και της Κίνας στο παγκόσμιο διαδικτυακό Φόρουμ για το Κλίμα που διοργανώνουν οι ΗΠΑ στις 22 και 23 Απριλίου με τη συμμετοχή ηγετών από 40 χώρες.
Χ. Κίσινγκερ: Κατάσταση ανάλογη με τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Μέσα σε αυτό το κουβάρι των Αμερικανο-κινεζικών αντιθέσεων, ιδιαίτερη σημασία έχει η τοποθέτηση του «γερόλυκου» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, Χένρι Κίσινγκερ, για τις σχέσεις των δύο χωρών, η οποία έγινε σε ιδιαίτερα δραματικό τόνο. Μιλώντας σε διαδικτυακή εκδήλωση του βρετανικού ινστιτούτου Chatam House, δήλωσε: «Αν δεν καταφέρουμε μια συνεννόηση με την Κίνα, τότε θα βρεθούμε σε μια κατάσταση ανάλογη με εκείνη που επικράτησε στην Ευρώπη παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου αιωνόβιες συγκρούσεις έβρισκαν μια άμεση λύση, αλλά κάποια από αυτές ξέφυγε από τον έλεγχο». Με τα πράγματα να είναι «απείρως πιο επικίνδυνα» από το 1914 λόγω της ύπαρξης όπλων υψηλής τεχνολογίας. Τόνισε ακόμη πως οι ΗΠΑ δυσκολεύονται να διαπραγματευτούν με μια Κίνα που ετοιμάζεται να τις ξεπεράσει ως προς το ΑΕΠ. Απέναντι σε αυτό το πρόβλημα κάλεσε τη Δύση «να πιστέψει στον εαυτό της. Αυτό είναι εσωτερικό μας πρόβλημα, όχι κινεζικό πρόβλημα».
Κίνα και Ρωσία ακόμη πιο κοντά Υπογράφτηκε η επενδυτική συμφωνία Κίνας – Ιράν
Την ώρα που Κίνα και ΗΠΑ «ανταγωνίζονται σκληρά» σε όλα τα επίπεδα, το Πεκίνο ενισχύει τις στρατηγικές του συμμαχίες με άλλες χώρες που βρίσκονται στο στόχαστρο των ΗΠΑ. Πρώτη στην ιεράρχηση η Ρωσία, όπως πιστοποίησε και η πρόσφατη επίσκεψη του Σ. Λαβρόφ, η οποία έλαβε χώρα αμέσως μετά τις συνομιλίες στην Αλάσκα.
Ο Ρώσος ΥπΕξ μιλώντας σε κινεζικά ΜΜΕ ισχυρίστηκε ότι «σήμερα Κίνα και Ρωσία αξιολογούν τις διμερείς τους σχέσεις ως τις καλύτερες σε ολόκληρη την ιστορία τους» και κατηγόρησε τις ΗΠΑ αλλά και άλλες δυτικές χώρες πως παρεμποδίζουν τη «διαμόρφωση ενός αληθινά πολυπολικού και δημοκρατικού κόσμου» και ότι επιδιώκουν να κυριαρχήσουν παγκόσμια με κάθε κόστος.
Υποστήριξε την ανάγκη θωράκισης Ρωσίας και Κίνας απέναντι σε τυχόν νέες κυρώσεις, με την ενίσχυση της τεχνολογικής συνεργασίας των δύο πλευρών, τη στροφή σε συναλλαγές εκτός δολαρίου και τη χρήση συστημάτων πληρωμών που δεν θα ελέγχονται από τη Δύση. Ενώ για τη συνεργασία των δύο χωρών τόνισε πως «λειτουργεί γενικά σταθεροποιητικά, τόσο σε διεθνές όσο και σε περιφερειακό επίπεδο» και απέρριψε τις προσπάθειες της Δύσης να παρουσιάσει τις δύο χώρες ως αντάρτες της «διπλωματίας των εμβολίων» κατά της covid-19.
Ο Λαβρόφ και ο ομόλογός του, Γουάνγκ Γι, χαρακτήρισαν «παράνομες» τις κυρώσεις που τους επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, κάνοντας λόγο για «καταστροφικές» τακτικές του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Κινέζος υπουργός εξωτερικών έστειλε αυστηρό μήνυμα προς τις δυτικές δυνάμεις πως «πρέπει να γνωρίζουν ότι οι μέρες που μπορούν να παρέμβουν αυθαίρετα στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας, δημιουργώντας ιστορίες και ψέματα έχουν περάσει εδώ και καιρό».
Στο επίκεντρο των συζητήσεων βρέθηκε η περαιτέρω ενίσχυση της διμερούς στρατιωτικής συνεργασίας αλλά και ζητήματα όπως η Β. Κορέα, το Αφγανιστάν και η περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.
Παράλληλα η Κίνα ενισχύει τους δεσμούς με το Ιράν αφού ο Γι, κατά την διάρκεια επίσκεψής του στη Μέση Ανατολή, για την προώθηση του «σχεδίου πέντε σημείων» για την περιοχή, υπέγραψε τη μεγάλη συμφωνία επενδύσεων και συνεργασίας μεταξύ Ιράν-Κίνας, ύψους 400 δισ. δολαρίων.
Βαθύτερη εμπλοκή της ΕΕ στην αντιπαράθεση των ΗΠΑ με τις Κίνα και Ρωσία
Στη δίνη των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και την επιθετικότητα των ΗΠΑ με την Κίνα και τη Ρωσία εμπλέκεται βαθύτερα η ΕΕ.
Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του Σ. Λαβρόφ, από την Κίνα, η οποία προκάλεσε αίσθηση, πως «η Μόσχα δεν έχει πλέον σχέσεις με την ΕΕ» ως οργανισμό, παρά μόνο με μεμονωμένες ευρωπαϊκές χώρες. Τόνισε επίσης πως «όλη η δομή των σχέσεων αυτών καταστράφηκε από τις μονομερείς αποφάσεις των Βρυξελλών» και πως είναι στο «χέρι» των Ευρωπαίων να «σταματήσουν αυτή την ανωμαλία στις συμβάσεις με τους μεγαλύτερους γείτονές τους». Τους κάλεσε να οικοδομήσουν σχέσεις με τη Ρωσία στη βάση των «ίσων δικαιωμάτων» και την «ισορροπία» συμφερόντων. Παίζοντας το «χαρτί» της Κίνας ξεκαθάρισε πως «όσο δεν υπάρχουν αλλαγές στη Δύση, κατʼ εμέ, έχουμε μία πολύ πλούσια ατζέντα στην Ανατολή, που γίνεται όλο και πιο πλούσια κάθε χρόνο».
Στον απόηχο αυτών των δηλώσεων πραγματοποιήθηκε επικοινωνία του Β. Πούτιν με την Α. Μέρκελ και τον Ε. Μακρόν για την αποκατάσταση των ευρω-ρωσικών σχέσεων.
Παράλληλα, το Συμβούλιο των ΥπΕξ της ΕΕ αποφάσισε τις πρώτες κυρώσεις, μετά το 1989, κατά της Κίνας, για «παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων στην κινεζική επαρχία Σιντζιάνγκ. Οι κυρώσεις κατά 4 Κινέζων αξιωματούχων και ενός κρατικού οικονομικού και παραστρατιωτικού οργανισμού αφορούν κυρίως σε ταξιδιωτική απαγόρευση και πάγωμα περιουσιακών στοιχείων στην ΕΕ. Οι κυρώσεις αυτές των Ευρωπαίων ακολούθησαν τις αντίστοιχες των ΗΠΑ και της Βρετανίας, μια μέρα πριν.
Η Κίνα από την πλευρά της ανακοίνωσε ως απάντηση την επιβολή κυρώσεων σε 10 ευρωβουλευτές και επιτροπές του Ευρωκοινοβουλίου.
Ανταπαντώντας, σειρά κυβερνήσεων της ΕΕ (Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία, Δανία, Σουηδία και Λιθουανία) κάλεσαν τους Κινέζους πρεσβευτές στα Υπουργεία Εξωτερικών για να διαμαρτυρηθούν. Ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου χαρακτήρισε τις κινεζικές κυρώσεις «ακατάλληλη κλιμάκωση που επιδεινώνει άσκοπα τις σχέσεις ΕΕ – Κίνας» με το βλέμμα στην έγκριση της Επενδυτικής Συμφωνίας Κίνας-ΕΕ που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη Γερμανία, παρά τις έντονες αντιδράσεις των ΗΠΑ αλλά και χωρών της ΕΕ. Μάλιστα ο Ζ. Μπορέλ έκανε λόγο για «νέα κατάσταση» στις σχέσεις ΕΕ – Κίνας.
Απ’ την άλλη, η εκπρόσωπος του κινεζικού ΥπΕξ, τόνισε ότι «η Κίνα δεν αποδέχεται τον παράλογο αυτόν τρόπο ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών να καλούν τους πρεσβευτές της» κάνοντας λόγο για «δύο μέτρα και δύο σταθμά, παρενόχλησης και υποκρισίας» από τη μεριά των Ευρωπαίων.