Όσο η Τουρκία αυξάνει τις προκλήσεις της σε βάρος της Ελλάδας τόσο πιο πολύ στο εσωτερικό της Ελλάδας οι κυρίαρχοι αστικοί κύκλοι εμφανίζονται να ψάχνουν τρόπους για να προωθήσουν την προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης ως μέσο για την επίλυση της ελληνοτουρκικής διένεξης. Πρώτα απ’ όλα η κυβέρνηση της ΝΔ η οποία, τους τελευταίους μήνες, όλο και πιο πυκνά διατυπώνει αυτή την πρόταση στους λόγους της. Από καιρό ο Κυρ. Μητσοτάκης έχει δηλώσει ότι βλέπει την προσφυγή στη Χάγη ως μια “λογική κίνηση”, ενώ τους δύο τελευταίους μήνες που οξύνθηκε η ελληνοτουρκική κρίση έχει επανειλημμένα δηλώσει πως “θέλω να είμαι ξεκάθαρος: Αν δεν φτάσουμε σε συμφωνία, είμαστε διατεθειμένοι να φέρουμε το ζήτημα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης”. Ενώ και από το βήμα του ΟΗΕ πριν ένα μήνα επανέλαβε πως “εάν, τελικά, εξακολουθούμε να μην μπορούμε να συμφωνήσουμε, τότε θα πρέπει να εμπιστευτούμε τη σοφία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης”.
Την πρόταση “αν οι διερευνητικές αποτύχουν, να υπάρξει προσφυγή στη Χάγη» έχει προβάλει και ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ γνωστά πολιτικά στελέχη των αστικών κομμάτων -ορισμένα από αυτά σε πρώην υψηλά κυβερνητικά αξιώματα- που τώρα αρθρογραφούν και παρεμβαίνουν δημόσια για την διαμάχη με την Τουρκία, επιχειρηματολογούν υπέρ αυτής της πρότασης με τη μια ή άλλη παραλλαγή.
Είναι φανερό πως η ντόπια μεγαλοαστική τάξη με τους πολιτικούς εκπροσώπους της, κάτω από την πίεση που δημιουργούν όχι μόνο οι κινήσεις της Τουρκίας αλλά και η στάση της ΕΕ και των ΗΠΑ, αναζητά διέξοδο για την “διευθέτηση” των ελληνοτουρκικών σε μια προσφυγή στο δικαστήριο της Χάγης.
Πώς διαμορφώνονται
οι αποφάσεις
του Διεθνούς Δικαστηρίου
Αλλά πού θα οδηγήσει μια τέτοια προσφυγή; Τι είναι αυτό το διεθνές όργανο;
Δεν είναι, βέβαια, κανένα “σοφό Δικαστήριο” που πρέπει “να εμπιστευτούμε”, όπως με προφανή παραπλανητική σκοπιμότητα λέει ο Μητσοτάκης, αλλά ένα όργανο που λειτουργεί και παίρνει αποφάσεις κάτω από την επιρροή που με ποικίλους τρόπους τού ασκούν οι μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις και όσα συμφέροντα εμπλέκονται στις υποθέσεις που παραπέμπονται σε αυτό. Αυτό, άλλωστε, μπορεί να το διακρίνει κανείς και στις διαφοροποιήσεις που εμφανίζουν αποφάσεις του για υποθέσεις του Διεθνούς Δίκαιου της Θάλασσας με σχετικά αντικείμενα. Διαφοροποιήσεις που δείχνουν πως ισχυρά κράτη και συμφέροντα επιδρούν, παρεμβαίνουν και διαμορφώνουν ανάλογα με αυτά τις κρίσεις του.
Είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι αυτό δεν θα συμβεί και με την υπόθεση των θεμάτων της ελληνοτουρκικής διένεξης; Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν γνωρίζουμε ότι στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν πολύ ισχυρό ενδιαφέρον. Ότι κρατούν μια στάση τώρα και στο παρελθόν, η οποία υποσκάπτει την άσκηση του εθνικού κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδά της έως τα 12 μίλια. Ότι αντιμετωπίζουν το Αιγαίο ως ΝΑΤΟϊκή λίμνη, ως μια “γκρίζα”, δηλαδή, θάλασσα αμφισβητούμενων εθνικών οριοθετήσεων, πάνω στην οποία στηρίζουν και την προώθηση της “λύσης” της συνεκμετάλλευσης των θαλάσσιων πόρων της περιοχής, που σβήνει εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής Δύσης αλλά και της Τουρκίας.
Όταν οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις επεμβαίνουν άμεσα στην ελληνοτουρκική διαμάχη, με τα πολεμικά πλοία τους και τις πετρελαιοεταιρείες τους να συγκεντρώνονται στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, θα ήταν αφέλεια να θεωρήσει κανείς ότι στην κρίση του το δικαστηρίου της Χάγης για την ελληνοτουρκική διένεξη δεν θα συνεχισθεί μια παρόμοια επέμβαση και ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν θα προσδιοριστούν από τέτοια μεγάλα συμφέροντα και, μάλιστα, προς μια κατεύθυνση που, όπως δείχνει η μέχρι τώρα πολιτική και οι επιδιώξεις τους, δεν πρόκειται να είναι ούτε “δίκαιη” ούτε “σοφή” για τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Τι προϋποθέτει η προσφυγή
Πέρα, ωστόσο, από το πρωταρχικό ζήτημα, του τι όργανο είναι το δικαστήριο της Χάγης και ποιοι παράγοντες καθορίζουν τις αποφάσεις του, υπάρχει ένα ακόμα, επίσης, σοβαρό ζήτημα: Ποια θέματα, ποιες ελληνοτουρκικές “διαφορές” θα έλθουν προς κρίση ενώπιόν του για να αποφανθεί.
Για να κρίνει το Δικαστήριο της Χάγης πρέπει, προηγούμενα, να υπογραφεί συνυποσχετικό από την Ελλάδα και την Τουρκία, ένα έγγραφο, δηλαδή, που θα καταγράφει ποια θέματα συμφωνούν οι δυο χώρες να παραπέμψουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Είναι γνωστό ότι η Τουρκία, όποτε έχει μιλήσει γι’ αυτό, έχει με σαφήνεια κάνει καθαρό ότι θα συμφωνήσει μόνο αν τεθεί στο συνυποσχετικό ένας κατάλογος θεμάτων πέρα από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, με τάση, μάλιστα, να τον διευρύνει με το πέρασμα του χρόνου. Μόνο αν, δηλαδή, συμπεριληφθούν σε αυτό οι διεκδικήσεις που έχει ξεδιπλώσει σε βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων τις τελευταίες πέντε, περίπου, δεκαετίες.
Αυτή την τοποθέτησή της την επανέλαβε επίσημα και στον ΟΗΕ, με επιστολή που έκανε στις 14 Οκτώβρη, προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στα Ηνωμένα Έθνη, Φ. Χ. Σινιρλιόγλου, η οποία, μάλιστα, αποσιωπήθηκε από τα αστικά μέσα ενημέρωσης και σκόπιμα αποφεύχθηκε ο σχολιασμός της. Στην επιστολή αυτή ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στα Ηνωμένα Έθνη, αφού καταλογίζει τη ευθύνη για τις “σημερινές εντάσεις στη περιοχή” στις “μαξιμαλιστικές απαιτήσεις της Ελλάδας και της Ελληνοκυπριακής Διοίκησης από το 2003”, σημειώνει πως «Όσον αφορά στην πρόταση του πρωθυπουργού της Ελλάδας να παραπέμψει το θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο, η Τουρκία δεν αποκλείει κανένα ειρηνικό μέσο διευθέτησης, συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου, το οποίο θα πρέπει να βασίζεται στην αμοιβαία συναίνεση των μερών. Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, πρέπει πρώτα να έχουμε έναν σωστό διάλογο. Πρέπει να συμφωνήσουμε διμερώς σχετικά με τις διαφορές που θα αναθέσουμε στο Δικαστήριο. Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η Ελλάδα έχει εισαγάγει επιφυλάξεις στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου σε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, του εύρους και των ορίων των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου της και της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Είναι αντιφατικό να υποστηρίζεται μια διευθέτηση μέσω του Δικαστηρίου, αφενός, και να διατηρούνται συνολικές και παραλυτικές επιφυλάξεις σχετικά με τη δικαιοδοσία του, αφετέρου. Η Ελλάδα προέβη σε παρόμοιες δηλώσεις κατά την επικύρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας όσον αφορά την επίλυση διαφορών”.
Με αυτήν την επιστολή -σε διπλωματική γλώσσα μεν αλλά καθαρά- η Τουρκία δηλώνει πως θα συζητήσει “να ανατεθούν οι διαφορές στο Δικαστήριο” μόνο αν η Ελλάδα συμφωνήσει “στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου” να συμπεριληφθούν τα κρίσιμα ζητήματα “της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, του εύρους και των ορίων των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου της και της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας”. Δηλαδή στο συνυποσχετικό να δεχθεί η Ελλάδα ότι θα διαπραγματευθεί και θέματα που αποτελούν αποκλειστικό εθνικό κυριαρχικό δικαίωμα κάθε χώρας: την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων της, την οριοθέτηση του εναέριου χώρου της, την άσκηση της κυριαρχίας στο έδαφός της (στα νησιά). Και ζητά να άρει η Ελλάδα επιφυλάξεις που έχει διατυπώσει γι’ αυτά τα θέματα.
Η Τουρκία συμπληρώνει τις προκλήσεις της σε θαλάσσιες και εναέριες περιοχές, όπου η Ελλάδα έχει κυριαρχικά δικαιώματα, με διπλωματικές προκλήσεις που πιέζουν την ελληνική πλευρά να συναινέσει σε ένα παζάρεμα αποκλειστικά εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, που θα δίνει στην Τουρκία ένα ρόλο συνδιαμορφωτή στον καθορισμό τους. Και κάνει σαφές ότι μόνο μέσα από μια τέτοια διαδρομή θα περάσει το ενδεχόμενο μιας προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης.
Με αυτό το δεδομένο η πρόταση της κυβέρνησης Μητσοτάκη για προσφυγή “στη σοφία του δικαστηρίου της Χάγης” δεν μαρτυρεί τίποτα άλλο παρά υποχωρητικότητα στην τουρκική πίεση. Γιατί μια τέτοια προσφυγή, με την Τουρκία ξεκάθαρα να διατυπώνει την πορεία που θα πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα για να γίνει, σημαίνει ότι δέχεται στην ατζέντα της ελληνοτουρκικής διένεξης να βάλει προς συζήτηση και θέματα των διεκδικήσεων που έχει εγείρει η Τουρκία σε βάρος εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.
Ο ρόλος των
“διερευνητικών συνομιλιών”
Προθάλαμο σε μια τέτοια πορεία αποτελούν και οι “διερευνητικές συνομιλίες” που κυνήγησε η κυβέρνηση της ΝΔ για να ξαναρχίσουν, ευελπιστώντας σε μια εκτόνωση του ασφυκτικού κλίματος που της δημιούργησαν οι τουρκικές κινήσεις τους τελευταίους μήνες. Αλλά τι είναι οι “διερευνητικές συνομιλίες”; Τυπικά αναφέρονται ως “ανεπίσημες συνομιλίες” οι οποίες, όμως, ανοίγουν την ατζέντα της ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης και σε κρίσιμα ζητήματα εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Ένα κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών, υφυπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Σημίτη, ο καθηγητής Χρ. Ροζάκης, περιέγραψε το χαρακτήρα τους πολύ ωμά σε άρθρο του στην εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” της 9.8.2020: “Μα τι είναι τελοσπάντων αυτές οι διερευνητικές. Μετά το Ελσίνκι, και ως αποτέλεσμα αυτού, η κυβέρνηση Σημίτη αποφάσισε, τηρώντας τις δεσμεύσεις του Ελσίνκι, να ξεκινήσει διάλογο με την Τουρκία. Μόνο αγκάθι το γεγονός ότι δεσμευόταν από την πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος κατόρθωσε να επιβάλει τη λογική της αναγνώρισης μιας μόνο διαφοράς, αυτή της υφαλοκρηπίδας, σε αντιδιαστολή με την πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που ήταν, ας μη το ξεχνάμε αυτό, διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί ένας εύσχημος τρόπος υπέρβασης της διαφορετικής προσέγγισης κι αυτός ήταν οι διερευνητικές συνομιλίες”.
Αυτές λοιπόν είναι οι διερευνητικές συνομιλίες: ένας εύσχημος τρόπος για να μπουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, σύμφωνα με την ομολογία ενός ένθερμου υποστηρικτή τους. Ο οποίος πριν λίγο καιρό έγινε γνωστός και από την τοποθέτηση του ότι “το Καστελόριζο είναι μεμονωμένο” και “δεν είναι συνέχεια με τα ελληνικά νησιά”(!). Μια τοποθέτηση όχι μόνο προκλητική αλλά και που δείχνει τι έχουν συζητήσει και τι μπορεί να συζητήσουν οι οπαδοί των “διερευνητικών συνομιλιών” σε αυτές.
Η κυβερνητική πολιτική στα νερά του εθνικού ενδοτισμού
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση. Μια ακόμα ένδειξη γι’ αυτό είναι ότι τους τελευταίους μήνες στους πρωθυπουργικούς λόγους εισάγεται η θέση ότι η Ελλάδα θα κάνει διάλογο για “τις θαλάσσιες ζώνες”, με την οποία εννοεί ότι θέλει να διαπραγματευτεί με την Τουρκία όχι μόνο τις θαλάσσιες ζώνες της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ αλλά και τη θαλάσσια ζώνη των χωρικών υδάτων.
Ακόμα πιο αποκαλυπτικές και επιβεβαιωτικές της τροχιάς που έχει χαράξει η κυβέρνηση της ΝΔ είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Επικρατείας ότι “κόκκινη γραμμή της εθνικής κυριαρχίας είναι τα 6 μίλια” και ότι η επέκταση στα 12 μίλια είναι “λεονταρισμός” και στη συνέχεια του υπουργού Προστασίας Μ. Χρυσοχοΐδη ότι “τα 12 μίλια είναι εθνικισμός”. Διόλου τυχαίες, αν και επιχειρήθηκε κάποιο ασθενικό μπάλωμά τους από τον Μητσοτάκη.
Το έδαφος για εκχώρηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων καλλιεργείται από την κυβέρνηση και κυρίαρχους αστικούς κύκλους. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δίνει και αυτή τη συνδρομή της. Και η πρόταση για προσφυγή στο διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προβάλλει ως η φόρμουλα για το πέρασμα αυτής της πολιτικής.