Με αφορμή το ασυγχώρητο έγκλημα στα Τέμπη, που κόστισε δεκάδες ζωές στο βωμό των ιδιωτικοποιήσεων, μια σειρά από οργανώσεις που αναφέρονται στην αριστερά έχουν επαναφέρει με ένταση το αίτημα «κάτω η κυβέρνηση», ένα αίτημα που χρόνια τώρα αποτελεί συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον «αντικαπιταλιστικό χώρο» και τη σοσιαλδημοκρατία.
Υπενθυμίζουμε πως αυτό το σύνθημα δεν είναι καινούριο, αλλά βρισκόταν στην προμετωπίδα πολλών οργανώσεων σε όλη την περίοδο των μαζικών αγώνων κατά των μνημονίων, στρώνοντας το έδαφος στο ΣΥΡΙΖΑ και τις αυταπάτες για την κυβέρνηση της «πρώτη φορά αριστεράς», που έταζε τότε το «τέλος των μνημονίων» με την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας.
Το συγκεκριμένο σύνθημα οδηγεί νομοτελειακά στις κάλπες -αφού οι διεκδικητές της πολιτικής εξουσίας είναι συγκεκριμένοι- και το αίτημα για πτώση της κυβέρνησης δεν μπορεί παρά να ερμηνευτεί ως έκκληση για την άνοδο μιας άλλης κυβέρνησης, που στην παρούσα φάση δεν είναι άλλη από την αξιωματική αντιπολίτευση, δηλαδή το ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως έχει δείξει τα χρώματά του και στον πυρήνα τους είναι τόσο μελανά όσο και της Νέας Δημοκρατίας. Είναι τα χρώματα της φτώχειας, των μνημονίων, της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, των ιδιωτικοποιήσεων, όπως αυτή της ΤΡΑΙΝΟΣΕ στη Hellenic Train, της πρόσδεσης στα πολεμικά σχέδια των νατοϊκών. Είναι ακριβώς η κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ που σκόρπισε την απογοήτευση στο λαό, ταύτισε την αριστερά με τα αστικά κόμματα στα μυαλά ενός κόσμου και εν τέλει έδωσε το φιλί της ζωής στη δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, νεκρανασταίνοντάς την από το 20% που την είχε καταδικάσει ο λαός. Γιατί η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε τίποτα να ζηλέψει σε αντιλαϊκό περιεχόμενο από τις υπόλοιπες μνημονιακές κυβερνήσεις.
Μια σειρά από πολιτικές δυνάμεις πλασάρουν τώρα το σύνθημα «Κάτω η Νέα Δημοκρατία», ή εξαντλούν τις καταδίκες τους στο πρόσωπο του Μητσοτάκη, αφήνοντας τους συνένοχους στο έγκλημα στο απυρόβλητο. Μάλιστα για πολλές οργανώσεις, ιδιαίτερα του τροτσκιστικού χώρου, οργανώσεις όπως το ΣΕΚ, που τη δεκαετία του 2000 είχε οδηγηθεί μέχρι και στην εκλογική στήριξη του «ΠΑΣΟΚ χωρίς αυταπάτες», ακόμα δεν είναι ξεκάθαρος ο χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ και του δικομματισμού, ο χαρακτήρας της ενιαίας διαδικασίας κυβερνητικής εναλλαγής ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και τη δεξιά, που αποτελεί μηχανισμό εγκλωβισμού της βούλησης του λαού και εκτόνωσης της δυσαρέσκειάς του. Άλλωστε το ΣΕΚ, το έτερο ήμισυ του ΝΑΡ στην εκλογική συνεργασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές κάλεσε ανοιχτά σε υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ σε όσους δήμους και περιφέρειες οδηγήθηκαν σε δεύτερο γύρο εκλογών.
Η πραγματικότητα μαρτυράει πως μπορούν να πέσουν πολλές κυβερνήσεις, όπως και έπεσαν από το 2010 μέχρι σήμερα, κι όμως η κυβερνητική πολιτική παραμένει ίδια και απαράλλαχτη και το μόνο που αλλάζει είναι το περιτύλιγμα.
Αυτή την πολιτική που οι πιο ρεφορμιστικές δυνάμεις την υιοθετούν ανοιχτά, την πολιτική που στρώνει το χαλί σε νέες εκλογικές αυταπάτες, πως δήθεν οι εκλογές και η εναλλαγή κυβερνήσεων με τη διατήρηση της ίδιας πολιτικής θα λύσει τα λαϊκά προβλήματα, αυτή την πολιτική υπηρετούν κι όσοι συμπληρώνουν το «κάτω η κυβέρνηση» με διάφορες δήθεν αγωνιστικές επενδύσεις, όπως «κάτω η κυβέρνηση και όλοι οι εκφραστές της αντιλαϊκής πολιτικής», ή «κάτω η κυβέρνηση, όχι σε ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ».
Ορισμένες οργανώσεις, όπως το ΝΑΡ, μπορεί στα λόγια να διαχωρίζονται από αυτή την πολιτική, όμως δεν είναι μόνο οι ευκαιριακές τους συγκολλήσεις που μαρτυρούν τον βαθιά ρεφορμιστικό τους χαρακτήρα, αλλά και το γεγονός πως, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, απέσυραν το αίτημα «κάτω η κυβέρνηση», και καλούσαν σε κινητοποιήσεις «υποστήριξης των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές», την ίδια στιγμή που οι διάφοροι Βαρουφάκηδες υπέγραφαν δεσμεύσεις προς την Κομισιόν, εφάρμοζαν τους μνημονιακούς νόμους ή δήλωναν πως «το 70% των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το μνημόνιο είναι θετικές» και πως θα πουλούσαν τον ΟΣΕ «για ένα ευρώ». Σε ακόμα πιο εκφυλιστική τροχιά κινούνται οι δυνάμεις της ΛΑΕ που, για μια θέση στο κοινοβούλιο, ενώθηκαν με το ΜέΡΑ25, το οποίο έχει αποστείλει πρόταση «προοδευτικής διακυβέρνησης» στο μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ. Φέρουν βαριές ευθύνες για την εκλογική εκτόνωση των λαϊκών αγώνων, όταν θέτουν ως ορίζοντα για τους αγώνες αυτούς την πτώση της μιας ή της άλλης κυβέρνησης. Και είναι πραγματικά επιζήμιο, όταν εν μέσω μαζικών κινητοποιήσεων και ανάγκης απεργιακής κλιμάκωσης απέναντι στην εγκληματική πολιτική που κοστίζει ζωές, ο «αντικαπισταλιστικός χώρος» δείχνει στο λαό το παραβάν των εκλογών, προεξοφλώντας το τέλος των απεργιακών κινητοποιήσεων.
Η νεολαία και οι εργαζόμενοι πρέπει να βαδίσουν στον αντίθετο δρόμο, να απορρίψουν συνολικά την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου, την πολιτική της υποχρηματοδότησης και ερήμωσης που γεννά εγκλήματα. Γιατί εν τέλει μικρή σημασία έχει αν τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του μεγάλου κεφαλαίου τις εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Δημοκρατία ή οποιοσδήποτε άλλος διαχειριστής. Σημασία έχει να απορριφθεί αυτή η πολιτική στο σύνολό της. Μόνο οι μαζικοί αγώνες μπορούν να αποτελέσουν διέξοδο για τα συμφέροντα των εργαζομένων και οι αγώνες δεν πρέπει να εγκλωβιστούν στο αίτημα για αλλαγή κυβερνητικής φρουράς, αλλά να οδηγηθούν μέχρι την απόρριψη συνολικά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.