Χιλή, 1973. Ένα ζευγάρι προοδευτικών Αμερικανών, εγκατεστημένων σχετικά πρόσφατα στη χώρα, βρίσκονται αντιμέτωποι με την αγριότητα των δυνάμεων καταστολής, υπό τις διαταγές του φασίστα πραξικοπηματία Αουγούστο Πινοσέτ, και τις κτηνώδεις δολοφονίες που διενεργούνται σε μαζική κλίμακα. Ο άντρας, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Τσαρλς Χάρμον, αντιλαμβάνεται σε ανύποπτο χρόνο ότι στο κλιμακούμενο πραξικόπημα έχουν επιτελικό ρόλο οι Αμερικανοί και ξεκινά να συλλέγει πληροφορίες. Όταν αιφνίδια εξαφανίζεται, η νεαρή γυναίκα του, η Μπεθ (έξοχη η Σίσι Σπέισεκ), επιχειρεί μάταια να βρει τα ίχνη του, ενώ καταφθάνει εσπευσμένα στη Χιλή ο συντηρητικός πατέρας του Έντμοντ, εύπορος νεοϋορκέζος επιχειρηματίας, ο οποίος αντιμετωπίζει με περίσσια συγκατάβαση τις προοδευτικές απόψεις τόσο της Μπεθ, όσο και του ίδιου του γιου του.
Οι προσπάθειές του να εντοπίσει τον Τσαρλς μέσω της αμερικανικής πρεσβείας βαίνουν άλλο τόσο άκαρπες και τα ερωτηματικά πληθαίνουν ραγδαία, ενώ εντείνεται ο αποτροπιασμός για όσα ξετυλίγονται μπρος στα μάτια του.
Για μια ακόμα φορά (μετά το “Ζ”), ο Κώστας Γαβράς προϊδεάζει σκόπιμα το θεατή, από τους τίτλους αρχής, για το γεγονός ότι ο αφηγηματικός καμβάς της ταινίας ακολουθεί ένα σερί πραγματικών δρώμενων. Όπως δε και στο “Ζ”, έτσι και στον “Αγνοούμενο” (το πολυβραβευμένο σενάριο υπογράφουν από κοινού ο Γαβράς με τον Ντόναλντ Στιούαρτ), βασίστηκε σ’ ένα βιβλίο, αυτό του αμερικανού συγγραφέα Τόμας Χάουζερ, ο οποίος αποτύπωσε μυθιστορηματικά την ιστορία της δολοφονίας του συγγραφέα και δημοσιογράφου Τσαρλς Χόρμαν, τις πρώτες μέρες μετά το φασιστικό πραξικόπημα στη Χιλή. Πραξικόπημα που βύθισε τη χώρα και το λαό στον τρόμο για 17 συναπτά χρόνια, με τη ναζιστικής έμπνευσης ωμότητα, τις φυλακίσεις, τους βασανισμούς και τις εκτελέσεις να βρίσκονται σταθερά στην ημερήσια διάταξη. Τα επίσημα ντοκουμέντα κάνουν λόγο για πάνω από τρεις χιλιάδες νεκρούς και για σαράντα και πλέον χιλιάδες βασανισμένους, φυλακισμένους κι εκτοπισμένους. Όπως γνωστά είναι σε αδρές γραμμές τα έργα των καραβανιών του θανάτου, απ’ όπου προερχόταν και η DINA, η κρατική υπηρεσία πληροφοριών, γνωστή και ως Γκεστάπο της Χιλής, ειδικευμένη σε βασανισμούς κρατουμένων, η οποία οργάνωσε και την επιχείρηση “Κόνδωρ”, ένα σχέδιο γενοκτονίας που στήθηκε με στόχο να αφανιστούν μέχρις ενός όλοι οι πιθανολογούμενοι ως πολιτικοί αντίπαλοι. Η τραγωδία των οικογενειών των αγνοούμενων Χιλιανών περιγράφεται με συγκλονιστικό τρόπο στο ντοκιμαντέρ του Πατρίσιο Γκουσμάν “Νοσταλγώντας το φως” (2010), όπου παρακολουθεί τις μητέρες και συγγενείς των ‘εξαφανισμένων’ να ψάχνουν τα κόκαλα των δικών τους στην έρημο Ατακάμα της Χιλής.
Για να επιστρέψουμε όμως στην ταινία, ο “Αγνοούμενος” δίκαια θεωρείται η σημαντικότερη ως σήμερα ταινία του Γαβρά, κι ένα υποδειγματικό πολιτικό θρίλερ. Όχι ίσως τόσο γιατί καταγγέλλει απερίφραστα το ρόλο των Αμερικανών στο Χιλιανό πραξικόπημα ή γιατί αποτυπώνει ανάγλυφα την κτηνωδία, όσο γιατί αποκαλύπτει θαρραλέα και χωρίς εκπτώσεις τη λειτουργία των μηχανισμών που κινούν τα νήματα, ξεδιπλώνοντας βήμα το βήμα το κουβάρι των πολιτικών διεργασιών πίσω απ’ τα γεγονότα, και χτίζοντας ολοκληρωμένα πορτραίτα αθώων και ενόχων. Κι ο πιο αφελής αντιλαμβάνεται ότι η επεμβατικότητα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, η εξαντλητική προετοιμασία πραξικοπημάτων από την πλευρά τους ως επιτελικών εντολοδόχων, συνιστά σύστημα και πατέντα προκειμένου να προωθούνται τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα, όπως κυνικά ομολογεί στο φινάλε ο Αμερικανός αξιωματούχος.
Ακόμα όμως περισσότερο κι από τον ασθματικό ρυθμό, την (ιδανική) κλιμάκωση της αφήγησης, τα ανατριχιαστικά πλάνα με τις εκατοντάδες σωρούς δολοφονημένων Χιλιανών, την αναπαράσταση του τρόμου, τη συγκλονιστική σκηνή στο στάδιο, το πλάνο με το άσπρο άλογο που καλπάζει ξέφρενα ακολουθούμενο από το τζιπ με τους παραληρούντες στρατιωτικούς, τα αιφνιδιαστικά, άκρως λειτουργικά φλας-μπακ ή το εξαιρετικό μοντάζ, καθηλώνει η σκιαγράφηση του προφίλ του πατέρα. Με τον Τζακ Λέμον σ’ ένα πραγματικό ρεσιτάλ ερμηνείας, η αφύπνιση του Εντ Χάρμον -αλλά κι η διατήρηση κάποιων αυταπατών- περιγράφεται τόσο ρεαλιστικά, με τέτοια εστίαση στη λεπτομέρεια, που νομίζει κανείς ότι τον έχει απέναντι με σάρκα και οστά.
Σε παλιότερο αφιέρωμα της Guardian για το σύνολο του έργου του σκηνοθέτη διαβάζουμε, μεταξύ άλλων: «Η μητέρα μου συνήθιζε να μου λέει “κρατήσου μακριά από την πολιτική”, επειδή ο πατέρας μου πήγε στη φυλακή. Δεν γίνεται όμως να μην αναμειχθούμε. Με το να μην παίρνεις θέση, στην ουσία παίρνεις θέση». Η συνείδησή του αφυπνίστηκε πραγματικά, όπως λέει, όταν ξεκίνησε να δουλεύει στην Αθήνα για το χαρτζιλίκι του: «Ανακάλυψα έτσι ένα κομμάτι της κοινωνίας που διαφορετικά δεν θα είχα γνωρίσει». Οι αντιλήψεις κι οι απόψεις που διαμόρφωσε για την 7χρονη δικτατορία στην Ελλάδα, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επιλογή του θέματος του “Αγνοούμενου”: «Τα επτά χρόνια των συνταγματαρχών ήταν τραγωδία για την Ελλάδα. […] Η ίδια παρανοϊκή ιδεολογία και οι ίδιες ηλίθιες ιδέες ελέγχου από ένα μικρό τμήμα του στρατεύματος. Όλο αυτό ήταν απότοκο του Εμφυλίου Πολέμου». Θυμάται τον Αλιέντε σαν έναν «αφελή, αλλά βαθιά έντιμο πολιτικό». Για τον “Αγνοούμενο” χρειάστηκε να δουλέψει στο Χόλυγουντ, όπου όμως είχε πλήρη έλεγχο πάνω στο σενάριο και το καστ, ενώ κράτησε την ομάδα των μόνιμων Γάλλων συνεργατών του και πραγματοποίησε το μοντάζ στο Παρίσι. «Με ρωτούσαν», θυμάται, «γιατί τον Τζακ Λέμον; Είναι κωμικός ηθοποιός. Εγώ όμως ήμουν αμετακίνητος». Και δικαιώθηκε πλήρως, καθώς ο προοδευτικός ηθοποιός ξεδιπλώνει πλήρως εδώ την ερμηνευτική του γκάμα. Και ενθυμούμενος τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν συμπληρώνει: «Ο ρόλος του κινηματογράφου είναι να σαγηνεύει σε τέτοιο βαθμό τους θεατές, ώστε να τους κάνει να σκεφτούν. Στην Ελλάδα δεν έχουμε έναν όρο γι’ αυτό, εκτός από την αρχαία ελληνική έκφραση: “οδηγός της ψυχής”. Πιστεύω ότι ο ρόλος του ψυχαγωγικού θεάματος είναι ακριβώς αυτός».
Ταινία σταθμός στην ιστορία του πολιτικού σινεμά – και όχι μόνο, ο “Αγνοούμενος” απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και το βραβείο ερμηνείας για τον Τζακ Λέμον, όπως και Όσκαρ σεναρίου για τους Γαβρά και Στιούαρτ.