Στις 8 Μάρτη η κυβέρνηση προχώρησε στην ψήφιση του αντιεκπαιδευτικού νόμου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, παραβιάζοντας πλήρως το άρθρο 16 του Συντάγματος και πραγματοποιώντας ένα νέο πλήγμα στα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα της νεολαίας. Το νομοσχέδιο αυτό ξεσήκωσε τις δίκαιες αντιδράσεις τόσο των φοιτητών, όσο και ενός μεγάλου μέρους της ακαδημαϊκής κοινότητας και του λαού, γιατί αποτέλεσε και αποτελεί μία ευθεία επίθεση στο δικαίωμα των παιδιών των λαϊκών οικογενειών να σπουδάζουν στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Ο αγώνας που έδωσε το φοιτητικό κίνημα δεν ήταν μόνο αγώνας ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια και την πλήρη εξίσωση των πτυχίων και των εργασιακών δικαιωμάτων, αλλά και αγώνας υπεράσπισης της δημόσιας παιδείας, αφού με το νόμο αυτό η όξυνση των ταξικών φραγμών, καθώς και τα δίδακτρα και η εισαγωγή περαιτέρω ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στα πανεπιστήμια αποτελούν μονόδρομο.
Ενώ η κυβέρνηση διαμήνυε πριν και μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων πως το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα αποτελεί νόμο του κράτους στα τέλη Γενάρη, εν τέλει αυτό ψηφίστηκε ενάμιση μήνα μετά, ακριβώς κάτω από την πίεση του αγώνα των φοιτητών. Ταυτόχρονα, έχει σημασία πως ο αγώνας αυτός υποχρέωσε τόσο το ΣΥΡΙΖΑ, όσο και το ΠΑΣΟΚ, που ενώ αρχικά είχαν τοποθετηθεί με θετικό τρόπο απέναντι στο νομοσχέδιο, τελικά να το καταψηφίσουν, σε μια απέλπιδα προσπάθειά τους να καρπωθούν πολιτικά τη μεγάλη νεολαιίστικη και λαϊκή κατακραυγή απέναντι στον νόμο.
Η διαρκής μετάθεση της ψήφισης, η αλλαγή στάσης των κομμάτων της αστικής αντιπολίτευσης, η επιστράτευση της κρατικής καταστολής και τρομοκρατίας, η αξιοποίηση της αντιδραστικής προπαγάνδας των ΜΜΕ που καθημερινά λοιδορούσαν το φοιτητικό κίνημα, πιστοποιούν πως ο αγώνας του φοιτητικού κινήματος όχι μόνο ήταν ένας αγώνας δίκαιος, αλλά και ένας αγώνας που υποχρέωσε την κυβέρνηση σε αναδιπλώσεις και είχε ουσιαστική προοπτική νίκης. Aποτελεί σημαντικό στοιχείο του αγώνα αυτού πως συνεχίστηκε και δυνάμωσε, παρά την όξυνση της τρομοκρατίας και τον καταιγισμό μιας καταθλιπτικά μονόφωνης προπαγάνδας υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Η κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή, μέχρι σήμερα, χρησιμοποίησε την καταστολή για να χτυπήσει το δίκαιο αγώνα του φοιτητικού κινήματος. Έφερε τα ΜΑΤ στις σχολές, έπνιξε στα χημικά τις διαδηλώσεις και τις κινητοποιήσεις, με αποκορύφωμα την απρόκλητη αστυνομική επίθεση στην πανεκπαιδευτική διαδήλωση στις 8 Μάρτη, ανακοίνωσε πως θα προχωρήσει σε πειθαρχικές διώξεις και διαγραφές απέναντι σε φοιτητές που αγωνίστηκαν απέναντι στο νόμο, ανέσυρε τις γνωστές απειλές για την απώλεια του εξαμήνου και της εξεταστικής, ενώ δε δίστασε να αξιοποιήσει τις ηλεκτρονικές εξετάσεις και την τηλεκπαίδευση για να καταστείλει τον αγώνα. Έφτασαν στο σημείο να κάνουν λόγο και για «πυρηνικό ριφιφί» στο ΑΠΘ, ξεστομίζοντας απροκάλυπτα ψεύδη, για να δικαιολογήσουν το όργιο καταστολής και τις συλλήψεις σχεδόν πενήντα φοιτητών την περασμένη εβδομάδα και ενώ ο νόμος είχε ψηφιστεί.
Αφού η όξυνση της καταστολής όχι μόνο δεν έκαμψε την αντίσταση του φοιτητικού κινήματος, αλλά αντίθετα όλο και περισσότερες δυνάμεις έμπαιναν στον αγώνα, αφού η πρόταση της κυβερνητικής ΔΑΠ για «ανοιχτές σχολές» και υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων, αλλά και η αντίστοιχη της ΠΑΣΠ ηττήθηκε πανηγυρικά σε όλες σχεδόν τις σχολές, η κυβέρνηση αξιοποίησε την τηλεκπαίδευση ως βασικό μέσο καταστολής. Σε αυτό βρήκε πρόθυμους συμμάχους τις πρυτανικές αρχές και τις διοικήσεις των σχολών και των τμημάτων των ΑΕΙ, που προχώρησαν σε ηλεκτρονικές εξετάσεις, όχι μόνο αποκλείοντας χιλιάδες φοιτητές από την εκπαιδευτική διαδικασία, όχι μόνο μετατρέποντας την εξεταστική σε ένα κανονικότατο φιάσκο, με προβλήματα στο δίκτυο, με εξετάσεις πλήρως διαβλητές και με θέματα ιδιαίτερα αυξημένης δυσκολίας που έπρεπε να απαντηθούν σε ελάχιστο χρόνο, αλλά βασικά καταστέλλοντας το δίκαιο αγώνα του φοιτητικού κινήματος. Οι παραιτήσεις προέδρων τμημάτων και η κατασυκοφάντηση διοικήσεων σχολών και πανεπιστημίων που δεν προχώρησαν σε τηλε-εξετάσεις αποδεικνύει το μέγεθος των πιέσεων που ασκήθηκαν για να περάσει η ηλεκτρονική καταστολή.
Δύο μήνες που το φοιτητικό κίνημα βρισκόταν στους δρόμους, με εβδομαδιαίες γενικές συνελεύσεις και μαζικές κινητοποιήσεις, οι δυνάμεις της ΠΚΣ και των ΕΑΑΚ, που βρέθηκαν στην ηγεσία του αγώνα αυτού, όχι μόνο δεν έδωσαν στον αγώνα αυτόν νικηφόρα προοπτική, αλλά στην πραγματικότητα αποτέλεσαν τροχοπέδη στην ανάπτυξή του, γεγονός που πιστοποιείται και από το κλείσιμο του αγώνα και από τις δυο αυτές δυνάμεις.
Από τη μία, οι δυνάμεις της ΠΚΣ, ήδη από την τρίτη κιόλας εβδομάδα των κινητοποιήσεων, στο πνεύμα της ανακοίνωσης της ΚΕ του ΚΚΕ, διακήρυτταν πως «η κυβέρνηση έχει ήδη ηττηθεί», καλλιεργώντας κλίμα εφησυχασμού και υποχώρησης. Όχι μόνο αποδέχτηκε την τηλε-εξεταστική, μα σε πρώτη φάση έκανε και λόγο για «υποχώρηση της κυβέρνησης». Την ώρα που ο αγώνας κορυφωνόταν και έφτανε η ψήφιση του νομοσχεδίου, η ΚΝΕ προχωρούσε στο άνοιγμα σχολών και σε «συμβολικές» καταλήψεις τις μέρες των κινητοποιήσεων, προβάλλοντας το αίτημα «ο νόμος θα μείνει στα χαρτιά» (ενώ ακόμη δεν είχε ψηφιστεί). Και φυσικά, με την ψήφιση του νόμου, στο γνωστό ρεφορμιστικό μοτίβο, οι δυνάμεις του ΚΚΕ στους φοιτητικούς συλλόγους έκαναν λόγο για «συνέχιση του αγώνα με άλλα μέσα και πολύμορφες δράσεις», για «καταλήψεις που δεν έχουν πια νόημα», για «την ανάγκη ανοίγματος των σχολών για να ενημερωθούν οι φοιτητές» και άλλα παρόμοια, βάζοντας πλώρη, βέβαια, για τις φοιτητικές εκλογές και τις ευρωκάλπες του Ιούνη. Στην πραγματικότητα, η ΠΚΣ δεν είχε και δεν έχει την πίστη και την πεποίθηση πως ο αγώνας του φοιτητικού κινήματος μπορούσε και μπορεί να κερδίσει και να αναγκάσει την κυβέρνηση να υποχωρήσει. Αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά πως ο βασικός προσανατολισμός του ΚΚΕ και της ΚΝΕ είναι στραμμένος στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και τις κάλπες και πως οι αγώνες δεν αποτελούν παρά συμπλήρωμα των εκλογικών τους αυταπατών.
Από την άλλη, οι δυνάμεις των ΕΑΑΚ -εντελώς κατακερματισμένες πλέον και διασπασμένες στο εσωτερικό τους- αν και πρόβαλαν ηχηρά και μεγαλεπήβολα συνθήματα για «τον αγώνα που συνεχίζεται», εν τέλει η στάση τους στην πράξη δε διαφέρει από εκείνη της ΠΚΣ. Ενώ μια βδομάδα πριν την ψήφιση του νόμου, διακήρυτταν πως «αν η κυβέρνηση ψηφίσει το νομοσχέδιο θα ακολουθήσει γενικό μπλακ άουτ σε όλες τις σχολές», ενώ ασκούσαν κριτική στη συνθηματολογία του ΚΚΕ για «τους φοιτητές που είναι ήδη νικητές», πριν καλά-καλά στεγνώσει το μελάνι από την ψήφιση του νόμου, τα «γενικά μπλακ άουτ στις σχολές» έγιναν συνθήματα για «τον νόμο που δε θα εφαρμοστεί», η κριτική στο ΚΚΕ πήγε περίπατο και ξαφνικά «το φοιτητικό κίνημα έχει ήδη νικήσει».
Ταυτόχρονα, οι διαλυτικές πρακτικές του χώρου αυτού, τα ξύλα, οι τραμπουκισμοί, η απαράδεκτη χρονική παράταση των διαδηλώσεων, η τυφλή σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής, καθώς και μια σειρά ακόμη ενεργειών έξω από τους συλλόγους και τις δημοκρατικές διαδικασίες, έβαλαν με τη σειρά τους το δικό τους λιθαράκι για το κλείσιμο του αγώνα και για τη συκοφάντηση του φοιτητικού κινήματος από την κυρίαρχη αντιδραστική προπαγάνδα.
Όλο αυτό το διάστημα, οι δυνάμεις αυτές διασπούσαν το φοιτητικό κίνημα με ξεχωριστά συντονιστικά, ξεχωριστά πανό των ίδιων συλλόγων, μετέτρεπαν τις συνελεύσεις και τις κινητοποιήσεις σε πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ τους για το ποιος θα ηγεμονεύσει στο φοιτητικό κίνημα, στένευαν το περιεχόμενο του αγώνα με τα πολυσέλιδα «πολιτικά πλαίσια», που αντί να συσπειρώνουν στα συγκεκριμένα αιτήματα ενάντια στο αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τσουβάλιαζαν σε ένα κατεβατό την πολιτική ανάλυση, δεκάδες αιτήματα και μορφές πάλης, ενώ τώρα, με τα δικά τους χωριστά πια πλαίσια ανοίγουν οι σχολές και προτείνονται συνελεύσεις μετά τα τριήμερα!
Το αίτημα από εδώ και πέρα δεν μπορεί να είναι ούτε «ο νόμος να μείνει στα χαρτιά», ούτε «να μην εφαρμοστεί», όπως διακηρύσσουν οι δυνάμεις του ρεφορμισμού. Αμετάθετος στόχος του φοιτητικού κινήματος πρέπει να είναι το νομοσχέδιο αυτό να παρθεί πίσω και να καταργηθεί και ο αγώνας για δημόσια και δωρεάν παιδεία, για μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα να συνεχιστεί. Από την άποψη αυτή, χρειάζεται να καταγγελθεί το κλείσιμο του αγώνα από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις της ΠΚΣ και των ΕΑΑΚ, να ενισχυθεί η κατεύθυνση συνέχισης του αγώνα και να βγουν ορισμένα βασικά πολιτικά συμπεράσματα για το επόμενο διάστημα.