Ο ερχομός του 2021 έβγαλε ξανά το φοιτητικό κίνημα στο δρόμο του αγώνα. Μπροστά στις αντιδραστικές αλλαγές που έφερνε το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου παιδείας, οι φοιτητές αναζωογόνησαν ως ένα βαθμό τις συλλογικές τους διαδικασίες και πήραν αποφάσεις αγωνιστικής αντιπαράθεσης στην αντιεκπαιδευτική κυβερνητική πολιτική. Συνολικά, πολλές χιλιάδες φοιτητών αλλά και μαθητές και εκπαιδευτικά σωματεία συμμετείχαν στις εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις την περίοδο που προηγήθηκε.
Οι πρώτες φοιτητικές κινητοποιήσεις συνάντησαν την καταστολή με ΜΑΤ και χημικά, καθώς και τις χουντικού τύπου κυβερνητικές απαγορεύσεις των διαδηλώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις τρεις πρώτες συγκεντρώσεις οι δυνάμεις καταστολής απαγόρευσαν στους συγκεντρωμένους να κατέβουν στο δρόμο και να διαδηλώσουν προς τη Βουλή. Σταδιακά όμως, οι φοιτητικές κινητοποιήσεις όλο και μαζικοποιούνταν. Έτσι, οι επόμενες συγκεντρώσεις έσπασαν στην πράξη τις κυβερνητικές απαγορεύσεις, με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθούν μαζικές διαδηλώσεις και πορείες. Η κυβέρνηση, θέλοντας να δυσφημίσει τον αγώνα του φοιτητικού κινήματος, εξαπέλυσε μια εκστρατεία κατασυκοφάντησης του αγώνα του.
Η κυβερνητική ΔΑΠ εξαπέλυσε χυδαίες επιθέσεις προς τους φοιτητές που κινητοποιούνταν. Τα κυβερνητικά ΜΜΕ έκαναν λόγο για κορονοδιαδηλώσεις που αποτελούν εστίες υπερμετάδοσης του ιού, ενώ -με πρόσχημα την προστασία της δημόσιας υγείας- η κυβέρνηση δεν δίστασε να προχωρήσει ξανά στην απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων.
Οι κυβερνητικές προσπάθειες να εμποδίσουν τη μαζική κάθοδο των φοιτητών στο δρόμο αποδεικνύονται και από τη χρονική περίοδο μέσα στην οποία η κυβέρνηση έφερε το αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο προς ψήφιση, δηλαδή την περίοδο της εξεταστικής, οπότε και τίθενται αντικειμενικές δυσκολίες στη δράση του φοιτητικού κινήματος. Η αξιοποίηση, άλλωστε, της αναστολής λειτουργίας των σχολών επιβεβαιώθηκε και από τη δήλωση του βουλευτή της ΝΔ Κυρανάκη, ο οποίος παραδέχτηκε πως το κλείσιμο των σχολών αποτέλεσε ευκαιρία για την κυβέρνηση για να προωθήσει το νέο νομοσχέδιό της, ώστε όταν οι φοιτητές γυρίσουν στις σχολές τους να τα βρούνε όλα έτοιμα…
Παρά την κυβερνητική καταστολή, τις συκοφατικές επιθέσεις και τις αντικειμενικές δυσκολίες που ορθώθηκαν μπροστά του, το φοιτητικό κίνημα -ξεπερνώντας τα εμπόδια- ακολούθησε το δρόμο των μαζικών κινητοποιήσεων και του αγώνα ενάντια στην αντιεκπαιδευτική πολιτική κυβέρνησης και υπουργείου.
ΜΑΣ και ΕΑΑΚ υπονομεύουν
τον αγώνα του φοιτητικού κινήματος
Αν από τη μια το κύριο μέτωπο πάλης του φοιτητικού κινήματος είναι απέναντι στην κυβέρνηση και την πολιτική της, από την άλλη η αντιπαράθεση με τη λαθεμένη και επιζήμια στάση φοιτητικών δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά και δρουν στο όνομα του φοιτητικού κινήματος είναι απαραίτητη, αφού η πολιτική τους αυτή λειτουργεί αντικειμενικά ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος. Τέτοια είναι η πολιτική των ΜΑΣ και ΕΑΑΚ.
Η στάση των δυνάμεων αυτών χαρακτηρίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της καραντίνας από τη λογική τού «θα λογαριαστούμε μετά» την πανδημία και των «συμβολικών κινητοποιήσεων». Έτσι, ακόμα και λίγο πριν τις πρώτες κινητοποιήσεις αυτές οι δυνάμεις επέμειναν στην ίδια κατεύθυνση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περισσότερες περιπτώσεις μπροστά στην ανάγκη να διεξαχθούν μαζικές γενικές συνελεύσεις και οι δύο δυνάμεις είτε αρνούνταν με τη δικαιολογία ότι δεν υπάρχουν οι όροι ή ακόμα χειρότερα ότι δεν το επιτρέπουν αυτό τα επιδημιολογικά δεδομένα, είτε στα λόγια μόνο υποστήριζαν αυτήν την κατεύθυνση. Η στάση των δυνάμεων αυτών δεν αντικατόπτριζε τίποτε περισσότερο από την αναδίπλωσή τους μπροστά στην πίεση των κυβερνητικών απαγορεύσεων και της κυβερνητικής τρομοκρατικής προπαγάνδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις πρώτες κινητοποιήσεις το ΜΑΣ επέμεινε στη λογική των «συμβολικών κινητοποιήσεων», με την παρουσία του να περιορίζεται στη συμμετοχή μερικών δεκάδων στελεχών του. Κι ενώ στην αρχή οι δυνάμεις αυτές έθεταν σοβαρά εμπόδια στην ανάπτυξη του αγώνα του φοιτητικού κινήματος, στη συνέχεια η πίεση που δημιούργησε η ολοένα και μεγαλύτερη μαζικότητα των φοιτητικών κινητοποιήσεων τους ανάγκασε να προσαρμόσουν καιροσκοπικά τη στάση τους.
Κι αν τελικά ΜΑΣ και ΕΑΑΚ, μπροστά στον κίνδυνο να εκτεθεί η πολιτική τους και να απομονωθούν από μεγάλα κομμάτια των φοιτητών, προσάρμοσαν τη στάση τους, στη συνέχεια επιδόθηκαν σε έναν αγώνα για το ποια από αυτές τις δύο δυνάμεις θα «καπελώσει» τον αγώνα του φοιτητικού κινήματος. Άλλωστε, η συγκρότηση του ψευδώνυμου συντονιστικού των φοιτητικών συλλόγων αυτό ακριβώς αντικατοπτρίζει. Το συντονιστικό αυτό -του οποίου ακόμα και την ύπαρξη αγνοούν οι περισσότεροι φοιτητές- δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα κομπρεμί των δυνάμεων αυτών που αντανακλά τους μεταξύ τους συσχετισμούς.
Τέτοιες μικροπολιτικές λογικές δεν έχουν καμία σχέση με το φοιτητικό κίνημα και τον αγώνα του και τέτοιου είδους συντονιστικά δεν αντιπροσωπεύουν κανένα παρά μόνο αυτούς που τα συγκρότησαν. Ο συντονισμός του αγώνα του φοιτητικού κινήματος προφανώς είναι ζητούμενο. Άλλο τόσο όμως απαραίτητο είναι αυτός ο συντονισμός να προκύπτει μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες των φοιτητικών συλλόγων και όχι μέσα από τις υπόγειες συνεννοήσεις των ΜΑΣ και ΕΑΑΚ.
Η στάση των δυνάμεων αυτών για το ζήτημα των συντονιστικών αποτελεί -στην πραγματικότητα- μόνο μια πτυχή της επιζήμιας για το φοιτητικό κίνημα γραμμής τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η βασική στάση αυτών των δυνάμεων διαχρονικά οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη διάσπαση των αγώνων του φοιτητικού κινήματος. Βασική εκδήλωση της στάσης τους, σε όλους τους μεγάλους αγώνες του φοιτητικού κινήματος τα τελευταία χρόνια, αποτελεί η προώθηση της ψήφισης πλαισίων στις γενικές συνελεύσεις που διασπούν την ενότητα του φοιτητικού κινήματος. Η γραμμή αυτή θεωρεί ότι οι αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων πρέπει να παίρνονται στη βάση της ψήφισης πολιτικών πλαισίων και όχι διεκδικητικών αιτημάτων. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πρακτικής έχει οδηγήσει στο παρελθόν ακόμα και στο να χαθούν γενικές συνελεύσεις επειδή η πλειοψηφία των φοιτητών διαιρέθηκε ανάμεσα στα διάφορα πλαίσια. Σήμερα, μπροστά στην πίεση του φοιτητικού κινήματος, οι δυνάμεις αυτές -κάτω από μια πολιτική οπορτουνιστικής προσαρμογής στην πραγματικότητα- αναγκάζονται να προχωρήσουν σε αρκετές σχολές στη συγκρότηση κοινών πλαισίων. Οι ίδιες αυτές δυνάμεις, που στο παρελθόν θεωρούσαν ότι βασικό συστατικό μιας συνέλευσης είναι η ύπαρξη διαφορετικών πλαισίων, ώστε να «ξεχωρίζουν οι διαφορετικές πολιτικές γραμμές», τώρα ξεχνούν τις πολιτικές τους διαφορές και συνυπογράφουν σε αρκετές περιπτώσεις κοινά πλαίσια. Η γραμμή αυτή δε σημαίνει ότι οι δυνάμεις αυτές εγκατέλειψαν στ’ αλήθεια τη διασπαστική τους πολιτική. Άλλωστε, σε ορισμένους συλλόγους η πρακτική αυτή εξακολουθεί να επαναλαμβάνεται. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα “διαφορετικά” πλαίσια λένε κατά λέξη ακριβώς τα ίδια πράγματα και παρ’ όλα αυτά κατατίθενται ξεχωριστά!… Σήμερα, η προώθηση των κοινών πλαισίων από την πλευρά τους προσπαθεί να διασώσει μια γραμμή που, όπως αποδεικνύεται από τις εξελίξεις και κάτω από την πίεση του φοιτητικού κινήματος, έχει ήδη χρεοκοπήσει. Μέσα στις συνελεύσεις οι φοιτητές πρέπει σήμερα να συσπειρωθούν ενάντια στους αντιεκπαιδευτικούς σχεδιασμούς της κυβέρνησης. Αυτό και μόνο είναι αρκετό και προσφέρει την πιο πλατιά βάση συγκέντρωσης δυνάμεων απέναντι στην αντιεκπαιδευτική πολιτική.
Κατάφωρη εκδήλωση της διασπαστικής γραμμής των δυνάμεων αυτών αποτελούν και οι ξεχωριστές φοιτητικές συγκεντρώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο συλλαλητήριο της Πέμπτης 21/1 το μπλοκ των φοιτητικών συλλόγων που ελέγχονται από τα ΕΑΑΚ και το μπλοκ αυτών που ελέγχονται από το ΜΑΣ πορεύτηκαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Σε άλλες πόλεις δε, το ΜΑΣ δίνει ραντεβού με τις δυνάμεις που ελέγχει ακόμα και διαφορετική ώρα από το ραντεβού φοιτητικών συλλόγων. Οι πρακτικές αυτές αντικατοπτρίζουν τους διαγκωνισμούς ανάμεσα σε ΕΑΑΚ και ΜΑΣ για το ποιος θα επικρατήσει στα πλαίσια του φοιτητικού κινήματος. Στη Θεσσαλονίκη μάλιστα, την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου, αυτή η αντιπαράθεση πήρε ανοιχτά τη μορφή τραμπουκισμών ανάμεσα στις δυνάμεις αυτές, γεγονός που μόνο να δυσφημίσει μπορεί τις φοιτητικές κινητοποιήσεις. Τέτοιες πρακτικές που πραγματοποιούνται στις πλάτες του φοιτητικού κινήματος προσφέρουν τις χειρότερες υπηρεσίες στην κατεύθυνση της ανάπτυξής του και αποδυναμώνουν τον ίδιο τον αγώνα του.
Βασικό επίσης πρόβλημα αποτελεί και η υιοθέτηση «μέσων πάλης» που μόνο ως τέτοια δεν λειτουργούν. Ενώ λοιπόν τμήματα των ΕΑΑΚ όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν με τη λογική τού «μετά θα λογαριαστούμε», τώρα γυρίζουν το ίδιο νόμισμα από την ανάποδη. Θιασώτες της σύγκρουσης διαχρονικά, στην τελευταία διαδήλωση της Τετάρτης 10/2, χωρίς να δώσουν λογαριασμό σε κανένα και έξω από κάθε συλλογική διαδικασία και απόφαση γενικής συνέλευσης, ανέλαβαν εργολαβικά στο όνομα του φοιτητικού κινήματος να “συγκρουστούν” με τις δυνάμεις καταστολής, δίνοντας έτσι αφορμή για να εξαπολυθεί η άγρια καταστολή και η κρατική τρομοκρατία εναντίον των διαδηλωτών. Τέτοιες πρακτικές όχι μόνο δεν μαζικοποιούν τον αγώνα του φοιτητικού κινήματος, όπως ανόητα νομίζουν οι φορείς αυτής της πολιτικής, αλλά αποτελούν βούτυρο στο ψωμί της κυβέρνησης και της αστυνομίας που τις αξιοποιούν για να προωθήσουν την πολιτική της καταστολής, ώστε να τρομοκρατήσουν τον κόσμο και να τον αποτρέψουν από το να κατέβει στο δρόμο.
Την Πέμπτη στις 11/2 το αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο ψηφίστηκε με τις ψήφους της κυβέρνησης της ΝΔ και της Ελληνικής Λύσης. Κι ενώ θα περίμενε κανείς οι δύο κύριες δυνάμεις που δρουν στο φοιτητικό κίνημα να ακολουθήσουν μια πολιτική που θα υποστηρίζει τη συνέχιση των κινητοποιήσεων και του δρόμου του αγώνα, ΜΑΣ και ΕΑΑΚ στην πραγματικότητα βιάζονται να κλείσουν κακήν κακώς τον κύκλο αυτό των διαδηλώσεων και των μαζικών κινητοποιήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι την εβδομάδα που πέρασε κανένας σύλλογος δεν πήρε απόφαση, γιατί καμία από αυτές τις δυνάμεις δεν ενίσχυσε αυτήν την κατεύθυνση. Αντίθετα, ΜΑΣ και ΕΑΑΚ επανήλθαν στην αρχική τους θέση, περιόρισαν τη δράση τους στην προώθηση επιμέρους “παραστάσεων διαμαρτυρίας” στις κατά τόπους πρυτανείες και σε ορισμένους συλλόγους απέρριψαν προτάσεις για κινητοποιήσεις στα πρότυπα των προηγούμενων εβδομάδων.
Η στάση της Φοιτητικής Πορείας
Από την πρώτη στιγμή της προώθησης του νέου αντιεκπαιδευτικού νομοσχεδίου η Φοιτητική Πορεία τόνισε την ανάγκη της μαζικής αγωνιστικής αντιπαράθεσης με την αντιεκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης. Βασική προϋπόθεση για την υλοποίηση της κατεύθυνσης αυτής είναι η πάλη για την αναζωογόνηση των συλλογικών διαδικασιών και τη διεξαγωγή μαζικών γενικών συνελεύσεων. Ως Φοιτητική Πορεία στηρίξαμε αυτήν την κατεύθυνση κόντρα στη λογική τού «μετά θα λογαριαστούμε» και των «συμβολικών κινητοποιήσεων».
Αν από τη μια, για το ξεδίπλωμα του αγώνα του φοιτητικού κινήματος, αποτελεί βασική προϋπόθεση η διεξαγωγή μαζικών γενικών συνελεύσεων και οι αγωνιστικές αποφάσεις σε αυτές, από την άλλη, οι φοιτητές θα πρέπει να απορρίψουν τις διασπαστικές λογικές. Ως φοιτητική Πορεία παλέψαμε και παλεύουμε η συσπείρωση των φοιτητών στις γενικές συνελεύσεις να γίνεται γύρω από το αίτημα «Κάτω ο νέος αντιεκπαιδευτικός νόμος» και όχι γύρω από πολυσέλιδες πολιτικές αναλύσεις της κάθε παράταξης, που διαιρούν την ενότητα των φοιτητών γύρω από το συγκεκριμένο αίτημα. Ταυτόχρονα, απορρίψαμε -όπου εκδηλώθηκε- την πρακτική των ξεχωριστών συγκεντρώσεων.
Συνολικά, παλέψαμε ενάντια σε όλες εκείνες τις λαθεμένες απόψεις και πρακτικές που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπονομεύουν τον αγώνα του φοιτητικού κινήματος ή στάθηκαν και στέκονται τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξή του.
Μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου οι φοιτητές πρέπει να συνεχίσουν στο δρόμο του αγώνα. Κόντρα στις ηττοπαθείς λογικές και τη στάση των ΜΑΣ και ΕΑΑΚ, που οδηγούν τον αγώνα του φοιτητικού κινήματος στο κλείσιμό του, πρέπει να συνεχίσουμε στο δρόμο της οργάνωσης μαζικών γενικών συνελεύσεων και στη λήψη αποφάσεων για τη συνέχιση του αγώνα ενάντια στην αντιεκπαιδευτική πολιτική.