Τρεις ώρες και δώδεκα λεπτά διήρκησε η συνάντηση κορυφής Σι-Μπάιντεν στη σύνοδο αρχηγών του G20 στο Μπαλί της Ινδονησίας. Ήταν η πρώτη συνάντηση, πρόσωπο με πρόσωπο, μεταξύ των ηγετών των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου από τότε που ο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του. Παρά τη χαλαρή ατμόσφαιρα, τα χαμόγελα και τις δηλώσεις μπροστά στις κάμερες για το θετικό κλίμα, το μόνο σίγουρο είναι ότι στην πολύωρη συνάντηση τέθηκε ένα ευρύ φάσμα των θεμάτων που καθορίζουν τις αμερικανοκινεζικές σχέσεις, όπως αποκάλυψαν και οι επίσημες τοποθετήσεις των δύο πλευρών. Σε αυτές, πέρα απ’ τα ευχολόγια, αποτυπώθηκε η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου, που προκαλεί αφενός η ραγδαία οικονομική άνοδος του ασιατικού γίγαντα και πριμοδοτεί αφετέρου η στασιμότητα των ΗΠΑ.
Η αμερικανική πλευρά ξεκαθάρισε ότι αυτό που καθορίζει τις σχέσεις της με το Πεκίνο είναι ο «σθεναρός» ανταγωνισμός «περιλαμβανομένης της επένδυσης σε πηγές ισχύος στο εσωτερικό». Σε αυτόν εντάσσεται και η προσπάθεια για «ευθυγράμμιση» των συμμάχων και των εταίρων τους σε όλο τον κόσμο απέναντι στην Κίνα.
Αποτυπώνοντας το αυξημένο επίπεδο της όξυνσης, με κίνδυνο ακόμη και να ξεφύγει η κατάσταση, ο Αμερικανός πρόεδρος ευχήθηκε ο ανταγωνισμός να μην «επεκταθεί σε σύγκρουση». Ειδικά δε μετά την επίσκεψη της Πελόζι στην Ταϊβάν αλλά και τις συμμαχίες που οικοδομούν οι ΗΠΑ (AUKUS, QUAD κλπ), στον Ινδο-Ειρηνικό. Την ίδια στιγμή που κάνει ό,τι μπορεί για να προσθέσει νέα εύφλεκτη ύλη στη σχέση των δύο χωρών είπε ότι «πιστεύω απόλυτα πως δεν υπάρχει ανάγκη για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο», θέλοντας να αποποιηθεί την ευθύνη γι’ αυτό. Σε μια προσπάθεια να μεταθέσει την ευθύνη της όξυνσης στην άλλη πλευρά επεδίωξε να εμφανίσει τη χώρα του πως επιδιώκει την αποκλιμάκωση και τη συνεννόηση με την Κίνα ώστε να «αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό τους υπεύθυνα και να διατηρήσουν ανοιχτές τις γραμμές επικοινωνίας». «Μοιραζόμαστε την ευθύνη (…) να δείξουμε ότι η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να διαχειριστούν τις διαφορές τους, να αποτρέψουν μια σύγκρουση και να βρουν τρόπους να συνεργαστούν σε επείγοντα παγκόσμια ζητήματα που απαιτούν την αμοιβαία συνεργασία», είπε ο Μπάιντεν κατά την έναρξη της συνάντησης.
Την ίδια στιγμή όμως έθεσε στο τραπέζι όλο το πλέγμα των θεμάτων που οξύνουν τις διμερείς σχέσεις, αν και προσπάθησε να κρατήσει κάποιες ισορροπίες ώστε να μη βαρύνει το κλίμα της συνάντησης. Για την Ταϊβάν ανέφερε πως «οι ΗΠΑ αντιτίθενται σε κάθε μονομερή αλλαγή στο στάτους κβο από οποιαδήποτε πλευρά». Επιπλέον έθεσε ξανά στο τραπέζι τις «αμερικανικές ενστάσεις στις παρενοχλητικές και αυξανόμενα επιθετικές ενέργειες προς την Ταϊβάν, που υπονομεύουν την ειρήνη και τη σταθερότητα στα Στενά και την ευρύτερη περιοχή».
Ακόμη ο Αμερικανός Πρόεδρος επανέλαβε τις αμερικανικές υποκριτικές ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις πρακτικές της Κίνας στην επαρχία Σιντζιάνγκ, το Θιβέτ και το Χονγκ Κονγκ, καθώς και «τις οικονομικές πολιτικές εκτός αγοράς» του Πεκίνου.
Ο Κινέζος πρόεδρος, από τη μεριά του, κινήθηκε στη γραμμή που χάραξε το πρόσφατο 20ό συνέδριο για τη διπλωματία μεγάλων χωρών και την εθνική αναζωογόνηση της Κίνας. Εμφανίστηκε αυστηρός απέναντι στις αμερικανικές προκλήσεις στην Ταϊβάν χαρακτηρίζοντας το ζήτημα ως «η κόκκινη γραμμή που δεν πρέπει να ξεπεραστεί». Δήλωσε ότι, αν κάποιος στηρίξει την ανεξαρτητοποίησης του νησιού, αυτό θα θεωρηθεί παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κινεζικού λαού. «Ανεξαρτησία» και «ειρήνη και σταθερότητα» στις δύο πλευρές των Στενών είναι έννοιες ασυμβίβαστες, όπως το νερό και η φωτιά, τόνισε χαρακτηριστικά.
Επίσης κατηγόρησε την Ουάσιγκτον ότι «πολιτικοποιεί και εργαλειοποιεί» τις οικονομικές, εμπορικές και τεχνολογικές ανταλλαγές και απέρριψε τη ρητορική του Μπάιντεν για έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό μεταξύ «δημοκρατίας» και «αυταρχισμού». Eπιδίωξε να εμφανιστεί ως ο ηγέτης μιας υπερδύναμης που θέλει το αμοιβαίο όφελος και τον σεβασμό στις διεθνείς σχέσεις, κόντρα στην πολιτική των καταναγκασμών που προωθούν οι ΗΠΑ.
Σύμφωνα με το πρακτορείο «Σίνχουα», ο Σι φαίνεται να σημείωσε πως «η σημερινή κατάσταση στις σχέσεις Κίνας – ΗΠΑ δεν λειτουργεί υπέρ του θεμελιακού συμφέροντος των δύο λαών και δεν είναι αυτό που προσδοκά η διεθνής κοινότητα». Υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι «οι δύο πλευρές πρέπει να διαμορφώσουν μια ορθή αντίληψη η μία για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική και τις στρατηγικές επιδιώξεις της άλλης».
Για τις ΗΠΑ η διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας προϋποθέτει την απομόνωση και τον περιορισμό του Πεκίνου, με τον χρόνο να τρέχει αντίστροφα και με δεδομένο πάντα τον βαθμό διασύνδεσης των δύο χωρών. Απ’ την άλλη ο παγκόσμιος διεκδικητής, ο κινεζικός ιμπεριαλισμός, θέλει, όσο το δυνατό, «ήρεμα νερά» και ειρηνική ανάπτυξη κερδίζοντας χρόνο.
Συμπυκνώνοντας τις επιδιώξεις της κινεζικής πλευράς από τη συνάντηση ο Κινέζος ΥΠΕΞ, Γουάνγκ Γι, δήλωσε πως αυτή «πέτυχε τους αναμενόμενους στόχους της εις βάθος επικοινωνίας, χαράσσοντας τις κόκκινες γραμμές, αποτρέποντας τις συγκρούσεις».
Στη συνάντηση έγινε γνωστό ότι οι δύο πλευρές δημιούργησαν έναν μηχανισμό για πιο συχνή επικοινωνία και ότι ο ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, θα ταξιδέψει στην Κίνα. Ακόμη οι δύο πλευρές αναγνώρισαν ότι πέρα από τα συγκρουσιακά θέματα υπάρχουν και πλευρές συνεργασίας όπως η κλιματική αλλαγή και η διατροφική ασφάλεια.
Όπως ήταν φυσικό, ο πόλεμος στην Ουκρανία απασχόλησε τους δύο ηγέτες οι οποίοι συμφώνησαν ότι «δεν πρέπει να γίνει ποτέ πυρηνικός πόλεμος». Μια δήλωση που μόνο ως υποκρισία ακούγεται, ειδικά από την αμερικανική πλευρά που έχει κάνει χρήση πυρηνικών, ενώ και οι Κινέζοι έχουν δρομολογήσει την επέκταση του πυρηνικού τους οπλοστασίου.
Παράλληλα, εξέφρασαν την αντίθεσή τους «στη χρήση ή την απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων στην Ουκρανία». Μια τοποθέτηση που αν για την αμερικανική πλευρά είναι προφανής, για το Πεκίνο δίνει μια αίσθηση δυσφορίας για τους πυρηνικούς εκβιασμούς του Πούτιν και τη συνέχιση και κλιμάκωση του πολέμου.
Δυσεπίλυτο σταυρόλεξο το κοινό ανακοινωθέν των G20 για την Ουκρανία.
Η αποτύπωση θέσης για τον πόλεμο στην Ουκρανία, στην κοινή δήλωση των 20 χωρών, αποδείχθηκε δυσεπίλυτο σταυρόλεξο. Για ώρες ήταν πολύ πιθανό να μη βγει κοινό ανακοινωθέν και να τιναχτεί στον αέρα η σύνοδος, η οποία από κάποιους είχε χαρακτηριστεί ως «μια έκτακτη διάσωση της παγκόσμιας οικονομίας υπό την απειλή της ύφεσης».
Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους επιδίωξαν να «πολιτικοποιήσουν» το ανακοινωθέν και να το χρησιμοποιήσουν ως κείμενο καταδίκης του Πούτιν από το σύνολο των G20. Δηλαδή ακόμη και από τη Ρωσία, που θα καταδίκαζε τον εαυτό της! Σε αυτό αντιτάχθηκε, εκτός φυσικά απ’ τη Ρωσία, η Κίνα η οποία θεωρεί τους G20 ως οικονομικό φόρουμ και όχι ως σύνοδο ασφαλείας, αλλά και μια σειρά χώρες που έχουν κρατήσει αποστάσεις από τις δυτικές κυρώσεις.
Ιδιαίτερα δραστήρια αποδείχθηκε η Ινδία, που αναλαμβάνει την προεδρία των G20 το 2023, ώστε να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός. Σύμφωνα με ινδικά μέσα ενημέρωσης η αντιπροσωπεία της χώρας, μετά από τέσσερις ημέρες αδιεξόδου, εργάστηκε παρασκηνιακά συμπαρασύροντας αναδυόμενες οικονομίες όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή, το Μεξικό, η Σαουδική Αραβία και η Σιγκαπούρη σε κοινή γραμμή. Σκοπός τους ήταν να αποτρέψουν στα μέλη της G7 (ΗΠΑ και σύμμαχοι) να θέσουν αποκλειστικά, στο επίκεντρο της δήλωσης, τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Το γεγονός αυτό επιβεβαίωσε ο Γερμανός Καγκελάριος, ο οποίος έκανε λόγο για «συμφωνίες που ξεπέρασαν κατά πολύ τις προσδοκίες». Αναφέρθηκε σε χώρες όπως η Ινδία και η Νότια Αφρική, οι οποίες παρά το γεγονός ότι τηρούν «ουδέτερη» στάση στη ρωσική εισβολή, βοήθησαν να βρεθούν «εκπληκτικά σαφείς λέξεις» στο κείμενο.
Τελικά το ανακοινωθέν τετραγώνισε τον κύκλο αφού όλα τα μέρη ήταν ικανοποιημένα. Απ’ τη μια, ανέφερε πως «τα περισσότερα μέλη καταδικάζουν έντονα τον πόλεμο στην Ουκρανία» και «ζητούν απόσυρση της Ρωσίας» και απ’ την άλλη, αναγνώρισε ότι «υπήρχαν άλλες απόψεις και διαφορετικές εκτιμήσεις της κατάστασης και των κυρώσεων».
Σύμφωνα με τον Ρώσο ΥΠΕΞ, περιλαμβάνει εκτιμήσεις τόσο της Ρωσίας όσο και της Δύσης για την ουκρανική κρίση. «Η Δύση πρόσθεσε τη φράση ότι “πολλές αντιπροσωπείες καταδίκασαν τη Ρωσία”, εμείς φροντίσαμε να σκιαγραφηθούν και εναλλακτικές απόψεις, πιστεύουμε ότι αυτό είναι αρκετό», είπε ο Λαβρόφ.