Ένα αυτογκόλ αλλιώτικο από τ’ άλλα φαίνεται να έχει δεχτεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, και, όπως όλα τα καλά αυτογκόλ, έρχεται από εκεί που δεν το περιμένει κανείς:
παρά το γεγονός ότι «η τάξη και η ασφάλεια» υπήρξε κορυφαία προεκλογική δέσμευση και πρώτιστη κυβερνητική προτεραιότητα της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη,
παρά το γεγονός ότι ο Μ. Χρυσοχοΐδης έχει αποδειχτεί, στη γαλάζια του περίοδο, «Ο υπουργός των προσλήψεων», προσθέτοντας κατά μέσο όρο σχεδόν 400 αστυνομικούς ανά μήνα (!) στη διάθεση του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη,
παρά το γεγονός της συγκρότησης νέων σωμάτων αστυνομίας (όπως η ΟΔΟΣ και η πανεπιστημιακή αστυνομία), της επανασύστασης παλαιότερων σωμάτων με αναβαθμισμένο ρόλο (όπως η ΔΡΑΣΗ -πρώην ΔΕΛΤΑ), και της ενίσχυσης των υφισταμένων και με προσωπικό, και με τεχνικό «εξοπλισμό» (όπως τα ΜΑΤ),
παρά το γεγονός της αξιοποίησης νέων τεχνολογιών για την πάταξη του εγκλήματος από τα ιπτάμενα drones και τις κάμερες καταγραφής διαδηλωτών μέχρι τα ηχοβολιστικά συστήματα (Long Range Acoustic Device – LRAD) με τα οποία οι συνοριοφύλακες απωθούν τους μετανάστες, και
παρά το γεγονός της «επένδυσης» εκατομμυρίων ευρώ (παραπάνω από 31 εκατομμύρια μόνο το προηγούμενο έτος, στην κορύφωση της πανδημίας) σε αγορές δεκάδων οχημάτων για την ενίσχυση και εκσυγχρονισμό του στόλου της ελληνικής αστυνομίας, και παράλληλα με τις παραγγελίες για κράνη, μπότες, ρόπαλα, χημικά, αλεξίσφαιρα, και όλα τα στάνταρ αξεσουάρ ενός σύγχρονου προστάτη της πόλης, ωστόσο τα πράγματα δεν πάνε καλά.
Μόνο το μπαράζ δολοφονιών που έχει σημειωθεί το τελευταίο διάστημα με επίκεντρο την Αττική, από τη Βάρη μέχρι τα Σεπόλια, και από τη Μεταμόρφωση μέχρι τον Άλιμο, με τις σφαίρες να πέφτουν βροχή το τελευταίο 2μηνο, δεν είναι και λίγο.
Τα ΜΜΕ κάνουν ό,τι μπορούν να υποβαθμίσουν την έξαρση αυτής της δολοφονικής βίας, περιγράφοντάς το, λίγο-πολύ, σαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε μαφιόζους, το οποίο έρχεται να δώσει (με αιματηρό τρόπο μεν) τέλος στις φοβερές βεντέτες της νύχτας δε. Ο ανταποκριτής του ΑΝΤ1, σε υπέροχη τηλεοπτική περιγραφή του έπειτα από την πρόσφατη δολοφονία 32χρονου αλβανικής καταγωγής, σε καφετέρια στα Σεπόλια, κατά λέξιν σημείωνε: «το θύμα δέχτηκε 8 σφαίρες στο στήθος και στο κεφάλι, ευτυχώς δεν τραυματίστηκε κάποιος θαμώνας».
Η Καθημερινή και ο ΣΚΑΪ, καθώς δεν μπορούν να αποφύγουν πλήρως το ρεπορτάζ τους στα γεγονότα αυτά, αναφέρονται σε βεντέτες που κρατάνε από το …2017, έτσι για να μη παίρνει θάρρος ο ΣΥΡΙΖΑ!
Ενεργοποιώντας όλα τα μέσα για την πάταξη του εγκλήματος (ελαφρώς απελπισμένος) ο Χρυσοχοΐδης βάζει μπροστά τα μεγάλα μέσα: Η σελίδα FaceBook της Ελληνικής Αστυνομίας (η οποία μεν δημιουργήθηκε στις 12 Αυγούστου 2016) αναβαθμίζεται επί των αρίστων, και συχνότερα από ποτέ ανεβάζει φωτογραφίες -όχι αναζητούμενων, όχι καταδικασμένων, αλλά- κατηγορούμενων για διάφορα αδικήματα. Κάπου εδώ βέβαια, πάει περίπατο το λεγόμενο «τεκμήριο αθωότητας», καθώς και τα προσωπικά δεδομένα.
Όπως περίπου το έχουμε δει να γίνεται με τους επικηρυγμένους στις καουμπόικες ταινίες, έτσι κι εδώ, ελαφρώς πιο εκσυγχρονισμένα, με φωτογραφίες κατά μέτωπον, κατά τομήν, λεπτομέρειες, κλπ., η ΕΛ.ΑΣ., πιστοποιώντας ότι κάτι κάνει, ανεβάζει τις φωτογραφίες όποιου συλλαμβάνει, και πραγματοποιεί «Δημοσιοποίηση στοιχείων, ταυτότητας και φωτογραφιών ημεδαπού/αλλοδαπού για αδικήματα κατά…». Στη σελίδα της ΕΛ.ΑΣ. οι φωτογραφίες είναι πλήρεις (εδώ αφαιρέθηκαν τα στοιχεία των προσώπων).
Αξίζει να σημειωθεί πως, στη σελίδα FB της αστυνομίας, ο σχολιασμός κάτω από τις εικόνες των κατηγορουμένων δίνει και παίρνει από όλους τους αναμάρτητους, που βρίσκουν παρεμπιπτόντως μια ευκαιρία να εκτονωθούν και να εντοπίσουν το πρόβλημα για την κατάντια της ελληνικής κοινωνίας. Αυτοί στη φωτογραφία φταίνε!
Ατυχώς όμως για τους λάτρεις της συνεχούς δράσης, αυτούς που δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν από το να παρακολουθούν 24 ώρες το 24ωρο σε δημόσια διαπόμπευση τους κατηγορουμένους διαφόρων κατηγοριών, καθώς και για εκείνους που διαφημίζουν /περιγράφουν την αναβαθμισμένη ετοιμότητα της ΕΛ.ΑΣ., στην ίδια τη σελίδα της αστυνομίας οι διαχειριστές της αναφέρουν πως «δεν παρακολουθείται 24/7» (δηλαδή, δεν μπορεί να βρει κανείς έναν αστυνομικό για να καταγγείλει το οτιδήποτε, οποτεδήποτε) και, ακόμη καλύτερα, «Για άμεση ανάγκη, καλέστε 100».
Υπάρχει ακόμη πλούσιο έδαφος βελτίωσης.